Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Ένα παραμύθι: Τα παιδιά της Ζωγραφούπολης



 Είχα τη χαρά και τη τύχη  να διδάξω σε ένα σεμινάριο δημιουργίας παραμυθιών εξ αποστάσεως σε συνεργασία με το Βιβλιοπωλείο Οσελότος στα Ιωάννινα και να γνωρίσω μερικές πολύ ταλαντούχες μαθήτριες.

Μια από αυτές, η Νένα Εξάρχου δεν παύει να με εκπλήσσει πάντα ευχαρίστα, όπως τώρα με ένα καινούργιο παραμύθι για τη ζωγραφική (και όχι μόνον)


Τα παιδιά της Ζωγραφούπολης

της Νένας Εξάρχου

Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, υπήρχε μια μικρή πόλη σε ένα βουνό. Οι κάτοικοί της ήταν πολύ ταλαντούχοι καλλιτέχνες και δούλευαν ολοι σε εργαστήρια ζωγραφικής. Η τέχνη τους ήταν τόσο ξακουστή στις γύρω πόλεις και στα χωριά και συνέχεια έρχονταν στα εργαστήριά τους όσοι ήθελαν όμορφους πίνακες για τα σαλόνια τους ή τοιχογραφίες στους τοίχους των σπιτιών τους. Η πόλη ήταν πολύ πλούσια χάρη στους καλλιτέχνες της και οι κάτοικοί της είχαν όλα τα καλά. Δεν τους έλειπε τίποτα. Η ζωή κυλούσε ήρεμα σ’ αυτή την όμορφη μικρή πόλη. Μια μέρα, όμως, καθώς οι ζωγράφοι του μεγαλύτερου εργαστηρίου της πόλης έτρωγαν το κολατσιό τους μετά από πολλές ώρες δουλειάς, ένας νεαρός ζωγράφος ξεκίνησε μια συζήτηση:

-Συνάδελφοι, είπε, είναι αλήθεια πως η δουλειά που κάνουμε τόσα χρόνια είναι πολύ σπουδαία. Όμως συνέχεια κάνουμε τα ίδια και τα ίδια. Ζωγραφίζουμε όμορφες εικόνες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Με απαλές προσεκτικές πινελιές προσέχοντας μην ξεφύγει ούτε σταγόνα παραπάνω...

Οι υπόλοιποι τον άκουγαν αμίλητοι και προβληματισμένοι. Κάποιοι μάλιστα τον κοιτούσαν λίγο δύσπιστα.

-Θα μπορούσαμε, συνέχισε, να είμαστε το ίδιο δημιουργικοί και με άλλους τρόπους. Όταν σχολάσουμε, έχω να σας δείξω κάτι που θα σας φανεί ενδιαφέρον. Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να περάσετε μια βόλτα από το σπίτι μου.

-Τι θα κάνουμε, τελικά; ρώτησε ένας ζωγράφος τους φίλους του όταν τελείωσαν τη δουλειά. Θα πάμε στο σπίτι του Λάιου; Να δούμε ποια είναι αυτή η περίφημη ιδέα;

-Και δεν πάμε; είπε ένας μαθητευόμενος. Δεν χάνουμε και τίποτα.

Κι άλλοι πολλοί σκέφτηκαν το ίδιο. Έτσι, λίγα λεπτά πριν δύσει ο ήλιος, μεγάλο πλήθος συγκεντρώθηκε έξω από το σπίτι του Λάιου. Εκείνος τους υποδέχτηκε με χαρά και τους οδήγησε στην πίσω αυλή. Σ’ εκείνον τον τοίχο είχε δημιουργήσει ένα νέο έργο. Ένα φθινοπωρινό δέντρο με πολύχρωμα φύλλα. Πλησίασαν λίγο πιο κοντά και παρατήρησαν πως δεν είχε ζωγραφιστεί με πινέλο, αλλά μόνο με τα χέρια. Χρωματιστά ίχνη της παλάμης του Λάιου δίπλα δίπλα ή το ένα πάνω από το άλλο είχαν δημιουργήσει αυτόν τον πίνακα.

Τις επόμενες μέρες όλη η πόλη μιλούσε για αυτό. Πολλοί ζωγράφοι άρχισαν να ζωγραφίζουν με τον ίδιο τρόπο. Κι οι δάσκαλοι τον μάθαιναν στα παιδιά που ήταν κατενθουσιασμένα. Τέσσερις φίλοι μάλιστα, η Μελίτα, η Ισμήνη, ο Μάριος και ο Φοίβος έφτιαξαν δέντρα σαν αυτά του Λάιου στους τοίχους του σχολείου.

Όμως αυτά τα δέντρα δεν άρεσαν σε όλους. Ο Λέανδρος, ένας από τους παλιούς ζωγράφους της πόλης, διευθυντής του πιο μεγάλου και ξακουστού εργαστηρίου, δεν ευχαριστήθηκε πολύ όταν το είδε.

-Μπορώ να μάθω γιατί διδάσκετε στα παιδιά ό,τι ανοησία δείτε να κάνει αυτός ο Λάιος; ρώτησε με αυστηρό ύφος τους δασκάλους του σχολείου.

-Μ’ όλο το σεβασμό, κύριε Λέανδρε, είπε η δασκάλα της πρώτης, πού βρίσκετε το κακό να τους διδάσκουμε νέους τρόπους να δημιουργούν;

-Πού βρίσκω το κακό; Στο ότι χρόνια προσπαθούσαμε να εξελίξουμε την τέχνη μας, να φτάσουμε να κάνουμε τα καλύτερα και τα πιο ζηλευτά έργα στην περιοχή. Και έρχεται μετά ένας Λάιος και μας πηγαίνει εκατό χρόνια πίσω. Είναι σαν να περπατάς άψογα και μια μέρα –έτσι, από ιδιοτροπία– να αρχίζεις ξανά να μπουσουλάς. Είναι τρελό. Χώρια που έτσι, ο καθένας μπορεί να κάνει τον καλλιτέχνη πασαλείβοντας τις χούφτες του με χρώμα. Δηλαδή εμείς που μάθαμε και κοπιάσαμε τόσα χρόνια για να κάνουμε σωστά και όμορφα τη δουλειά μας είμαστε κορόιδα;

Όλα αυτά δεν τα είπε μόνο στους δασκάλους αλλά και στους ζωγράφους που δούλευαν στο εργαστήριό του. Μάλιστα έδιωξε κάποιους που του έφεραν αντίρρηση για παραδειγματισμό. Εκείνοι ίδρυσαν ένα δικό τους εργαστήριο μαζί με τον Λάιο και μερικούς ακομα ζωγράφους που έφυγαν από άλλα εργαστήρια. Κι όσο ο Λέανδρος τους πήγαινε κόντρα τόσο ο Λάιος τον έλεγε «ελιτιστή».

-Τι σημαίνει «ελιτιστής», μπαμπά; ρωτούσε η μικρή Μελίτα.

-Θα πει, αγάπη μου, ότι ο «κύριος» Λέανδρος νομίζει πως αυτός και οι όμοιοί του είναι καλύτεροι και ανώτεροι απ’ όλους...

Η αντιπαράθεση αυτή δεν έμεινε μόνο στα λόγια. Σύντομα τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα άρχισαν να καταστρέφουν έργα πετώντας χρώματα πάνω τους. Για να σταματήσουν οι βανδαλισμοί, ο δήμαρχος της μικρής πόλης αποφάσισε να εξορίσει όσους ζωγράφιζαν με τα χέρια. Εκείνοι έφυγαν πικραμένοι και θυμωμένοι. Έφτιαξαν ένα νέο χωριό, το Ζωγραφοχωριό, και δεν είχαν καμία σχέση με όσους έμειναν πίσω στη Ζωγραφούπολη. Η μικρή Μελίτα και η αδερφούλα της η Ισμήνη ήταν πολύ θλιμμένες γιατί είχαν χάσει τους φίλους τους: τον Μάριο και τον Φοίβο. Οι γονείς τους δεν τους επέτρεπαν πια να κάνουν παρέα μαζί τους. Προσπάθησαν να κάνουν κάποιους νέους φίλους μα κανείς δεν ήταν σαν αυτούς που είχαν αφήσει πίσω και τους είχαν σαν αδέρφια τους. Κατά τα άλλα η ζωή τους κυλούσε τώρα πιο ήρεμα. Όπως και σε όλο το Ζωγραφοχωριό καθώς οι κάτοικοι της Ζωγραφούπολης δεν τους ενόχλησαν ξανά.

Μια μέρα, ένας μαθητευόμενος από το εργαστήρι του Λάιου, ο Αγαθοκλής, πάτησε κατά λάθος σε δύο λιμνούλες χρώμα. Με το ένα πόδι σε μια κίτρινη και με το άλλο σε μια πράσινη. Δεν το κατάλαβε αμέσως και προχώρησε μερικά βήματα προς την πόρτα του εργαστηρίου. Οι φίλοι του άρχισαν να γελούν. Όταν τους ρώτησε γιατί γελούσαν, του είπαν να κοιτάξει κάτω. Κοίταξε και είδε τα χρωματιστά του ίχνη. Είδε ακόμα και το σημείο όπου έστριψε για να φτάσει στην πόρτα. Το ένα ίχνος είχε πέσει πάνω στο άλλο και τα δύο χρώματα είχαν δημιουργήσει ένα λαμπερό λαχανί. Μια ιδέα άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του. Το ίδιο βράδυ επισκέφθηκε τον φίλο του τον Αρίστο, τον μπαμπά της Μελίτας και της Ισμήνης. Του εξήγησε την ιδέα του και ο Αρίστος τη βρήκε πολύ πρωτότυπη. Κανείς μέχρι τότε δεν είχε ζωγραφίσει χρησιμοποιώντας τα βήματά του σαν πινελιές. Έστρωσαν χαρτί στο τραπέζι και μαζί με την Αριάδνη, τη γυναίκα του Αρίστου, κρατούσαν τα δύο κοριτσάκια από τα χέρια πάνω στο χαρτί. Η Ισμήνη και η Μελίτα το διασκέδαζαν με την ψυχή τους. Άλλο που δεν ήθελαν... Ήταν θαυμάσιο να δημιουργούν πίνακες ζωγραφικής με τα βήματά τους!

Όμως ο Λάιος δεν χάρηκε καθόλου όταν έμαθε για αυτή τη νέα μόδα. Τα θεωρούσε όλα γελοιότητες. Για μια ακόμα φορά οι ζωγράφοι άρχισαν να καυγαδίζουν για τους τρόπους που θα ζωγράφιζαν στο εξής. Και για μία ακόμα φορά δεν βρήκαν λύση. Έτσι, όσοι ζωγράφιζαν με τα πόδια μάζεψαν τα μπογαλάκια τους και έφυγαν από το Ζωγραφοχωριό. Και μάλιστα, για να πικάρουν τους παλιούς χωριανούς τους, έχτισαν ένα νέο χωριό στην κορυφή του λόφου και το ονόμασαν «Άνω Ζωγραφοχωριό».

Η Μελίτα και η Ισμήνη ήταν ακόμα πιο θλιμμένες από ότι στην πρώτη τους μετακόμιση. Στο νέο τους χωριό δεν είχαν πια κανένα φίλο γιατί δεν υπήρχαν παιδιά της ηλικίας τους. Τα περισσότερα ήταν μωρά και μερικά ήταν αρκετά μεγαλύτερά τους. Τώρα έπαιζαν μόνο η μία με την άλλη, πότε στην αυλή του νέου τους σχολείου και πότε στην αυλή του σπιτιού τους. Ώσπου βαρέθηκαν τα ίδια και τα ίδια και άρχισαν να εξερευνούν το μικρό δασάκι κοντά στο σπίτι τους στην άκρη του χωριού. Χάνονταν με τις ώρες εκεί μέσα μαζεύοντας λουλούδια και παίζοντας με τα μικρά ζωάκια που κατοικούσαν εκεί. Ώσπου μια μέρα ανακάλυψαν κι άλλοι το μικρό τους δασάκι...

Η Μελίτα και η Ισμήνη μάζευαν λουλούδια όταν είδαν δύο φιγούρες να τρέχουν γύρω από μια συστάδα δέντρων. Κι όσο πλησίαζαν, τόσο πιο γνωστές τους φαίνονταν...

-Μάριε!

-Ισμήνη!

-Φοίβο!

-Μελίτα!

-Πώς βρεθήκατε εδώ;

Οι φωνές τους αντηχούσαν χαρούμενα σε όλο το δάσος και έγιναν όλοι μια ζεστή αγκαλιά. Είχαν τόσα να πούνε μετά από όλον αυτό τον καιρό που είχαν να δουν ο ένας τον άλλο! Είχαν ψηλώσει, είχαν αρχίσει να αλλάζουν δοντάκια και είχαν μάθει τόσα καινούρια πράγματα! Ούτε που κατάλαβαν πως πέρασε η ώρα. Κανείς τους δεν ήθελε να φύγει από το δάσος αλλά ο ήλιος είχε πέσει και έπρεπε να γυρίσουν στα σπίτια τους πριν νυχτώσει. Υποσχέθηκαν, όμως, να μην ξαναχαθούν ποτέ. Και κράτησαν την υπόσχεσή τους. Από εκείνη τη μέρα και κάθε μέρα βρίσκονταν τα απογεύματα στο δάσος. Ο Μάριος μάλιστα, που είχε μετακομίσει με την οικογένειά του από τη Ζωγραφούπολη στο Ζωγραφοχωριό, έφερε μαζί του κι έναν καινούριο φίλο, τον Ιούλιο. Ο Ιούλιος ήταν ο πιο ταλαντούχος και ζωγράφιζε πιο όμορφα απ’ όλους. Και μάλιστα ζωγράφιζε εξίσου ωραία και με πινέλα και με τα χέρια και με τα πόδια. Όταν, κουρασμένοι από το παιχνίδι, κάθονταν να ζωγραφίσουν, όλοι προσπαθούσαν να τον μιμηθούν γιατί είχε τις καλύτερες ιδέες. Και αυτό φάνηκε λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν άρχισαν οι καλοκαιρινές διακοπές. Επειδή περνούσαν πια σχεδόν όλη τους τη μέρα στο δάσος, ο Ιούλιος σκέφτηκε έναν πολύ πρωτότυπο τρόπο να σημαδέψουν τα μονοπάτια ώστε να μη χάνονται. Διάλεξε τις πιο μεγάλες πέτρες του δάσους και άρχισε να τις πελεκάει για να γίνουν λείες. Οι φίλοι του στρώθηκαν με όρεξη στη δουλειά. Τέσσερις μέρες πελεκούσαν ασταμάτητα αλλά άξιζε τον κόπο. Όταν τοποθέτησαν όλες τις πέτρες στα μονοπάτια, άρχισαν να τις ζωγραφίζουν μία μία. Έπαιρναν χρώματα από τα σπίτια τους και έδιναν στην κάθε πέτρα νέα μορφή. Πρόσωπα, λουλούδια, τοπία και ζώα ξεπηδούσαν από κάθε γωνιά του δάσους. Το μεράκι των πέντε φίλων ήταν τόσο που αφιέρωσαν σχεδόν όλο το καλοκαίρι στη ζωγραφική και την ανακάλυψη νέων αποχρώσεων. Τέτοια αφοσίωση θα τη ζήλευαν και οι διευθυντές των καλύτερων εργαστηρίων!

Όμως, μια μέρα οι γονείς τους πρόσεξαν πως έλειπαν πολλά χρώματα από τις αποθήκες τους. Ρώτησαν από δω κι από κει και έμαθαν για κάτι ζωγραφιές που είχαν ξεφυτρώσει ξαφνικά στο δάσος που βρισκόταν ανάμεσα στο Άνω Ζωγραφοχωριό, το Ζωγραφοχωριό και τη Ζωγραφούπολη. Τότε ο καθένας τους άρχισε να πιστεύει πως οι κάτοικοι των αντίπαλων περιοχών έκλεβαν τις προμήθειές τους. Η αναστάτωση ήταν προφανής και στις τρεις περιοχές. Όλοι οι κάτοικοι κατευθύνθηκαν οργισμένοι προς το δάσος. Επικράτησε το απόλυτο χάος. Ούρλιαζαν εξοργισμένοι, αποκαλούσε ο ένας τον άλλο κλέφτη, χτυπιόταν με πινέλα και σπάτουλες και πετούσαν χρώματα προς κάθε κατεύθυνση. Αυτά άλλωστε ήταν τα μόνα τους όπλα. Δεν είχαν δει ποτέ στη ζωή τους μάχη και έτσι νόμιζαν πως απλώς έπρεπε να λερώσει κανείς τον αντίπαλο με τα πιο πολλά χρώματα. Η κατάσταση ήταν για γέλια και για κλάματα.

Στο μεταξύ οι πέντε φίλοι, μόλις κατάλαβαν τι συνέβαινε έτρεξαν στο δάσος για να προλάβουν να σώσουν τον άμαχο πληθυσμό. Δηλαδή τις πέτρες τους που δέχονταν συνεχώς πλήγματα από πολύχρωμες πιτσιλιές. Είχαν επιστρατεύσει ό,τι βρήκαν μπροστά τους για να τις σκεπάσουν∙ από ξεσκονόπανα μέχρι κομμάτια από σεντόνια και κουβέρτες. Και πολλά σφουγγάρια για να τις καθαρίσουν. Όταν μάζεψαν στα δισάκια τους όλα όσα χρειάζονταν, έφυγαν τρέχοντας για το δάσος. Αμέσως μόλις έφτασαν άρχισαν να περιθάλπτουν τα έργα τους. Ήταν πολύ δύσκολη δουλειά με τον πανικό που επικρατούσε γύρω τους αλλά με υπομονή και επιμονή κατάφεραν και να καθαρίσουν όσα έργα είχαν λεκιαστεί και να τα σκεπάσουν όλα.

Μόλις τελείωσαν άρχισαν να ψάχνουν για τους γονείς τους μήπως καταφέρουν να τους πείσουν να σταματήσουν αυτή την τρέλα. Αλλά όταν κατάφεραν να τους βρουν κατάλαβαν πως ό,τι κι αν τους έλεγαν έπεφτε στο κενό.

Αποφάσισαν, λοιπόν, να φύγουν. Μα πριν χωριστούν είδαν σε ένα ξέφωτο κάτι που προσπαθούσαν καιρό να πετύχουν. Μια ροζ, μια μπλε, μια μωβ και μια βυσσινί λιμνούλα είχαν ενωθεί και είχαν φτιάξει ένα υπέροχο χρώμα, κάτι ανάμεσα σε μπορντώ και τριανταφυλλί. Ενθουσιασμένα, άρχισαν  να μαζεύουν χρώμα στις χούφτες τους και να βάφουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Τσαλαβουτούσαν και χοροπηδούσαν μέσα στη λιμνούλα ώσπου βάφτηκαν απ’ την κορφή ως τα νύχια. Άρχισαν να γελούν και να χορεύουν χαρούμενα. Κάποιοι από τους «πολεμιστές» ζήλεψαν και έτσι σταμάτησαν τις πινελομαχίες και πήγαν να χορέψουν μαζί τους. Κι όσο περνούσε η ώρα ο κύκλος όλο και μεγάλωνε. Τώρα πια δεν τους ένοιαζε αν είχαν χρώματα στα χέρια τους ή στα πόδια τους. Είχαν γίνει όλοι μια χρωματιστή αγκαλιά και αυτό είχε τώρα σημασία...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου