Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Το δέντρο του Νικόλα: Με έμπνευση από τον Αντώνη Σαμαράκη



 Στο Εργαστήρι που ξεκίνησε την προηγούμενη εβδομάδα στο Χαλάνδρι, η πρώτη "αποστολή" των παιδιών που συμμετέχουν ήταν με έμπνευση από τα όσα είπαμε για το "Πεύκο του Σαμαράκη" να δημιουργήσουν μια ιστορία για ένα δικό τους δέντρο και να ζωγραφίσουν ένα δέντρο αφήνοντας τη φαντασία τους να ...καλπάσει.

Τα αποτελέσματα ήδη ξεπερνούν τις προσδοκίες μας

Εδώ δημοσιεύω τη δουλειά του Νίκου Μικελάκη 




ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ

 

Όσο πλησίαζαν στο χωριό η καρδιά του χτυπούσε όλο και πιο δυνατά.  Τα συναισθήματά του ανάμεικτα. Μια λύπη απλώνονταν στα μάτια του, μια πυκνή ομίχλη που συγκεντρώνονταν σ’ ένα δάκρυ στην άκρη του ματιού του. Είχαν περάσει τρία χρόνια από την τελευταία φορά που είχε έρθει στο χωριό. Ήταν και τότε Χριστούγεννα και είχαν κατέβει οικογενειακώς για να μαζέψουν τις  ελιές. Ο παππούς ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τις γεωργικές εργασίες. Δεν είχε κλίσει τα δέκα και για πρώτη φορά στη ζωή του είχε την ικανοποίηση να κάνει ό,τι και οι μεγάλοι. Ράβδιζε τις ελιές, τα πιο κάτω κλαριά που μπορούσε να φτάσει, βοηθούσε να μαζέψουν τα δίχτυα, ετοίμαζε το κολατσιό μαζί με τη μαμά του.

Το δάκρυ κύλισε σαν θυμήθηκε τη μεγάλη ελιά έξω από το πατρικό. « Το δέντρο αυτό υπήρχε πριν έρθουμε εμείς εδώ, και θα υπάρχει αφού φύγουμε. Ο παππούς του προπάππου μου ο καπετάν Νικόλας  την πρωτοκλάδεψε. Όμως ήταν πιο μεγάλη σε ηλικία και από εκείνον. Αν είχε μιλιά ποιος ξέρει τι ιστορίες θα είχε να μας αφηγηθεί. Πόσα έχουν δει τα φύλλα της, πόσες γενιές έχουν θρέψει οι ελιές της». Αυτά του είχε πει όταν είχαν πάει να μαζέψουν την ελιά του κήπου. Όταν είχε ρωτήσει τον παππού του αν ο καπετάν Νικόλας είχε δικό του καράβι του είπε ότι ουδέποτε είχε μπει σε πλοίο. Ήταν οπλαρχηγός στην Κρητική επανάσταση και ζούσε στα βουνά σαν τους κλέφτες πολεμώντας τους Τούρκους. Αυτά θυμόταν και ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα.  

Στη θύμηση του δέντρου του παππού Νικόλα, η καρδιά του χτυπούσε ακόμα πιο γρήγορα. Έκλεισε τα μάτια του για να το ζωγραφίσει όπως το θυμόταν. Ο κορμός της ελιάς ήταν μεγάλος και οι ρίζες της σαν πλοκάμια ενός μυθικού θεριού απλώνονταν μέχρι τον φράκτη. Το φύλλωμα, καταπράσινο, πυκνό έκρυβε τον ουρανό. Ο ίσκιος της  απλώνονταν μέχρι τη μέση του κήπου. Γι’ αυτό και τα καλοκαίρια μπροστά της έστηναν το τραπέζι για τα κυριακάτικα τραπεζώματα. «Πόσο χρονών να είναι άραγε; Ποιος άλλος θα μπορούσε να απαντήσει, μόνο εκείνη;», σκέφτηκε.  

Το αμάξι πήρε κλίση από την απότομη στροφή. Είχαν μπει στον χωματόδρομο που θα τους οδηγούσε στο κτήμα. Έγειρε από το κάθισμά του και κοίταξε μακριά. Μπορούσε να δει το σπίτι, τον μεγάλο κήπο με τις πορτοκαλιές, τις λεμονιές, τις κυδωνιές. Όσο πλησίαζαν μια αγωνία τον κυρίεψε. Δεν έβλεπε το δέντρο του παππού Νικόλα. Πώς είναι δυνατόν να κρύβεται από τα άλλα δέντρα, η «αιωνόβια ελιά», όπως την έλεγε; Και αν κάποιος την έκοψε; Το κτήμα το είχε αναλάβει ένας γείτονας που είχε το διπλανό λιόφυτο. Αν πέθανε και εκείνο όπως ο παππούς του; Όχι αυτό δεν θα μπορούσε να το αντέξει. Αυτό το δέντρο ήταν οι αναμνήσεις όλων των παππούδων, του δικού του, του μπαμπά του, του παππού του. Η ελιά του καπετάν Νικόλα υπήρχε πριν από εκείνον και έπρεπε να υπάρχει και μετά από αυτόν. Το είχε πει ο παππούς και έτσι πρέπει να είναι. «Αυτή είναι η τάξη των πραγμάτων», του είχε πει, «και έτσι πρέπει να μείνει. Η ελιά αυτή είναι η μάνα και ο πατέρας μας. Είναι η οικογένειά μας. Το σπιτικό μας». Πριν παρκάρουν ησύχασε βλέποντας την ελιά να παραστέκει μόνη στην άκρη του κήπου. Αν ήταν άνθρωπος θα ήταν χλωμή, γερασμένη, στενοχωρημένη σαν την γιαγιά, που τους περίμενε στην εξώπορτα. Το φύλλωμα της το είχαν κλαδέψει, ο μεγάλος ίσκιος της υπήρχε μόνο μέσα του. «Μπαμπά τι έπαθε η ελιά; Γιατί της έκοψαν τα κλαριά;»

«Αρρώστησε βαριά και έπρεπε να το κάνουν. Μέχρι του χρόνου θα έχει πάλι πυκνώσει.»

«Αρρωσταίνουν και τα δέντρα;»

«Τα δέντρα είναι όπως και οι άνθρωποι. Όλα τα πράγματα στη φύση υπόκεινται στο νόμο της φθοράς.»

«Μα η ελιά αυτή είναι υπερήλικη.! Έχει νικήσει τον χρόνο, τον θάνατο!»

«Αν δεν την φρόντιζε ο κύριος Ηλίας τώρα θα την κλαίγαμε… Και να ήταν μόνο αυτή η ελιά; Ξέρεις πόσα  εκατομμύρια τέτοιες  ζωές χάνονται κάθε χρόνο από πυρκαγιές, την υλοτομία, αρρώστιες και αλόγιστη χρήση; »

Σιώπησε. Κοίταζε τις ρίζες της ελιάς και μια βαθιά θλίψη ρίζωσε μέσα του.

«Και όχι τίποτα άλλο, μαζί με αυτά θα πεθάνουμε και εμείς».

 «Και από τι αρρώστησε μπαμπά;»

«Από το μάτι του παγωνιού…»

«Το μάτι του παγωνιού; Τι σημαίνει αυτό;»

«Αυτά θα σου τα πει καλύτερα η γιαγιά σου….»

«Αγάπη μου  γλυκιά….Kαλώς ορίσατε…. Σαν κουρασμένος μου φαίνεσαι Νικόλα…»

 

Κοίταξε από το παράθυρο τον χειμωνιάτικο ήλιο. Η ζέστη του γλυκιά σαν την μάλλινη κουβέρτα που σκεπάστηκε το βράδυ. Είχε συνηθίσει τα παπλώματα, όμως η ζεστασιά του  χνουδωτού μαλλιού θύμιζε χάδι, αγκαλιά. Ο μπαμπάς είχε πάει με τη γιαγιά να κλείσουν εργάτες για το μάζεμα. Αύριο κιόλας θα ξεκινούσαν. Ανυπομονούσε, όπως τότε τρία χρόνια πριν. Πήρε το κινητό του και βγήκε έξω. Κατευθύνθηκε στην ελιά του καπετάν Νικόλα. Ήθελε να την αγκαλιάσει και να κλάψει πάνω της. Όμως ήταν πολύ μεγάλος για τέτοιους μελοδραματισμούς. Ξάπλωσε ανάμεσα στις ρίζες της και με το κινητό έβγαζε φωτογραφίες τον ουρανό μέσα από τα φύλλα της. Παιχνιδίσματα του φωτός και της σκιάς...

Ανάμεσα στις σκιές ξεπρόβαλε ένα παιδί. Ήταν μελαχρινό με μεγάλα μάτια και φουντωτά μαλλιά. Φορούσε μια μάλλινη φθαρμένη ζακέτα και ένα κοντό παντελόνι. Φαινόταν ταλαιπωρημένο, φτωχό. Μόλις τον είδε με το κινητό στο χέρι κοντοστάθηκε και σήκωσε ψηλά τα χέρια.

«Μην με σκοτώσεις, λυπήσουμε…»

«Γιατί να σε σκοτώσω; Με τι να σε σκοτώσω;»

«Με αυτό που κρατάς; Τι είναι αυτό;»

«Κινητό, τι δεν καταλαβαίνεις;»

«Και δεν σκοτώνει;»

«Αυτό ίσως είναι το μόνο που δεν μπορεί να κάνει… Μα δεν έχεις ξαναδεί κινητό;»

«Ξέρω μόνο μια στρογγυλή μηχανή που την πετάς και βγάζει φωτιές».

Τον έπιασαν τα γέλια. Ώστε νόμισε ότι ήταν χειροβομβίδα…

«Όχι δεν είναι χειροβομβίδα….  Όμως πως από εδώ; Πώς μπήκες; Πού μένεις;»

«Εκεί πίσω στην καλύβα…»

Όσο τον κοίταζε προσπαθούσε να σκεφτεί. Μα στην αποθήκη δεν μπορεί να ζήσει κανείς; Είναι τόσο μικρή και γεμάτη πανιά, πιθάρια και εργαλεία. Πώς μπορεί να μένει εκεί;, σκέφτηκε.

«Μένεις μόνος σου; Η γιαγιά μου το ξέρει; Αυτή σε φιλοξενεί;»

«Μπορείς να το πεις και έτσι… Χαίρομαι που σε βλέπω. Συνήθως κάθομαι μόνος κάτω από την ελιά και ακούω τις ιστορίες της. Αυτή είναι η μόνη μου παρέα»

Όσο μιλούσε τον πρόσεξε περισσότερο. Είχε μια λάμψη το χλωμό πρόσωπό του που έβγαινε από τα μάτια. Η φωνή του ήταν εφηβική. Θα μπορούσε να είναι στην ηλικία του. Είχε και αυτός ένα λεπτό χνούδι πάνω από τα χείλη του. «Πολύ ονειροπαρμένος είναι αυτός εδώ!» σκέφτηκε.

«Μάλλον φαντάζεσαι τις ιστορίες να υποθέσω. Μιλάς με τον εαυτό σου. Γιατί τα δέντρα δεν είναι άνθρωποι να μιλούν, έτσι δεν είναι;»

«Πώς όχι; Οι ρίζες είναι τα πόδια τους και τα κλαριά η αγκαλιά τους. Στα λεπτά φύλλα τους κρατούν όλες τις εικόνες, τις μυρωδιές, τα φεγγάρια και τους περαστικούς που περνούν. Πώς δεν το ξέρεις;»

«Και εσύ πώς το ξέρεις;»

«Μα μου το έχει πει ο καπετάν Νικόλας;»

«Ποιός είναι αυτός πάλι ;» ρώτησε κάνοντας τον σαστισμένο. Προσπάθησε να κρύψει την ταραχή του. «Πώς θα μπορούσε να ξέρει τον παππού του προπάππου του παππού μου;» μονολόγησε μέσα του.

«Τον καπετάν Νικόλα τον ξέρουν όλοι στο χωριό. Μόνο άγαλμα δεν του έχουν κάνει ακόμα. Στα νιάτα του ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Μπορούσε να βρει το δόξα πατρί και με κλειστά μάτια».

«Άρα οι χωριανοί στο είπαν, έτσι δεν είναι;»

«Όχι μπερδεύτηκες. Η ελιά μου το είπε. Και να ήταν το μόνο…Μπορώ να ξαπλώσω δίπλα σου; Με θες;»

Του έγνεψε με μια κίνηση του κεφαλιού. Με την άκρη του ματιού του κοίταξε τον κορμό της ελιάς ρυτιδιασμένο, άνυδρο, γερασμένο…σαν ένα γέρικο χέρι αδυνατισμένο που οι φλέβες σκουρόχρωμες πετιούνται έξω από το δέρμα. Ένα ρίγος τον κυρίεψε…

«Πώς το κάνεις αυτό να σου μιλάει η ελιά; Θα σου μιλήσει και τώρα μαζί μου;»

«Γιατί όχι; Αρκεί εσύ να την ακούσεις.»

«Τι πρέπει να κάνω δηλαδή;»

«Σιωπή. Αυτό και τίποτα άλλο. Αυτό που κρατάς γιατί σφυρίζει συνέχεια; Τι έπαθε, χάλασε;»

«Όχι, όχι…είναι ενημερώσεις…»

«Αν θες να ακούσει κάνε κάτι, κλείστο!»

Με μηχανικές κινήσεις απενεργοποίησε το κινητό και σύρθηκε δίπλα του. Οι ώμοι τους σχεδόν ακουμπούσαν, όμως ο Νικόλας  ήταν ψηλότερός του. Ίσως τον περνούσε ένα δυο χρόνια.

«Τώρα κλείσε τα μάτια σου και συγκεντρώσου σε κάτι φυσικό. Προχθές που ήρθα τελευταία φορά είχε ένα βοριαδάκι που ψιθύριζε ανάμεσα στα φύλλα. Όλες μου οι αισθήσεις ακολουθούσαν τον άνεμο και μετά από κάμποση ώρα μού μίλησε».

Τον άκουγε με δυσπιστία, ωστόσο εκείνος μιλούσε πολύ σοβαρά.

«Λοιπόν θα κάνεις ό,τι κάνω εγώ. Θα κλείσεις τα μάτια και θα συγκεντρωθείς στον ήλιο που χτυπά τα πρόσωπά μας. Νιώσε τη ζεστασιά του σε όλο σου το κορμί…Το κατάλαβες;»

«Ό, τι πεις.»

Του φαινόταν περίεργο να κάνει ό,τι του λέει ένας μικρότερός του, όμως τον άκουσε γιατί φαινόταν πιο ώριμος. Μιλούσε σαν μεγάλος. Πέρασε κάμποση ώρα χωρίς τίποτα να έχει συμβεί. Δεν μπορούσε να σκεφτεί πόση όμως. Ο χρόνος είχε σιωπήσει και αυτός.

«Κουρνιάσατε  να ζεσταθείτε πουλάκια μου; Όμορφος ο ήλιος, όμως καλή και η βροχή. Σε δροσίζει, σε τρέφει, σε δυναμώνει… Όμως και η βροχή πια, όπως και ο ουρανός, το χώμα, όλα έχουν βρωμίσει! Δηλητήριο στάζει το νερό, πικραίνεται το χώμα. Μυρίζει πετρέλαιο…»

«Είναι από τα εργοστάσια που άνοιξαν στην περιοχή…Χθες που χάζευα από ψηλά τα μέτρησα. Μπορεί να είναι πάνω από δέκα».

«Να ταν μόνο αυτό. Είναι και τα φάρμακα, ο Θεός να τα κάνει! Σκέτο δηλητήριο είναι που στο τέλος το τρώτε εσείς.»

«Για τα λιπάσματα λες καπετάν Νικόλα; Ναι έχεις δίκιο.

«Μέρα με τη μέρα η γη στεγνώνει, σπάει σε χίλια κομμάτια. Το σώμα της το τρέφουν λύματα, το δηλητήριο των ανθρώπων. Πικραίνεται η γη και πικρίζουν και οι καρποί.»

Τους άκουγε να μιλούν και δίσταζε να ανοίξει τα μάτια. Ώστε ήταν αλήθεια όσα του έλεγε ο μικρός.

«Από αυτό αρρώστησες και εσύ; Ο μπαμπάς είπε ότι είχες «το μάτι του παγωνιού»», έτσι δεν είναι;», ρώτησε δειλά το γέρικο δέντρο. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι του μίλαγε.

«Έτσι είναι. Στην αρχή είχα κάποια ασπραδάκια στα φύλλα…και μια μέρα ξύπνησα με χίλια μάτια, όσο και τα φύλλα μου. Μάτια ολοστρόγγυλα σαν του παγωνιού;»

Όπως τα είπε ο μπαμπάς, σκέφτηκε. Δεν μίλησε. Έκλεισε τα μάτια του πιο σφικτά να τον ακούσει.

«Μακάρι όλες οι αρρώστιες μας να είναι τέτοιες. Ακόμα και τον ουρανό πότισαν δηλητήριο οι άνθρωποι. Το άρωμα από τους λεμονανθούς πνίγηκε στους καπνούς. Και να ήταν μόνο τα εργοστάσια! Οι φωτιές είναι το χειρότερο. Όποτε φυσάει, έχω αρχίσει να φοβάμαι για τη ζωή μου. Πριν μερικά χρόνια κοκκίνισε ο τόπος από τη φωτιά που είχε κατασπαράξει όλο τον απέναντι λόφο. Ακούστηκε ότι τη φωτιά την έβαλαν άνθρωποι για να χτίσουν ξενοδοχεία και βίλες. Αυτά δεν γινόντουσαν παλιά… Ο  άνθρωπος μας αγαπούσε, μας πόναγε. Τώρα  ξαφνικά όλοι τους έγινα θεοί και κάνουν ό,τι τους νομίσει καλύτερο για τους ίδιους. Όμως οι πράξεις είναι σαν τον σπόρο που φυτρώνει και δίνει καρπούς. Όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες, λέγαμε στην εποχή μου. Όταν όμως το καταλάβετε θα είναι αργά…»

«Νικόλα που είσαι;», φώναξε η γιαγιά, διακόπτοντας την συζήτηση.

«Μισό γιαγιά έρχομαι…. Σε ένα λεπτό επιστρέφω…συγνώμη.»

Περίμενε για μερικά δευτερόλεπτα με κλειστά  μάτια για να μην φύγει η φωνή του δέντρου. Φοβόταν ότι αν τα ανοίξει όλα θα έχουν χαθεί.

 

Νίκος Μικελάκης

 


  

1 σχόλιο: