Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ – ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ
του Νίκου Μικελάκη
Περασμένα μεσάνυχτα. Από το απόγευμα είχε σταματήσει να
βρέχει, όμως μια πυκνή ομίχλη είχε απλωθεί στην πόλη. Άνοιξε την εξώπορτα αργά
και κοίταξε με προσοχή τον άδειο δρόμο. Με την άκρη του ματιού του είδε το
πρώτο του γκράφιτι που είχε κάνει πριν τέσσερις μήνες. Φόρεσε τον μαύρο σκούφο
και τη μάσκα του και με βιαστικά βήματα κατηφόρισε για τον σταθμό του προαστιακού.
Κοίταξε τον σκοτεινό ουρανό, α σύννεφα
που φούσκωναν για να βρέξει πάλι το πρωί, τα αστέρια και το φεγγάρι που κρυμμένα
συνωμοτούσαν μαζί του.
Οι τελευταίες δύο ημέρες ήταν βροχερές και έμεινε στο σπίτι
δουλεύοντας διάφορα σχέδια για την εργασία του. Όταν τους είπαν στην Καλών
Τεχνών στην αρχή του εξαμήνου να ετοιμάσουν ένα project με θέμα
την επίδραση της ζωγραφικής στον αστικό χώρο, ήξερε τι ήθελε να κάνει. Όσο ο
καθηγητής ανέλυε το θέμα εκείνος ανακαλούσε τα εφηβικά του χρόνια, όταν
προσπαθούσε να ανακαλύψει το φως μέσα από το τούνελ. «Η ζωγραφική δεν είναι δουλειά, είναι χόμπυ. Δεν βγάζει μεροκάματο. Θα καταλήξεις σαν τους
πλανόδιους που κάνουν γελοιογραφίες για ένα κομμάτι ψωμί. Πόσα χρήματα μπορείς
να βγάλεις πουλώντας τις ζωγραφιές σου στο λιμάνι το καλοκαίρι στους τουρίστες;».
Σιωπούσε, έσκυβε το κεφάλι, χωρίς να κάνει οποιαδήποτε προσπάθεια να αλλάξει τη
γνώμη τους. Τότε ήταν που διάβασε το Ζητείται Ελπίς. Υπήρχε κάτι στη φράση αυτή
που του έδινε δύναμη όλα αυτά τα χρόνια. Θυμάται την καθηγήτριά του να τους
μιλάει με θέρμη για τα δικά της όνειρα και πως κατάφερε να τα πραγματοποιήσει.
«Η αναζήτηση της ελπίδας» τους είχε πει «είναι μια πράξη γενναιότητας. Δεν
είναι απελπισία, είναι δύναμη. Προσπαθώντας για το αδύνατο γίνεσαι πιο
δυνατός».
Έτσι κάπως πήρε την απόφαση να ζωγραφίσει σε διάφορα σημεία
της πόλης το σύνθημα «ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ». Το
ζωγράφισε στο πάρκινγκ του νοσοκομείου, έξω από ένα κλειστό σχολείο, σε ένα
μισογκρεμισμένο τοίχο σε έναν οικισμό Ρομά. Την επόμενη ημέρα επέστρεφε και
έβγαζε φωτογραφίες με τις αντιδράσεις των περαστικών. Με συγκίνηση την επόμενη
ημέρα είδε τα παιδιά χαμογελαστά να δείχνουν τα γράμματα και τρις ζωγραφιές και
να μιλούν δυνατά. Μπορεί να μην ήξεραν να διαβάζουν, αλλά στα μάτια τους ήταν
ζωγραφισμένη η ελπίδα, η χαρά της ζωής.
Το ζωγράφισε σ’ έναν κεντρικό δρόμο της πόλης, σε ένα σημείο
που έμεναν άστεγοι. Τους έδωσε ζεστό τσάι και μερικά τυροπιτάκια και τους
παρακάλεσε αν θα μπορούσε να τους ενοχλήσει να κάνει το έργο του. Εκείνοι
παραμέρισαν τις χαρτόκουτες και τις λερωμένες κουβέρτες και σαν μικρά παιδιά
τον παρακολουθούσαν να ζωγραφίζει με τα σπρέι του. Πριν ξημερώσει έπεσαν για
ύπνο, αφού τον ευχαρίστησαν για την ξεχωριστή βραδιά. Τις επόμενες ημέρες το
γκράφιτι πήρε δημοσιότητα και αναδημοσιεύθηκε σε κάποια ηλεκτρονικά περιοδικά. Όταν
ξαναπέρασε να τους χαιρετήσει του είπαν με χαρά πως αυξήθηκε το μεροκάματο.
«Μάλλον επηρεάζονται από τη ζωγραφιά σου. Ο Θεός να σε έχει καλά», του είπαν.
Αυτές οι στιγμές τον έκαναν να αγαπά ακόμα περισσότερό την τέχνη του.
Στην προσωπική του σελίδα ανέβαζε τις δικές του φωτογραφίες
και με έκπληξη λάμβανε μηνύματα και φωτογραφίες. Μια μέρα επικοινώνησε μαζί του
η ιδιοκτήτρια ενός εστιατορίου. Τον παρακάλεσε να ζωγραφίσει το σύνθημα έξω από
το μαγαζί της. «Θα σου πληρώσω εγώ τα
χρώματα, τους μουσαμάδες, ό,τι θέλεις. Θέλω ο χώρος να ζωντανέψει ξανά, να
δώσει τη χαρά που έχει χάσει. Το θέμα δικό σου, μια ζωγραφιά, δύο λέξεις
μπορούν να μιλήσουν στην καρδιά μας». Σε λίγες ημέρες το εστιατόριο έγινε viral και
ο ίδιος διάσημος στην ανωνυμία του.
Έστριψε και κατηφόρισε προς τον προαστιακό. Τον είχε
επισκεφτεί αρκετές φορές, ώστε να έχει σχεδιάσει ένα ένα τα βήματά του. Θα έμπαινε
από τα κομμένα συρματοπλέγματα και θα πηδούσε προσεκτικά στην αποβάθρα. Ο
σταθμός ήταν στεγασμένος και όσο και να έβρεχε θα μπορούσε να ολοκληρώσει το
έργο του μέχρι το πρωί. Όταν θα άνοιγε στις πέντε το πρωί ο σταθμός θα έβγαζε
τις πρώτες φωτογραφίες. Τρεις μέρες δούλευε τα σχέδια. Τα είχε όλα στην τσάντα
του. Δεν είχε όμως ακόμα αποφασίσει πιο θα έφτιαχνε. «Η απόφαση θα είναι της
στιγμής» είχε αποφασίσει.
Έφτασε έξω από τον
σταθμό. Έκαιγε ολόκληρος από την ανυπομονησία. Κοίταξε γύρω του μήπως τον βλέπει
κανείς κα χώθηκε μέσα στα
συρματοπλέγματα. Έβαλε τον σάκο με τα
χρώματα και τα σχέδια μπροστά στο στήθος του και προχώρησε τοίχο τοίχο μέχρι
την άκρη του σιδερένιου δοκού που στήριζε το υπόστεγο. Ήταν σκοτεινά. Έπρεπε να
είναι προσεκτικός μην πέσει πάνω στις ηλεκτροφόρες ράγες. Άνοιξε με το ένα χέρι
την τσάντα να βρει το κινητό να φωτίσει την αποβάθρα. Ένας υπόκωφος θόρυβος
ακούστηκε και τα χρώματα κύλισαν πάνω στο βρεγμένο τσιμέντο. Το κινητό έσβησε,
βυθίζοντας τον σταθμό του προαστιακού στο σκοτάδι.
Κάποιοι τοίχοι της πόλης αφηγούνται την δική τους ιστορία.
Στον σταθμό του προαστιακού δεν γράφτηκε ακόμα. Αυτή ήταν η δική του. ΖΗΤΕΙΤΑΙ
ΕΛΠΙΣ.
Εξαιρετικό και σαν τρόπος σκέψης και σαν γραφή. Μπάβο και στο παιδί και στον δάσκαλο.
ΑπάντησηΔιαγραφή