Είναι από τα πιο ταλαντούχα παιδιά που έχω γνωρίσει. Ο Μάρκος Γκριμμ είναι μαθητής μου στο εργαστήρι συγγραφής στην Αστράμαξα. Γράφει απίθανες ιστορίες στο τετράδιό του και του ζήτησα να τις περάσει και στον υπολογιστή για να τις μοιραστώ μαζί σας
Ιδού λοιπόν η πρώτη
Γαβ
τα λέμε!
Ακούστε τί μου συνέβη! Είχα βγει βόλτα
στα σοκάκια και είχα μυρίσει τον κάθε θάμνο. Είχα ρίξει και έναν κάδο
απορριμάτων στα νερά της αποχέτευσης. Μέχρι που αντίκρισα μία σκοτεινή, βρόμικη
γειτονιά. Περιηγήθηκα γρήγορα ανάμεσα σε εγκαταλελειμμένα σπίτια. Εδώ μέσα δεν
τόλμησα να τρέξω στα δέντρα. Συνέχισα.
Ξαφνικά, μέσα στο σκοτάδι άκουσα φωνές.
«Αν δεν μου δώσετε τα λεφτά, θα χαθεί.» Ο άντρας που διέκρινα σήκωσε το χέρι
και πυροβόλησε. Πλησίασα και είδα δύο σώματα στο κρύο πάτωμα. Μουρμούρισα κάτι,
και άξαφνα το ένα σώμα ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω του σαν να μην ήξερε τίποτα
πια. Κατάλαβα ότι ο ένας είχε απλά λιποθυμίσει. Αναγνώρισα ότι αυτοί οι δύο
πεσμένοι ήταν μέλη της αριστοκρατικής, πλούσιας οικογένειας με το μεγαλοπρεπές
αρχοντικό.
Την ίδια στιγμή, ο κύριος Χάμιλτον
θρηνούσε τον χαμένο γιο του. Κρίμα γι’ αυτό το καλόκαρδο παλικάρι. Λάτρευε τα
ζώα και τα φρόντιζε πάντα.
Αργότερα, βρέθηκα στο αναπαυτικό κρεβάτι
μου, αλλά στριφογύριζαν πολλά ερωτήματα στο κεφάλι μου. Ποιός ήταν ο δολοφόνος
του δεκαπεντάχρονου παιδιού; Ποιός ήταν ο σκοπός της δολοφονίας και πού
βρίσκονταν οι δράστες? Το επόμενο πρωί ξύπνησα έτοιμη να λύσω το μυστήριο, αλλά
από πού να άρχιζα άραγε? Θα μπορούσαν να βρίσκονται σε όλον τον κόσμο!
Αποφάσισα να επισκεπτώ πρώτα το κρεοπωλείο του κύριου Μίτσου. Εκεί μου έδωσαν
μία μοσχομυριστή μπριζόλα. Κίνησα για τη σκυλοκατοικία μου, όπου έπεσα
εξουθενωμένη στο κρεβάτι μου.
Κατά το βραδάκι ξεμύτισα αθόρυβα από την
κάμαρά μου. Βιαζόμουν να φτάσω στον τόπο του εγκλήματος. Έτσι, δυστυχώς
αναγκάστηκα να μην μυρίσω κανένα φυτό. Έφτασα στον προορισμό μου, περίμενα δύο
λεπτά και άκουσα ξανά τη γνώριμη φράση με τα χρήματα. Ο ήχος ενός πυροβολισμού
αντιλάλησε τρομαχτικά σε ολο το σοκάκι. Πλησίασα, και τί να δώ! Αυτή τη φορά
αναγνώρισα αμέσως το πτώμα, ήταν ο τσιγκούνης άντρας με τα αμέτρητα χρήματα που
έμενε σε μια πανέμορφη βίλα. Ο εγγονός του τώρα έκλαιγε και σύντομα γέμισε
δάκρυα το ακίνητο σώμα. Έτρεξα μακριά, επειδή δεν άντεχα άλλο τους θανάτους και
ήθελα να συλλογιστώ με άδειο κεφάλι.
Τη νύχτα αποφάσισα να πάω στο σημείο, στο
οποίο άρχισαν όλα. Γι’ αυτό όμως, έπρεπε να είμαι ξεκούραστη. Κοιμήθηκα μέχρι
το απόγευμα και ύστερα κατευθύνθηκα προς το συνηθισμένο, καταραμένο σοκάκι. Δεν
άργησε να ακουστεί ο γνώριμος πυροβολισμός, και αυτή τη φορά άκουσα και δύο
φράσεις περίεργες. Όπως πάντα έτρεξα να δω τι
συνέβη. Και πάλι το πτώμα
ήταν μια πλούσια και εύπορη οικογένεια. Η οικογένεια Milters κατείχε πολλά κοσμήματα διαφόρων
σχημάτων και μεγεθών, κρεμασμένα στους τοίχους.
Η μητέρα έχτιζε έναν τάφο για τον νεκρό
σύζυγο, κλαίγοντας.
Όταν έφτασα σπίτι, κοιμήθηκα. Ξαφνικά
ανασηκώθηκα, επειδή μου είχε έρθει μια ιδέα πώς να ανακαλύψω την αλήθεια. Την
επόμενη νύχτα έτρεξα ξένοιαστη στον τόπο της παρανομίας. Μόλις αντίκρισα τον ύπουλο
άντρα πήδηξα πάνω του, δαγκώνοντας το γόνατό του. Ακούστηκαν κραυγές πόνου και
ανακούφισης. Ο κακοποιός ήταν κουκουλωμένος με ένα κατάμαυρο παλτό, το πρόσωπο
καλυμμένο από μια σκοτεινή μάσκα. Του την έβγαλα, και έμεινα αποσβολωμένη.
Ο υπεύθυνος όλων αυτών των καταστάσεων
αποκαλύφθηκε ότι ήταν ο κρεοπώλης που παρίστανε τον καλόκαρδο. Με κοίταξε με
μια δολοφονική ματιά και προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά εγώ τράβαγα ακόμα πιο
δυνατά. Τσίριξε και μετά μουρμούρισε „όλα θα ήταν μια χαρά αν δεν υπήρχε αυτό
το ενοχλητικό σκυλί!“. Παραδέχτηκε τα πάντα. Μας εξήγησε ότι το μαγαζί του πάντα
ήταν πολύ επιτυχημένο,
αλλά από την προηγούμενη εβδομάδα όλοι μιλούσαν άθλια για αυτό και δεν ερχόταν
κανείς. Γι’ αυτό άρχισε να εκβιάζει.
Έτσι έπαιρνε και εκδίκηση. Το ζευγάρι που μέχρι τώρα σώπαινε φώναξε: „Ήρθε η
ώρα να καλέσουμε την αστυνομία! Για να δούμε πώς θα αντιδράσουν όταν τους τα
εξηγήσεις όλα. Μπορεί να μπεις καμιά εικοσαριά χρόνια φυλακή. Δεν είναι μικρό
πράγμα αυτό.“ Το ζευγάρι σώπασε για μια ακόμη φορά. Επιτέλους κατέφθασαν οι
αστυνομικές δυνάμεις. Συνέλαβαν τον δολοφόνο και εκβιαστή. Οι δύο αγαπημένοι με
ευχαρίστησαν και έφυγαν για το σπίτι τους.
Τους έβλεπα να χάνονται στο βάθος. Τι υπόθεση ήταν πάλι αυτή?
αναρωτήθηκα.
Από εκείνη την ημέρα οι άνθρωποι μιλούν
για εμένα, επειδή έλυσα ένα από τα πιο περίπλοκα μυστήρια της χώρας.
Γαβ! Τα λέμε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου