Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Τα δέντρα της Μυρτώς και της Μελίνας





Ολόκληρο δάσος φτιάξαμε! Στο εργαστήρι με αφορμή το έτος Αντώνη Σαμαράκη, το οποίο πραγματοποιείται από το Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Χαλανδρίου, με έμπνευση από το "Πεύκο του Αντώνη" οι συμμετέχοντες έγραψαν για τα δικά τους δέντρα.



Το δέντρο της Μυρτώς

της Μυρτώς Παυλάκου

 

Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωί στην Ανώνυμη Χώρα. Ακουγόταν μόνο το μεθυστικό κελάηδισμα των πουλιών καθώς κάνεις δεν είχε ξυπνήσει ακόμα. Ή μήπως όχι. Εκείνο το πρωί δεν φαινόταν καθόλου διαφορετικό για την μικρή Μυρτώ. Είχε ξυπνήσει, είχε φάει τα αγαπημένα της δημητριακά, αυτά με τα φρούτα του δάσους και περπατούσε μέσα στο δασάκι που οδηγούσε στο σχολείο. Πάντα το έκανε αυτό. Ξυπνούσε πρωί πρωί για να πάει από το δασάκι, δεν της άρεσε ο δρόμος. Η απόσταση για το σχολείο ήταν τόσο μικρή που δεν προλάβαινε να διαβάσει ούτε μια σελίδα από τα βιβλία της, άσε που τα αυτοκίνητα έκαναν τόση φασαρία που δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Εκείνη τη μέρα διάβαζε "Τα Ψηλά Βουνά" του Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου. Της το είχε φέρει ο θείος, πάντα έφερνε τα πιο ωραία δώρα από τις χώρες που επισκεπτόταν. Ο θείος ήταν ο μόνος που την καταλάβαινε. Όλοι οι άλλοι της έδιναν βιβλία για μικρά παιδάκια, της Μυρτώς δεν της άρεσε αυτό παρόλο που πήγαινε μόνο δευτέρα Δημοτικού. Της άρεσαν τα μεγάλα βιβλία, αυτά με τις πολλές σελίδες επειδή μπορούσε  να τα διαβάζει και να ζει μέσα στις μαγικές περιπέτειές τους για μέρες. Ξαφνικά άρχισε να ακούει παιδικά γέλια που γίνονταν όλο και πιο δυνατά. Πλησίαζε στο σχολείο. Στενοχωρήθηκε, δεν ήθελε να σταματήσει να διαβάζει, της άρεσε η ζωή στο βουνό και οι προκλήσεις που αντιμετώπιζε εκεί.

 

  Την πρώτη ώρα είχαν μελέτη του περιβάλλοντος. Λάτρευε το περιβάλλον, της άρεσε να μαθαίνει για τη χλωρίδα και τη πανίδα, αλλά μισούσε τη μελέτη του περιβάλλοντος στο σχολείο. Δεν έφταιγε το βιβλίο ούτε η δασκάλα της. Ήταν τα παιδιά στη τάξη της που αδιαφορούσαν για το μάθημα, κάτι που έδειχναν με κάθε πιθανό τρόπο. Τα αγόρια έφτιαχναν σαΐτες και τις έριχναν ο ένας στον άλλον ενώ τα κορίτσια μιλούσαν για την καινούργια κούκλα που τους πήραν οι γονείς τους. Η καημένη κυρία Κατερίνα, η δασκάλα τους, δεν ήξερε τι να κάνει. Η κυρία Κατερίνα ήταν καλόκαρδος άνθρωπος, πάντα σκεφτόταν τους μαθητές της, μόνο που το να είναι αυστηρή δεν ήταν πολύ στη φύση της. Συνήθως, όταν είχαν μελέτη του περιβάλλοντος η κυρία Κατερίνα έδειχνε αγχωμένη και φοβισμένη, ίσως επειδή δεν ήξερε τι θα σκαρφιζόντουσαν οι μικροί μαθητές της για να μην κάνουν μάθημα και να βγουν έξω στην αυλή να παίξουν. Όμως σήμερα ήταν χαρούμενη, τολμώ να πω ενθουσιασμένη, λες και έμπαινε σε αυτή τη τάξη για πρώτη φορά. Κάθισε στην έδρα της, έβγαλε τα βιβλία της παλιά κόκκινη τσάντα της, που θύμιζε στη Μυρτώ αυτή της Μαίρη Πόπινς, και την άφησε στο περβάζι του παραθύρου δίπλα της. Χτύπησε παλαμάκια, ησύχασε τους μαθητές της και ξεκίνησε να μιλάει: «Αγαπητά μου, παιδιά!» έτσι τους φώναζε, γιατί τους ένιωθε σαν τα παιδιά που δεν είχε «Γνωρίζω πολύ καλά ότι η Μελέτη του Περιβάλλοντος δεν είναι ένα από τα αγαπημένα σας μαθήματα και ότι προτιμάτε να περνάτε τον χρόνο σας έξω στο προαύλιο. Οπότε αποφάσισα να ξεχάσουμε το θεωρητικό κομμάτι του μαθήματος για σήμερα και να αφοσιωθούμε λίγο περισσότερο στο πρακτικό. Αφού σας αρέσει τόσο πολύ ο εξωτερικός χώρος του σχολείου, μπορούμε να  κάνουμε μάθημα εκεί». Τα παιδιά εκστασιάστηκαν, θα ήταν σαν μεγαλύτερο διάλειμμα. «Και τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο Γιαννάκης, «Θα παίξουμε μπάλα» φώναξε ο Παύλος, «Όχι, μήλα» πετάχτηκε η Μαρία, «τι λέτε για κουτσό;» ρώτησε διστακτικά η Σοφία. «Για την ακρίβεια θα κάνουμε μία δεντροφύτευση» είπε η κυρία Κατερίνα προσπαθώντας να κρατήσει τον ίδιο χαρούμενο τόνο που είχε στην αρχή της ημέρας, «Και τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Πέτρος, «Φυτεύεις δέντρα, το λέει και η λέξη, καλά δεν το κατάλαβες;» τον μάλωσε ο Στάθης. Ο Πέτρος έβαλε τα κλάματα. Το χαμόγελο στο πρόσωπο της κυρίας Κατερίνας εξαφανιζόταν καθώς εκείνη έχανε την υπομονή της, ενώ η Μυρτώ ήθελε απλώς να πάει να κάτσει στο δασάκι, κάτω από ένα δέντρο και να συνεχίσει το βιβλίο της. Η κυρία Κατερίνα προσπάθησε να ησυχάσει τα παιδιά, με την λίγη υπομονή που της είχε απομείνει.Επειτα  πήρε την παλιά, κόκκινη τσάντα της και την άνοιξε. Από μέσα έβγαλε κάτι μικρά σακουλάκια που απέξω είχαν φωτογραφίες από διάφορα φυτά. «Λοιπόν...» ξεκίνησε να λέει η δασκάλα, «...αυτά είναι σακουλάκια με σπόρους. Αν φυτέψουμε αυτούς τους σπόρους θα γίνουν σαν αυτά τα φυτά στις φωτογραφίες. Ελάτε να διαλέξετε ποιό φυτό θέλετε εσείς να φυτέψετε». Όλα τα παιδιά έτρεξαν προς την έδρα για να διαλέξουν το καλύτερο πιθανό φυτό. Τα κορίτσια πήραν όλα τα φυτά με τα πολύχρωμα λουλούδια ενώ τα αγόρια πήραν αυτά που ήταν καλύτερα για σκαρφάλωμα. Η Μυρτώ ήθελε ένα μεγάλο δέντρο με βαθύ  ίσκιο, για να κάθεται από κάτω και να διαβάζει με τις ώρες, θα ήταν λίγο σαν το αγαπημένο της δασάκι μόνο μέσα στο σχολείο. Πλησίασε και εκείνη στην έδρα. Ευτυχώς για εκείνη είχε μείνει το τέλειο δέντρο, ένας πλάτανος.

 

  Πήγαν έξω και κάθισαν σε ένα παγκάκι δίπλα στό μεγάλο παρτέρι, στη γωνία του προαυλίου. Η κυρία Κατερίνα φύτεψε ένα σπόρο μαργαρίτας για να τους δείξει πως γίνεται. Όταν τελείωσε τους είπε «Πρέπει να τα ποτίζετε και να τα φροντίζετε κάθε μέρα ώστε να μεγαλώσουν και να γίνουν όμορφα σαν αυτά στις φωτογραφίες. Επίσης, θα τα παρουσιάσετε στους γονείς στην καλοκαιρινή γιορτή του σχολείου όπου ο διάσημος βοτανολόγος Γιώργος Καραβότανος θα διαλέξει το καλύτερο φυτό». Όλοι το έριξαν στη δουλειά, πότιζαν τα φυτά τους κάθε μέρα και όσο μεγάλωναν έφερναν και στολίδια για να τα ομορφύνουν. Η Μυρτώ πήγαινε κάθε μέρα και έδινε νερό στον πλάτανό της και φρόντιζε να τον βλέπει ο ήλιος για να κάνει φωτοσύνθεση, αλλά όσο σκληρά και αν προσπαθούσε ο πλάτανός της παρέμενε απλώς ένας βλαστός. Η μέρες περνούσαν και η Μυρτώ δεν έβλεπε καμία αλλαγή στο φυτό της. Μέχρι που ήρθε η μέρα που θα τους επισκεπτόταν ο Γιώργος Καραβότανος για να δει την πρόοδο τους. Όταν ο Γιώργος έφτασε και είδε τον πλάτανο της Μυρτώς την ρώτησε «Εσύ μικρή δεν το φροντίζεις το φυτό σου», η Μυρτώ έγνεψε αρνητικά και αποκρίθηκε «Το ποτίζω κάθε μέρα, φροντίζω να βλέπει ήλιο για να φωτοσυνθέτει, μα δεν μεγαλώνει». «Δεν βλέπω να κάνεις κάτι λάθος» της απάντησε προβληματισμένος, την πλησίασε και της ψιθύρισε στο αυτί «Ξέρεις, μάλλον θα θέλει το μυστικό συστατικό της βοτανολογίας. Ξέρεις ποιο είναι αυτο;» η Μυρτώ έγνεψε αρνητικά, «Η αγάπη!» της απάντησε ο Γιώργος και της έκλεισε το μάτι.

 

  Από τότε πήγαινε κάθε μέρα στο σχολείο από το δρόμο, ώστε να είναι εκεί πρώτη και καθόταν και διάβαζε τα αγαπημένα της βιβλία στο δέντρο της. Του έδινε το κασκόλ της όταν έκανε κρύο και του τραγουδούσε τα τραγούδια που μάθαινε στην τάξη. Κι έτσι περνούσαν η μέρες και το δέντρο της Μυρτώς γινόταν όλο και πιο μεγάλο και όλοι στο σχολείο το θαύμαζαν. Όταν ήρθε η μέρα της καλοκαιρινής γιορτής είχε τόσο άγχος. Μετά όμως σκέφτηκε πως δεν είχε σημασία η νίκη, γιατί είχε προσπαθήσει σκληρά για να αποκτήσει το δέντρο που τόσο ονειρευότανε και τελικά τα κατάφερε όχι μόνο να μεγαλώσει το ομορφότερο δέντρο στο σχολείο, αλλά και να κάνει έναν καινούργιο φίλο, ίσως τον καλύτερό της φίλο και αυτό της ήταν αρκετό.

 ---------------------------------------------------------------------------------

Να ένα ακόμη, που μας ταξιδεύει στη μακρινή Ισλανδία


Το δέντρο της Μελίνας

Της Μελίνας Παυλάκου

 

Σε ένα γκρίζο σπίτι κάπου σε μια περιοχή της Ισλανδίας καθόταν ο κύριος Αντρί και κοίταζε ένα μεγάλο κόκκινο άλμπουμ γεμάτο φωτογραφίες. Ο κύριος Αντρί ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος που ζούσε μόνος. Το σπίτι του ήταν μια διώροφη μεζονέτα που στην οροφή της ήταν γεμάτη με ξερά χόρτα.

Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες ο κύριος Αντρί  αναστέναξε και θυμήθηκε την οικογένειά του και τον ίδιο να φυτεύουν λουλούδια στη αυλή , να πηγαίνουν εκδρομές και να κάνουν μπάνιο στα παγωμένα νερά της λίμνης. Κάποτε ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος όμως τώρα το χαμογελό του είχε χαθεί μαζί με τα δέντρα που κάποτε δέσποζαν στην αυλή του.

Γιατί ο κύριος Αντρί είχε μείνει μόνος και τι απέγινε η οικογένειά του; H απάντηση είναι ο λόγος που χάθηκαν τα δέντρα, τα γέλια και τα χαμόγελα από το σπίτι του .Ηταν κάτι που πλήγωνε βαθιά τον κύριο Αντρί και τον εμπόδιζε να ευτυχήσει κάνοντας το γκρίζο του σπίτι στην μακρινή Ισλανδία να μοιάζει με φυλακή.

Εκείνη τη μέρα που προσπαθεί να ξεχάσει χιόνιζε. Ο κύριος Αντρί έπαιζε με την κόρη του Μελίνα. Η Μελίνα ήταν επτά χρονών και είχε αρρωστήσει εδώ και κάποιο καιρό. Εκείνος έκανε ότι μπορούσε για να περνάει καλά και να ξεχνιέται. Την πήγαινε στο ποτάμι , ψάρευαν και κάποιες φορές, σπάνια, που ο καιρός ήταν καλός έκαναν πικ νικ. Σήμερα η χιονοθύελλα τους χάλασε τα σχέδια και έμειναν μέσα. Κάθισαν στο πάτωμα και έπαιξαν παιχνίδια. Κάποια στιγμή ο κύριος Αντρί σηκώθηκε και πήγε να πάρει ένα ποτήρι νερό. Ο βήχας της Μελίνας που ακούστηκε από το δωμάτιο τον ανησύχησε. Ακουγόταν πολύ άσχημα. Την επόμενη μέρα στο νοσοκομείο έμαθε το άσχημο νέο. Η ζωή του από εκείνη τη στιγμή διαλύθηκε.

Έκλεισε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες και κοίταξε τα μαραμένα φυτά της αυλής. Πήγε στην αποθήκη, πήρε ένα φτυάρι και άρχισε να σκάβει χώμα. Εκείνη τη μέρα φύτεψε ένα δέντρο που δεν θα μαρανόταν ποτέ, το δέντρο της Μελίνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου