Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Τα δικά μας δέντρα: Με έμπνευση από το Πεύκο του Αντώνη Σαμαράκη

 Στο πλαίσιο του εργαστηρίου με αφορμή το έτος Σαμαράκη που πραγματοποιείται στο Αετοπούλειο του Δήμου Χαλανδρίου, ζητήσαμε από τους συμμετέχοντας να γράψουν για το δικό τους δέντρο και να ζωγραφίσουν/ φωτογραφίσουν δέντρο που να τους εμπνέει.

Τα αποτελέσματα ήταν πάλι απροσδόκητα...

Το δέντρο του Δημήτρη

από τον Δημήτρη- Άγγελο Κωνσταντίνου






Το δέντρο του Ιάσονα

Από τον Ιάσονα Στοφόρο




Το δέντρο της Αμύρσας

Από την Αμύρσα Γιαννακάκη



Είμαι το δέντρο που δεν έχει ρίζες

Και ποτέ δεν ξεχνάει τις παλιές του πατρίδες

Ένα δέντρο που έχει πάει σε χώρες

Γιατί έχω πόδια, αλλά έχω κουραστεί λίγο ώρες ώρες.

Το να φεύγεις και να πηγαίνεις κάπου

Σε κάνει να θέλεις να πας παρακάτω

Κάθε χώρα είναι μοναδική

Ξεχωριστή και φοβερή!

Το να κάνεις κάτι διαφορετικό

Να πηγαίνεις ταξίδια σε όλο τον κόσμο

Σε κάνει πιο έμπειρο, έξυπνο και διαφορετικό.

Έχω τα πάντα μέσα στην καρδιά, γιατί

Αυτή είναι της ζωής η ομορφιά.

 




Το δέντρο του Ορφέα

Από τον Ορφέα Μητροδήμα -Μπρέγιαννη



Το δέντρο έξω από το σπίτι μου το φύτεψε ο πάππους μου. Είναι πορτοκαλιά και λεμονιά. Από αυτό το δέντρο συνήθως κόβουμε λεμόνια για το φαγητό.

Μια φορά είχα πάρει μερικά πορτοκαλιά, έκανα χυμούς και τους πουλούσα έξω από το σπίτι μου. Έβγαλα περίπου τρία ευρώ. Όταν βαρέθηκα να είμαι έξω να περιμένω να περάσει κάποιος, γιατί είμαστε σε καραντίνα και δεν περνάει πια κανείς από την γειτονιά μου, πήγα μέσα να πιώ λίγη πορτοκαλάδα μονός μου.

Στο σπίτι δεν έχω αδερφό, ή αδερφή για αυτό όταν ήμουν μικρός έβγαινα συχνά έξω για να σκαρφαλώσω στο δέντρο. Ένα βράδυ είχαν έρθει κάτι γείτονές και είχαμε βάλει πυρσούς στον μικρό μας κήπο, είχαμε στρώσει τραπέζι αλλά και αυτοί δεν είχαν κανένα παιδί γι’ αυτό εγώ δεν κατέβηκα από το δέντρο. Έψαχνα να δω εάν είχε κάνει φωλιά στο δέντρο κανένα περιστέρι ή χελιδόνι, αλλά το μόνο που βρήκα ήτανε μια κυψέλη. Ξαφνιάστηκα. Έπεσα από το δέντρο και με τσιμπήσαν δυο μέλισσες, ευτυχώς ο πατέρας μου είχε μια αλοιφή για τα τσιμπήματα και μετά ήμουν μια χαρά. Μετά από αυτό το πάθημα μου δεν ξανανέβηκα ποτέ στο δέντρο μου αλλά το παρακολουθώ από μακριά, να γεμίζει άνθη την Άνοιξη και φρούτα το Χειμώνα.

Το δέντρο της Παγώνας

Από την Πέγκυ Καραγιάννη


 Mια φορά και έναν πολύ παλιό καιρό , ήταν ένα κορίτσι που είχε ένα παράξενο όνομα. Την έλεγαν Παγώνα.

Δεν είχε πολλούς φίλους. Ο πιο αγαπημένος της φίλος είχε φύγει μακριά και η μικρή  πάντα έβρισκε παρηγοριά και χαρά κάνοντας βόλτες στο δάσος.

Αγαπούσε το πράσινο των δέντρων, την μυρωδιά της γης μετά την βροχή, τον ήχο των φύλλων όταν τα πατούσε. Κάθε φορά ανακάλυπτε μικρούς θησαυρούς όπως παράξενα φύλλα, αγριολούλουδα, βελανίδια. Μια μέρα κάτω από ένα σωρό φύλλων, ανακάλυψε ένα μικρό - μικρό βιβλίο. Φαινόταν τόσο παλιό γιατί είχε ένα ξεθωριασμένο κίτρινο χρώμα και στο εξώφυλλο υπήρχαν μόνο δυο γράμματα πια. Το Μ και το Β. Όλα τα άλλα είχαν χαθεί στον χρόνο.

- Μάλλον από κάποιον θα έπεσε, ίσως από κάποιον κύριο Μ Β. Τώρα δεν μπορώ να τον βρω και να του το δώσω πίσω. Είναι κρίμα να αφήσω το βιβλίο μόνο του στο δάσος, θα το πάρω μαζί μου. Με συγχωρείτε κε Μ Β.  

  Ήταν τόσο μικρό που θα χωρούσε πάντα σε κάποια τσέπη της. Από εκείνη την μέρα έγινε ο πιο στενός της φίλος με το όνομα κος ΜΒ.

Μια όμορφη και φωτεινή ημέρα σε μια βόλτα της στο δάσος, είχε ξαπλώσει πάνω σ’ ένα  πεσμένο κορμό. Απολάμβανε τον ήλιο και διάβαζε από το μικρό της βιβλίο μια ιστορία για ένα μαγικό σποράκι. Αλλά χωρίς να το καταλάβει, την στιγμή που έκλεισε το βιβλίο και το έβαλε στην τσέπη της, αλήθεια ακόμα και εγώ δεν ξέρω πως, το σποράκι έπεσε από το βιβλίο .

 

Τις επόμενες μέρες έβρεχε καταρρακτωδώς και ήταν αναγκασμένη να μείνει στο σπίτι.  Κοιτούσε την βροχή από το παράθυρο και σκεφτόταν τι όμορφα που θα ήταν  όλα τώρα στο δάσος.

Βγάζει το μικρό βιβλίο από την τσέπη της και άρχισε πάλι να διαβάζει την ιστορία για το μικρό σποράκι. Μέχρι που δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο,  γιατί το σποράκι δεν υπήρχε. Είχε χαθεί. Που να πήγε ;

Πότε έπεσε από το βιβλίο;  Κοίταξε κάτω από τα σεντόνια, έψαξε όλες τις τσέπες της, έψαξε κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ….τίποτα. Αχ να σταματούσε η βροχή να βγει έξω να το ψάξει. Μια θλίψη σφηνώθηκε στην καρδιά της και δεν έλεγε να φύγει.

Μια εβδομάδα μετά πριν ακόμη ξυπνήσει και σηκωθεί από το κρεββάτι μια ηλιαχτίδα πέρασε από τις γρίλιες  του παραθύρου της και στάθηκε στα μάτια της. Ο ήλιος είχε βγει ξανά. Πετάχτηκε όρθια, πέταξε τα  σκεπάσματα και ετοιμάστηκε γρήγορα.  Χωρίς να φάει  πρωινό, χωρίς να ενημερώσει κανένα βγήκε από το σπίτι και άρχισε να τρέχει έως το δάσος για να βρει το σποράκι της.

Τελευταία φορά είχε ανοίξει το βιβλίο στο πεσμένο κορμό, αυτό το θυμόταν καλά. Έτρεχε και παρακαλούσε να το βρει, να μην είχε χαθεί με την βροχή. Ο ήλιος ποτέ δεν έκαιγε τόσο πολύ σαν σήμερα.

Λαχανιασμένη και με πολύ αγωνία έφτασε στον πεσμένο κορμό. Και εκεί δίπλα του, είδε το πιο παράξενο πράγμα. Ένα δέντρο που μέχρι πριν λίγες δεν υπήρχε. Ένα δέντρο με τα πιο παράξενα φύλλα και  αλλόκοτα χρώματα.

 

Πλησίασε αργά, με κομμένη την ανάσα. Ήθελε να το αγγίξει, μα φοβόταν κιόλας. Το κοίταζε, το ξανακοίταζε, πήρε μια βαθιά ανάσα, δεν έφτασε ανάσανε βαθιά πολλές φορές και υστερα άπλωσε το χέρι.  Άρχισε να το χαϊδεύει, να το μυρίζει, γονάτισε στην ρίζα του και το αγκάλιασε.  Και τότε άκουσε μια φωνή μέσα από το δέντρο .

 

- Είμαι το δέντρο που γεννήθηκε από το σποράκι που έπεσε από το βιβλίο σου, από τον κο ΜΒ. Κόψε ένα από τα φύλλα μου, κράτα το στις παλάμες σου, κλείσε τα μάτια σου και μέσα από το πιο βαθύ μέρος της ψυχής σου κάνε μια ευχή και πες:

 

 Φύλλο μαγικό κρατώ,

μια ευχή έχω να πω

απ΄ τα βάθη της ψυχής

στην ελπίδα της ζωής.

 

Η μικρή Παγώνα ήθελε ευχηθεί  τόσα πράγματα, δεν ήξερε τι να πρώτο διαλέξει.  Να ξαναβρεί την μαμά του ο νέος συμμαθητής από την Συρία,  που ήρθε πριν λίγες μέρες στο σχολείο; Να έχει φαγητό η Αννούλα που έλειπε από το σχολείο γιατί λιποθύμησε από την πείνα;  Να καθαρίσει πάλι το ποτάμι στο χωριό της και να γίνει όπως παλιά, τότε που πήγαινε με τον παππού και κολυμπούσε; Να μπορέσει να δει γρήγορα πάλι τα ξαδέρφια της που έλειπαν μακρυά;

 

- Δέντρο μου δεντράκι μου δεν ξέρω τι ευχή  να κάνω, έχω μπερδευτεί. Πως θα  ξέρω ποια είναι η πιο σημαντική ευχή από όλες;

 

- Αν η Ευχή σου θα βγει από τα βάθη της ψυχής τότε θα είναι η σωστή. Μην φοβάσαι.  Τα κλαδιά μου έχουν τόσα φύλλα.  Για σένα είμαι εδώ, κανείς άλλος δεν μπορεί να με δει, ούτε να κόψει τα φύλλα μου. Έλα μην αργείς.

 

Η μικρή ανεβαίνει στον πεσμένο κορμό και κόβει προσεκτικά το πρώτο φύλλο, δεν ήθελε να πληγώσει το δέντρο της. Είχε ένα βαθύ κόκκινο χρώμα σαν αυτό της αγάπης. Το έβαλε στην παλάμη της, το ζέστανε με την ανάσα της, έκλεισε τα μάτια και είπε:

 

Φύλλο μαγικό κρατώ,

μια ευχή έχω να πω,

από τα βάθη της ψυχής

στην ελπίδα της ζωής

να έχει η Αννούλα φαγητό

να γυρίσει στο σχολειό.

 

Η Άννα γύρισε γρήγορα στο σχολείο, ο συμμαθητής βρήκε την μαμά του, το ποτάμι καθάρισε και το καλοκαίρι τα ξαδέρφια της θα έρχονταν για να πάνε όλοι μαζί στο χωριό στο σπίτι του παππού.

 

Το δέντρο της Παγώνας είναι πάντα εκεί στο δάσος δίπλα στον πεσμένο κορμό και  όταν εκείνη ακούει για κάτι που την πληγώνει, χάνεται στο δάσος, κόβει ένα φύλλο και ….

 

Φύλλο μαγικό κρατώ,

μια ευχή έχω να πω,

από τα βάθη της ψυχής

στην ελπίδα της ζωής

για έναν κόσμο φωτεινό

μ’ αγαπάς και σ’ αγαπώ.

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου