«Η ΤΡΑΙΝΟΣΕ Α.Ε. ενημερώνει το επιβατικό κοινό ότι από 1ης Φεβρουαρίου 2018, στα δρομολόγιά της δεν θα εξυπηρετούνται σιδηροδρομικά οι Σταθμοί, Αμφίκλεια, Λιλαία και Μπράλος».
Με αυτή την ανακοίνωση όχι μόνο σβήνει μια ιστορική γραμμή, αλλά αποκόπτεται και μια ολόκληρη περιοχή της χώρας από το σιδηροδρομικό δίκτυο...
Κανένας σχεδιασμός, καμία μέριμνα για τους κατοίκους των χωριών της Φωκίδας, της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας...
Γράφω αναλυτικά σε άρθρο μου στον Δρόμο της Αριστεράς σχετικά με το ζήτημα.
ήδη στο βιβλίο μου "Η πέμπτη πόλη των Δωριέων", έβαζα την ηρωίδα μου να λέει: "Όταν τελειώσει και η νέα γραμμή για τη Θεσσαλονίκη, δεν τον βλέπω καλά το σταθμό…"
Δυστυχώς βγήκα αληθινός. Οι προειδοποιήσεις μέσω της εφημερίδας "Καστελλιώτικα Νέα", όλα αυτά τα χρόνια έπεσαν στο κενό.
Δεν το βάζουμε κάτω όμως
Ας υπογράψουμε όλοι το ψήφισμα
Προς το παρόν παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο Η πέμπτη πόλη των Δωριέων -περιπέτεια στη Γκιώνα (εκδόσεις Κέδρος)
"...Το τρένο κατευθυνόταν προς την Αμφίκλεια. Αριστερά υψωνόταν
ο Παρνασσός, με τις χιονισμένες κορυφές του. Η Αντιγόνη κοίταζε αχόρταγα το
τοπίο. Πόσο καιρό είχαν να βγουν έξω από την Αθήνα; αναρωτήθηκε.
Είδε τα πέτρινα σπιτάκια από το Κτήμα Αμφίκαια, που είχαν
επισκεφτεί παλιότερα με τους γονείς τους κι είχαν κάνει μέχρι και ιππασία με τα
άλογα που είχαν σωθεί από το σφαγείο. Ανήκαν στη θεσσαλική φυλή. Η ίδια – στην
αρχή τρομαγμένη – ανέβηκε στον Κύρο, που ήταν ένας μακρινός απόγονος του
Βουκεφάλα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το ηλικιωμένο ζώο κάλπαζε απαλά στα
χορταριασμένα μονοπάτια. Σιγά σιγά ήταν λες και καταλάβαινε την αναβάτριά του.
Να ζούσε άραγε ακόμα; σκέφτηκε. Πολύ θα ήθελε να ξαναπάνε με τους γονείς της.
Περάσαν χωρίς στάση από το σταθμό του τρένου και τότε ο Δημήτρης
άνοιξε το χάρτη. Πρώτη φορά τον έβλεπε η Αντιγόνη να διαβάζει κάτι τόσο
απορροφημένος. Λέξη δεν είχε πει σε όλο το ταξίδι. Αλλά λίγο πριν από τη Λιλαία
σαν να ξύπνησε ξαφνικά:
“Λιλαία είναι η Κάτω Αγόριανη. Μόλις περάσαμε τον Πολύδροσο,
δηλαδή τη Σουβάλα”, είπε.
Τα δυο παιδιά κοιτούσαν μία το χάρτη, μία έξω από το
παράθυρο.
«Αμάν πια, με τις αλλαγές των ονομάτων! Λες και μπορείς να
αλλάξεις την ιστορία αλλάζοντας τα ονόματα», αγανάκτησε η Αντιγόνη.
«Να και το ποτάμι. “Αποστολιάς” γράφει εδώ. Παραπόταμος του
βοιωτικού Κηφισού. Όπως και το δικό μας ποτάμι. Ο Κανιανίτης ή Πίνδος. Αριστερά
μας αυτά τα χωράφια τα λέει “Λειβαδοράχη”».
Μέχρι και η μητέρα των παιδιών, η Λιάνα, είχε αφήσει το
κινητό της και είχε σκύψει πάνω από τον χάρτη. Παραλίγο να μην ακούσουν την
αναγγελία που ειδοποιούσε τους επιβάτες με προορισμό τον Μπράλο να ετοιμάζονται
και πως η κάθοδος θα γινόταν από τις αριστερές πόρτες, σύμφωνα με την
κατεύθυνση της αμαξοστοιχίας. Μάζεψαν όπως όπως όσα είχαν απλώσει κι έτρεξαν
στην έξοδο, ακούγοντας τις παρατηρήσεις του ελεγκτή.
Κατέβηκαν στο σταθμό κι αμέσως τους τύλιξε το άρωμα από τα
πλατάνια. Μετά την κλεισούρα και το απαίσιο ερκοντίσιον του τρένου ανάσαναν και
οι τρεις τους βαθιά. Ήταν αναζωογονητικό και ταυτόχρονα έφερνε στο μυαλό του
Δημήτρη όλες τις ωραίες στιγμές που είχαν ζήσει στα Καστέλλια, κυρίως την
άνοιξη και το χειμώνα.
Μυρίζοντας και χαζεύοντας δεν κατάλαβαν πως πέρασε η ώρα.
Έξι και μισή το απόγευμα και γύρω υπήρχε απόλυτη ερημιά και ησυχία. Όταν
αποφάσισαν αν βγουν στον δρόμο, όλα τα ταξί είχαν φύγει.
«Αν δεν κουβαλούσαμε όλα αυτά τα πράγματα, θα πήγαινα
ευχαρίστως με τα πόδια», δήλωσε η Λιάνα.
«Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε λίγο ανήσυχη η Αντιγόνη.
«Θα πάρω τηλέφωνο τον Κώστα τον Πολύκαρπο. Ελπίζω να είναι
στο χωριό, και να έρθει να μας πάρει».
Η Λιάνα δε βρήκε τον Κώστα, αλλά το γιο του, που θα ερχόταν
όμως να τους πάρει με το ταξί. Εν τω μεταξύ, όσο εκείνη τηλεφωνούσε, τα δύο
αδέλφια περιπλανιούνταν στο σταθμό και στα κτίριά του που μύριζαν εγκατάλειψη.
«Ξέρετε πόσος κόσμος ζούσε εδώ παλιά;» είπε η Λιάνα. «Υπήρχε
σταθμάρχης, υπήρχε άνθρωπος για τα εισιτήρια, υπήρχε καφενείο. Όταν τελειώσει
και η νέα γραμμή για τη Θεσσαλονίκη, δεν τον βλέπω καλά το σταθμό…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου