Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

Ο Ζαμπαντής στην Ύδρα

 Η δυναμική ομάδα του 1ου Δημοτικού Παπάγου επιστρέφει!

Ο αγαπημένος ήρωας ο Ζαμπαντής μετά από πολύμηνες διακοπές στη Βενετία είναι και πάλι εδώ.

Να και η πρώτη μας ιστορία

Συγγραφείς -εικονογράφοι:

Άγγελος Διαμαντόπουλος

Βασίλης Διαμαντόπουλος

Δέσποινα Κάντζαρη

Θάνος Λαλιώτης

Μυρτώ Μαθιουδάκη

Αντώνης Ρόμπος

Φίλιππος Σκαρόπουλος

Οδυσσέας Τσιούνης


 

Ο Ζαμπαντής στην  Ύδρα

- Το λιμάνι επιτέλους!

Ο Ζαμπαντής παρατήρησε ένα γνωστό τοπίο. Ένα ανοιχτόχρωμο λιμάνι, μπροστά από έναν γαλάζιο ουρανό και ένα πράσινο βουνό, με πολύχρωμες μονοκατοικίες στους πρόποδες του. Ήταν το τοπίο της  Ύδρας.



Περπάτησε μέχρι το ξενοδοχείο με τη βαλίτσα του. Άλλη φορά θα πάρω ταξί, σκέφτηκε. Είχε έρθει άρον άρον με το πλοίο από τη Βενετία, ένα ταξίδι που είχε πάει τον Οκτώβρη ώστε να ξεκουραστεί από τις συνεχόμενες συναρπαστικές αλλά και εξαντλητικές περιπέτειες. Εκείνο το μεσημέρι βγήκε για φαγητό σε μια ταβέρνα στην ακρογιαλιά, όπου συνάντησε τον ψαρά Κορέξτα, έναν παλιό του φίλο.

-Πού ‘σαι Ζαμπαντή, καιρό έχεις να ‘ρθεις σε τούτο το νησί!

- Γεια χαρά Κορέξτα. Τι χαμπάρια; Πώς πάει η δουλειά;

-15 ψάρια την ημέρα! Λίγο πάνω… λίγο κάτω…

- Βλέπω τυχερός φαίνεσαι τελικά και φέτος, καμία σχέση με πριν 3 χρόνια! ο Ζαμπαντής χαμογέλασε. Γεια τώρα, πρέπει να φεύγω…



Ο Κορέξτας τον σταμάτησε.

- Για πού;

- Για την ταβέρνα. αποκρίθηκε ο Ζαμπαντής

- Ποια ταβέρνα μου λες; ρώτησε ο Κορέξτας γελώντας. Εδώ, έχω τα καλύτερα ψάρια! Από το φορτηγό μου θα σου φέρω την καλύτερη τσιπούρα που ψάρεψα εχθές!

Ο Κορέξτας σηκώθηκε, αφήνοντας μια ηχηρή σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα. Μεμιάς πρόσφερε ένα ψάρι στον Ζαμπαντή.

-  Καλύτερο από μια ταβέρνα ολόκληρη! ψιθύρισε

  Ο Ζαμπαντής αποχαιρέτησε τον φίλο του τον ψαρά και αναχώρησε για το ξενοδοχείο, καθώς ο λαμπερός ήλιος έλουζε ασταμάτητα τα καταγάλανα νερά του Μυρτώου πελάγους.

 Ωραίο και το τοπίο της Ύδρας , αλλά ήταν η ώρα που ο Ζαμπαντής αναπάντεχα θα εμπλεκόταν σε μια νέα περιπέτεια… Καθώς λοιπόν καθάριζε λαίμαργα την τσιπούρα, παρατήρησε  κοντά στην ουρά κάτι να γυαλίζει, που έμοιαζε μεταλλικό. Το τράβηξε με περιέργεια. Ήταν ένα ασημένιο φανταχτερό κλειδί, με μυτερές άκρες, και πάνω του χαραγμένη μια διεύθυνση. Ο Ζαμπαντής το πλησίασε στο παράθυρο για να δει καλύτερα κάτω από το φως του ηλίου. Οδός Ζαμπαντελά 18. Για αυτό προσπαθούσε ο Κορέξτας να με πείσει να αγοράσω το ψάρι. σκέφτηκε

Κατέβηκε βιαστικά τη σκάλα του ξενοδοχείου με το κλειδί στα χέρια. Σύντομα βρέθηκε στο κέντρο του νησιού, παίρνοντας ταξί. Μόλις βρέθηκε στην οδό, εντυπωσιάστηκε με την ποιότητα του κάθε κτηρίου και διαμερίσματος. Μονάχα ένα πέτρινο σκαλισμένο σπίτι είχε μια όψη εγκαταλελειμμένου... Και αυτό έτυχε να ‘ναι το σπίτι αριθμός 18. Σύμπτωση; Όχι βέβαια…

Ο Ζαμπαντής ξεκλείδωσε επιφυλακτικά. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν ερειπωμένο. Σοβάδες απ’ το ταβάνι είχαν πέσει στον διάδρομο, καθώς και παλιά αντικείμενα σπασμένα, σκεπασμένα με χώμα. Παγωνιά επικρατούσε εκεί, σε αντίθεση με όλο το υπόλοιπο νησί. Ο αέρας περνούσε από τα σπασμένα τζάμια, αφήνοντας ένα δυνατό σφύριγμα.

Το σαλονάκι ήταν αρκετά μικρό, με μια ξύλινη βιβλιοθήκη στο πλάι. Αξιοσημείωτη πληροφορία είναι πως ήταν η μόνη που δεν υπέστη καμία μικροκαταστροφή. Έμοιαζε τοποθετημένη πρόσφατα, καθώς και τα στοιβαγμένα βιβλία της ήταν πρόσφατα γραμμένα. Ο Ζαμπαντής παρ’ όλα αυτά έκανε το λάθος να ανεβεί τη στριφογυριστή σκάλα που βρισκόταν στην άκρη του σαλονιού, μόνο για να δει ένα απίστευτο θέαμα. Ένα ολοσκότεινο δωμάτιο, με μόνο ένα μικρό παράθυρο από το οποίο έμπαινε λιγοστό φως, μόνο για να είναι σίγουρο πως δεν βρίσκεσαι στο κενό, και ένα άγαλμα στην άκρη. Ποιος θα τοποθετούσε στο δωμάτιό του ολόκληρο άγαλμα; σκέφτηκε ο Ζαμπαντής προτού συνειδητοποιήσει πως η μορφή επρόκειτο για ένα πλάσμα ζωντανό. Και ποιος άλλος θα έμενε σε τέτοιο σκοτάδι εάν όχι ο Μεγάλος Εφιάλτης, ή αλλιώς Κόμης Δράκουλας.

Ο Ζαμπαντής μέχρι στιγμής είχε βρεθεί σε πολυάριθμες περιπέτειες. Όμως όταν βρίσκεσαι απέναντι στο πιο μοχθηρό, άσπλαχνο πλάσμα της Ελλάδας, ίσως και της Γης, το βιώνεις διαφορετικά. Δεν παλεύεις μόνο για τη φήμη σου, αλλά και για τη ζωή σου την ίδια! Το τέρας ζύγωνε όλο και πιο πολύ. Ο Ζαμπαντής έμεινε ακίνητος, μέχρι που εμφανίστηκε στο ευφυές μυαλό του μια καταπληκτική ιδέα. Όλοι οι δράκουλες φοβούνται το φως του ηλίου, αλλά και τη φωτιά. Άνοιξε γρήγορα την ταξιδιωτική τσάντα του, στην οποία υπήρχαν διάφορα βιβλία για τη Βενετία και την Ύδρα, γυαλιά ηλίου και ένας μεγεθυντικός φακός για να διαβάσει καλύτερα επιγραφές εάν τύχει και επισκεφθεί ένα μουσείο. Άπλωσε το χέρι και τοποθέτησε τον μεγεθυντικό φακό μπροστά στο μικροσκοπικό παράθυρο, καθώς οι ηλιακές ακτίνες μετατρέπονταν σε σπίθες…




Για ακόμα μια φορά, ο Ζαμπαντής κατάφερε να εκτελέσει μια αποστολή. Κι εκεί θα τελείωνε η περιπέτεια, εάν ο Κόμης Δράκουλας δε είχε αιχμαλωτίσει τον Φρειδερίκο, έναν νέο στην ηλικία του Ζαμπαντή περίπου, που προσπάθησε να αιφνιδιάσει το τέρας με πολεμικές τέχνες.

Ο Φρειδερίκος ευχαρίστησε τον Ζαμπαντή και του πρόσφερε ένα κομμάτι κολοκυθόπιτα σαν αντάλλαγμα. Αυτό που δεν γνώριζε όμως ο ήρωας, ήταν πως το ίδιο γλύκισμα το κέρναγε ο Κόμης στα θύματά του για να πάρουν το μέρος του προτού τους αιχμαλωτίσει, καθώς είχε μέσα φάρμακο το οποίο είχε δανειστεί από τη μάγισσα Μελάνη. Το ίδιο συνέβη και στον Ζαμπαντή. Αλλά ο Φρειδερίκος το εκμεταλλεύτηκε αλλιώς. Αρχικά, τον είχε ως υπηρέτη του, να του σερβίρει, να τον δωροδοκεί. Όταν όμως την επόμενη μέρα, τον έστειλε να εκτελέσει μια αποστολή εκ μέρους του, άλλαξε εντελώς η τροπή των εξελίξεων, και ο Φρειδερίκος το μετάνιωσε για μια στιγμή και μόνο που το ζήτησε.

Ο Ζαμπαντής ανέλαβε να πιάσει τον Σκαμίτη, τον καλύτερο αστυνομικό της Ύδρας, ο οποίος είχε κατορθώσει να λύσει την πιο δυσεπίλυτη υπόθεση, επειδή κυνηγούσε τον Φρειδερίκο, καθώς καταζητούταν. Δε θα θεωρούταν ο πιο επιδέξιος αστυνομικός εάν για την σύλληψή του δεν χρειαζόταν να τραβήξεις τον ταύρο από τα κέρατα! Γνώριζε καλά την εργασία που επέλεξε. Παρ’ όλες τις παγίδες που έστησε ο Ζαμπαντής, σίγουρος για τον εαυτό του, είχε παραμελήσει να του αποσύρει τον ασύρματο! Ένα τέτοιο «μικρό λάθος» ήταν όμως ο λόγος που αποκαθίσταται η ηρεμία και η γαλήνη στο νησί.

Ένα σούρουπο που ο αστυνομικός Σκαμίτης βρισκόταν κλειδωμένος σε έναν μακρόστενο, θεοσκότεινο χώρο, αποφάσισε πως ήρθε η ώρα. Σε πέντε λεπτά που ο Ζαμπαντής θα ερχόταν για να ελέγξει εάν βρισκόταν ακόμη εκεί και δεν είχε δραπετεύσει, τότε θα έκανε την ανακοίνωση.

-Θα πάρω το μέρος σας, δήλωσε. Αλλά μονάχα υπό έναν όρο. Θα με αφήνετε να αγοράζω μπαρμπούνια απ’ τον ψαρά.

- Είναι ερώτηση αυτή; Αν είναι να μας υπερασπιστείς, τότε να τα ‘χεις τα μπαρμπούνια!

Το ύφος του Ζαμπαντή φάνηκε πιο ευχάριστο, αλλά σταδιακά μετατράπηκε σε βλοσυρό, απαιτητικό.

- Εάν τα αποκτήσεις σήμερα, απ’ αύριο θα μου φέρεις τους συναδέρφους σου, να τους μιλήσω!

Αυτά είπε κι έκλεισε δυνατά την πόρτα μονολογώντας. Ο Σκαμίτης, φυσικά, είχε ένα σχέδιο. Τηλεφώνησε τον ψαρά Κορέξτα μέσω ασύρματου. Του ζήτησε μόνο να παραδώσει ένα μπαρμπούνι «ειδικό» όπως το αποκαλούσε. Ο ψαράς, λες και το διάβασε τη σκέψη, κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε. Και καθώς πρόκειται για προνοητικό άτομο, είχε δημιουργήσει ένα αντικλείδι από τη συσκευασία αλουμινένιας κονσέρβας, που είχε δημιουργήσει για περίπτωση ανάγκης και τοποθετήθηκε μέσα στο μπαρμπούνι με δελεαστική όψη.  

Όταν ο Σκαμίτης επισκέφθηκε τον ψαρά, δεν χρειαζόταν καν το αντικλείδι. Ο Ζαμπαντής, που τον παρακολουθούσε, μόλις αντίκρισε τον ψαρά απέναντί του, ξαφνικά τα θυμήθηκε όλα. Το φάρμακο της κολοκυθόπιτας είχε πλέον λήξει. Τον είχε πληροφορήσει τον Κόμη δράκουλα η Μελάνη πως δεν θα διαρκούσε παντοτινά. Όταν κάποιος γνωρίσει έναν άνθρωπο, παλιό του φίλο, που δεν υποστηρίζει τον δράκουλα, λήγει. Ο Ζαμπαντής τα αφηγήθηκε όλα στον Κορέξτα, λέξη προς λέξη. Ο ψαράς έμεινε άναυδος.

- Βλέπω τα κατάφερες!

Ο Ζαμπαντής κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.

-Να σε ρωτήσω όμως, για ποιον λόγο με έστειλες σ’ αυτήν ην περιπέτεια;

-Διότι το γνώριζα, ήμουν σίγουρος. Αλλά είχα πληροφορήσει και τον αστυνόμο καλού κακού. Βλέπεις, φιλαράκο πως τούτη τη φορά δεν έσωσες έναν, ούτε δύο, έσωσες εκατομμύρια! Πρέπει να το παραδεχτώ, Ζαμπαντή, είσαι πια ανερχόμενο αστέρι!

-Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια… Αρκεί να μη γεμίσει η καθημερινότητά μου με περιπέτειες, υποτίθεται πως ήρθα εδώ για την αναχαίτησή τους!

Έτσι, οι τρεις φίλοι, κάθισαν σε μια ξαπλώστρα στην ακρογιαλιά και συζητήσανε, γελάσανε, πέρασαν ευχάριστα την ώρα τους. Κι όσο για τον Φρειδερίκο, ενώ ο αστυνόμος επιχείρησε να τον συλλάβει, ο Ζαμπαντής τον κέρασε κολοκυθόπιτα «αντίδοτο», μια συνταγή που του εμπιστεύτηκε τον καιρό  που θεωρούταν υπηρέτης του.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου