Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Για ένα ζευγάρι γυαλιά

 Στο πλαίσιο του εργαστηρίου μας "Ο κόσμος της Πηνελόπης Δέλτα" ζητήσαμε από τα παιδιά να γράψουν ιστορίες που βασίζονται στις διακρίσεις εις βάρος των άλλων.



Για ένα ζευγάρι γυαλιά

της Μαριαλένας Πορίχη

Έτρεξα αμέσως στο δωμάτιό μου και έκλεισα με δύναμη την πόρτα. Δεν άντεχα να την κοιτάξω στα μάτια. Πάντα ήξερε τι νιώθω και δεν ήθελα να καταλάβει τι συμβαίνει. Πέταξα την τσάντα στο κρεβάτι μου και έβγαλα τα γυαλιά για να σκουπίσω τα δάκρυά μου. 

Τα χέρια μου έτρεμαν όσο προσπαθούσα να συγκρατήσω τον χείμαρρο συναισθημάτων που απειλούσε να ξεχυθεί και να ισοπεδώσει τα πάντα στο πέρασμά του. Η οργή και η λύπη με πλημμύριζαν. 

Πέταξα τα γυαλιά με δύναμη στο πάτωμα. Γρήγορα συνειδητοποίησα τι έκανα και έπεσα στα γόνατα να μαζεύω τα σπασμένα κομμάτια. Κατέληξα να έχω αγκαλιάσει το πρόσωπό μου με τα χέρια μου και να κλαίω. Τότε ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα.

 «Ελίνα, είσαι καλά; Ακούστηκε κάτι να σπάει.». 

Γρήγορα σηκώθηκα, σκούπισα τα δάκρυα από τα μάτια μου, μάζεψα τα σπασμένα κομμάτια των γυαλιών μου και έτρεξα στο κρεβάτι μου, να βγάλω τα βιβλία από τη τσάντα μου. 

«Ελίνα, αν δεν μου απαντήσεις θα μπω χωρίς την άδειά σου. Τις τελευταίες εβδομάδες φέρεσαι πολύ περίεργα και ανησυχώ.»

«Μπες!», φώναξα. 

Άνοιξε την πόρτα αργά και μπήκε μέσα. Απέφευγα να την κοιτάξω στα μάτια. Είδε τα σπασμένα γυαλιά στην άκρη και σίγουρα κατάλαβε ότι δεν έκανα τα μαθήματά μου. Έκατσε σε μια γωνίτσα το κρεβατιού μου και με ρώτησε, «Ελίνα, είσαι καλά;»

«Ναι μια χαρά. Γιατί ρωτάς;», της απάντησα τραυλίζοντας. 

«Από όταν ξεκίνησες το καινούριο σχολείο κλειδώνεσαι στο δωμάτιό σου με τις ώρες και ακούω αναφιλητά. Αυτό είναι το δεύτερο ζευγάρι σπασμένων γυαλιών. Πάντα τα λέγαμε όλα μεταξύ μας. Μήπως θα ήθελες να μου πεις τι συμβαίνει;». 

Δεν άντεξα. Άρχισα να κλαίω. Πέταξα το βιβλίο στην άκρη και της τα διηγήθηκα όλα από την αρχή. 

«Την πρώτη μέρα μπήκα στο σχολείο με λίγο άγχος. Μετακομίζουμε συνέχεια και πάντα πρέπει να αποχαιρετώ τους φίλους μου και να μην τους ξαναβλέπω ποτέ. Ήμουν λίγο επιφυλακτική. Μπήκα μέσα και ήμουν λίγο χαμένη. Ένα καλοντυμένο κορίτσι με πλησίασε και με χαιρέτησε. Ήμουν χαρούμενη που ήταν τόσο φιλική. Μου πρότεινε να με ξεναγήσει στο σχολείο.  Εγώ δέχτηκα με χαρά. Με πήγε κατευθείαν στην καφετέρια και τα περισσότερα παιδιά βρίσκονταν εκεί. Τότε, χωρίς να το περιμένω, μου έριξε τρικλοποδιά και έπεσα κάτω με έναν τρομερό γδούπο να ακούγεται σε όλη την αίθουσα. Όλα τα παιδιά γύρισαν και έσκασαν στα γέλια. Ένιωσα χάλια. Γύρισα να κοιτάξω εκείνη για συμπαράσταση, υποθέτοντας ότι το έκανε κατά λάθος, αλλά στο πρόσωπό της είχε σχηματιστεί ένα χαιρέκακο χαμόγελο. Ανέβηκε σε ένα τραπέζι και φώναξε, «Παιδιά από εδώ η νέα μου φίλη. Τη λένε γυαλαμπούκα και είναι πολύ πολύ ατσούμπαλη.». Όλοι στην αίθουσα γέλαγαν. Κατέβηκε κάτω και με πλησίασε. Εγώ είχα σηκωθεί και έτρεμα  καθώς με πλησίαζε. Γέλασε ειρωνικά και μου είπε, «Έλα να σε βοηθήσω.», πήρε τα γυαλιά μου και τα έσπασε. Έπνιξε ένα σατανικό γελάκι. Εγώ ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάματα αλλά ντρεπόμουνα. «Είναι δυνατόν να πίστεψες ότι κάποια σαν εμένα, την αρχηγό των μαζορετών, θα έκανα παρέα με κάποια σαν εσένα. Ένα κορίτσι με γυαλιά και ρούχα λες και τα πήρες από τα σκουπίδια. Ααα! Μήπως είσαι ρακοσυλλέκτρια;». Τα λόγια της με πλήγωσαν βαθιά πήγα να φύγω και με στρίμωξε. «Τι έγινε; Φεύγουμε να κλάψουμε σε καμιά γωνίτσα; Η μήπως πάμε στη μαμάκα;». Όλο το σχολείο γέλαγε. Την έσπρωξα και έφυγα. Δεν κάθισα στο σχολείο. Έφυγα και πέρασα την υπόλοιπη ώρα του υποτιθέμενου μαθήματος σε ένα καφέ λίγο πιο κάτω. Ένιωθα σαν σκουπίδι. Την επόμενη μέρα ήταν χειρότερα. Περπάταγα με το κεφάλι κάτω, ενώ τριγύρω μου με φώναζαν είτε ρακοσυλλέκτρια είτε γυαλαμπούκα και όλοι μου έλεγαν να γυρίσω πίσω στον κάδο όπου ανήκω. Μέχρι που με πλησίασε ένα αγόρι. Φώναξε σε όλους να μην μου μιλάνε έτσι και όλοι σώπασαν. Με έπιασε από το χέρι και μου ζήτησε συγγνώμη εκ μέρους όλων των παιδιών και ότι η Καντανς δεν είναι πάντοτε έτσι. Όλη την ημέρα την περάσαμε μαζί. Και την επόμενη. Ένιωθα πολύ ωραία. Είχε μεγάλη επιρροή στους άλλους καθώς ήταν ο αρχηγός της ομάδας του ράγκμπι. Κάναμε ωραία παρέα αν και κάποιες φορές δεν φερόταν πολύ καλά σε άλλα παιδιά. Την τέταρτη μέρα τον έπιασα να κλείνει ένα παιδί στο ντουλάπι του γιατί δεν του είχε κάνει τα μαθήματα. Την Παρασκευή με πήρε και με πήγε στην αίθουσα της μουσικής. Δεν ήταν κανείς εκεί. Με πήγε σε μια γωνίτσα και με πλησίασε επικίνδυνα. Τον ρώτησα τι έκανε και εκείνος δεν απάνταγε. Με πλησίαζε και με πλησίαζε και εγώ οπισθοχωρούσα. «Από την πρώτη μέρα που σε είδα μου άρεσες. Έβαλα την αδερφή μου να σε βασανίσει λίγο ώστε να είναι λίγο πιο εύκολο να σε προσελκύσω.», μου είπε. Γούρλωσα τα μάτια μου. Δεν το πίστευα αυτό. «Η Κάντανς είναι αδερφή σου!», φώναξα. Με πλησίασε και πήγε να με φιλήσει. Χωρίς να το πολυσκεφτώ τον χαστούκισα. Εκείνος έμεινε ακίνητος. Πήγα να φύγω και με έπιασε από το μπράτσο. Άρχισα να ουρλιάζω σαν υστερική. Παιδιά με άκουσαν και πλησίασαν και εκείνος κατευθείαν με έσπρωξε στον τοίχο και άρχισε να φωνάζει ότι είμαι λυσσάρα και ότι του ρίχτηκα. Όλα τα παιδιά κοίταζαν γουρλωμένα, όσο εκείνος έλεγε το θεατράκι του για το πόσο πολιτισμένα και ευγενικά μου φέρθηκε και το πώς του το ανταπέδωσα. Το γούρλωμα και το σάστισμα μετατράπηκε σε θυμό και άρχισαν όλοι να φωνάζουν ή να γελάνε μαζί μου. Ένιωθα χάλια. Από τότε όλοι κάθε φορά που μπαίνω στο σχολείο μου φωνάζουν ότι είμαι ξένη και δεν ανήκω εδώ.». 

Η μαμά μου με κοίταζε. 

«Κορίτσι μου τα πέρασες όλα αυτά και δεν μου είπες τίποτα; Όλα θα περάσουν μην ανησυχείς.». 

Έπεσα στην αγκαλιά της. Ένιωθα ασφάλεια εκεί. Ένιωθα ότι είχα απομακρυνθεί πολύ από αυτήν την αγκαλιά και ότι τίποτα και κανείς δεν θα μπορούσε να με πειράξει εκεί. Τώρα είχα έναν σύμμαχο, και ήξερα ότι όλα θα πήγαιναν καλά, ή μήπως όχι;…  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου