Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

Τα παραμύθια ...αλλιώς!



 Στο εργαστήριό μας "Ο κόσμος της Άλκης Ζέη" με το Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Χαλανδρίου την προηγούμενη φορά διαβάσαμε το τελευταίο παραμύθι της που κυκλοφόρησε, το "Με βάρκα ένα παπούτσι" -παραλλαγή του "Μουβένιου Στρατιώτη" του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Με αυτή την αφορμή ζητήσαμε από τα παιδιά να γράψουν μια παραλλαγή κάποιου γνωστού παραμυθιού.

Να μερικές από τις ιστορίες

   ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΣΤΟ ΝΑ ΕΙΣΑΙ STAR

(Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΧΙΟΝΑΤΗ)

της Ηλιοδώρας Πορίχη

Σήμερα είχα πολλές φωτογραφήσεις… Α! Ξέχασα να σας συστηθώ! Είμαι η Κατερίνα και είμαι μία διάσημη τραγουδίστρια. Η ζωή μου ήταν τέλεια μέχρι ένα σημείο. Οπότε πάμε πάλι από την αρχή. Λοιπόν σήμερα είχα πολλές φωτογραφήσεις επειδή έβγαλα ένα καινούριο τραγούδι. Επίσης σήμερα είχα και έναν πάγκο που έδινα αυτόγραφα και φωτογραφίες σε θαυμαστές.

 Όταν τελείωσαν όλα αυτά πήγα στο σπίτι μου αλλά ένιωσα ότι έπεφτα. Μετά όλα μαύρισαν. Όταν άνοιξα τα μάτια μου ξανά είδα δύο άγριους άντρες  να με κοιτάζουν και να μιλάνε στο τηλέφωνο. Έλεγαν ότι με βρήκαν και θα με κρατήσουν για υπηρέτρια. Υπηρέτρια;! Εγώ;! Ήμουν σε σοκ.

              ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΜΗΝΑ

Σήμερα έχω κάνει τόσες πολλές δουλειές θα λιποθυμήσω! Και ξαφνικά… έπεσα… Ήμουν έτσι μέχρι που άκουσα έναν δυνατό χτύπο. Ο κολλητός μου ο αστυνομικός! Ναι, ξέχασα να σας πω ότι ο κολλητός μου είναι αστυνομικός. Η διαφορά είναι ότι για εμένα δεν είναι ακριβώς κολλητός… εντάξει! Τον έχω ερωτευτεί! Το είπα! Λοιπόν ο κολλητός μου κλότσησε την πόρτα και μπήκε μέσα με θεαματική είσοδο, λέγοντας <<Συλλαμβάνεσαι!>> Πήγε τους άντρες στην φυλακή, και μετά ο κολλητός μου με σήκωσε σαν πριγκίπισσα και με πήγε στο νοσοκομείο διότι πριν είχα λιποθυμήσει.

Τότε αποφάσισα κάτι. Αυτό το διάλειμμα από την μουσική δεν ήταν και τόσο κακό τελικά. Εκτός από το ότι έκανα τόσες δουλειές βέβαια. Για αυτό αποφάσισα να σπουδάσω νομική. Να κάνω κάτι που θα είμαι ελεύθερη, που θα είμαι χαρούμενη και  που θα πάρω τον δικό μου δρόμο προς το ηλιοβασίλεμα.  


Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ, 

Η ΜΙΚΡΗ ΑΕΡΟΠΟΡΟΣ

                                                      της Μαριαλένας Πορίχη

Σήμερα δεν μπορούσα να περιμένω να τελειώσει το μάθημα. Με το που χτύπησε το κουδούνι, σαν βολίδα πετάχτηκα από τη θέση μου και έτρεξα για το σπίτι. Δεν μπορούσα να περιμένω να πω τα νέα στη μαμά. Πήρα το κλειδί κάτω από το χαλί, άνοιξα την πόρτα, πέταξα τα παπούτσια μου στην άκρη και έτρεξα στην κουζίνα.

-Καλησπέρα Γεωργία! Γρήγορα δεν γύρισες από το σχολείο; Έλα να σου σερβίρω να φας, κομμένη σε βλέπω πάλι.

-Μαμά, μαμά! Αποφάσισα τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω! Μιλήσαμε σήμερα για τα πλοία και τον ναυτικό στόλο. Θέλω να ασχοληθώ με το ναυτικό εμπόριο!

Η μαμά μου πνίγηκε όταν το άκουσε.

-Μωρέ τι λες; Μας βγήκες κι εσύ σαν την Μαρίνα τη θαλασσινή; Σε ονομάσαμε Γεωργία για κάποιον λόγο! Ο πατέρας σου χρειάζεται χέρια στα χωράφια!

-Μα μαμά! Η θάλασσα είναι τόσο όμορφη. Ο ήχος, το περιβάλλον, η αίσθηση της ελευθερίας. Τα χωράφια με πνίγουν! Θα γίνω το πρώτο κορίτσι του χωριού που θα μπει στον Ελληνικό Ναυτικό Στόλο!

-Αχ, αχ, αχ! Τι φιτιλιές μας άναψε το σχολείο! Ακούγεσαι ακριβώς όπως η Μαρίνα η Θαλασσινή και θα το μετανιώσεις!

-Ποιά είναι η Μαρίνα η Θαλασσινή;

-Δεν σου έχω πει; Τέλεια! Θα σου πω και μετά θα δω τι ωραία που θα ‘ναι να παρατήσεις την οικογενειακή επιχείρηση και να βόσκεις στη θάλασσα!

Κάποτε, τι κάποτε δηλαδή; Της γενιάς μου ήταν το κορίτσι, με βάση τη θειά σου την Κατερίνα. Έμενε σε ένα παραθαλάσσιο χωριό και η οικογένειά της ήταν πολύ γνωστή σε όλο τον νομό! Ο πατέρας της ήταν ξακουστός ψαράς, που είχε κληρονομήσει την επιχείρησή του από τον πατέρα του, που την είχε πάρει από τον δικό του πατέρα και πήγαινε έτσι για γενιές και γενιές. Όλοι οι αδερφοί και οι αδερφάδες της είχαν ασχοληθεί με την οικογενειακή τους επιχείρηση, αλλά τα δικά της τα μυαλά ήταν πάνω από το κεφάλι της. Έφταιγε και ο φουκαριάρης ο πατέρας της, που της είχε φανερή αδυναμία και την κακομάθαινε.

Η Μαρίνα, λοιπόν, δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση με την θάλασσα και ο μπάρμπας της της είχε τάξει σπουδές και καριέρα στο πιάτο. Ό,τι κι αν ήθελε να γίνει θα την άφηνε. Έτσι φούσκωναν τα μυαλά της και αντί να κοιτάζει που πατάει στο έδαφος, έβλεπε εκείνη τον ουρανό. Και μια μέρα, αποφάσισε.

Έτρεξε στον πατέρα της όπως έτρεξες κι εσύ σήμερα και του λέει, «Μπαμπά μου, μπαμπά μου πολυαγαπημένε! Αποφάσισα τι θέλω να γίνω. Εγώ δεν είμαι φτιαγμένη για τη θάλασσα μα μήτε και για τη γη. Εγώ θέλω να πετάξω. Θα ταξιδέψω τον αιθέρα και θα γίνω η πρώτη νέα του χωριού που θα πετάξει πάνω από αυτό το χωριό!». Αλλά ο μπαμπάς της δεν το πήρε και πολύ καλά.

«Μα τι λες μωρέ Μαρίνα! Είναι τα μυαλά σου καλά; Σου ‘πα να γίνεις ό,τι τραβάει η ψυχή σου, αλλά τη γη και τη θάλασσα δεν τις αφήνεις! Δεν θα σε αφήσω να γίνεις σαν αυτούς τους καραγκιόζηδες που νομίζουν ότι μπορούν να πετάξουν και τρων΄τα μούτρα τους! Ο άνθρωπος έχει πόδια και χέρια αλλ’ όχι φτερά. Μπορεί να περπατήσει και να κολυμπήσει, αλλά όχι να πετάξει! Δεν θα αμφισβητήσουμε τα πάντα εμείς τώρα. Γίν’ ό,τι θες καμάρι μου, αλλά μια φορά τα πόδια σου από τη γη δεν τα παίρνεις! Και τι μου λες για τον πρώτο νέο και κουταμάρες; Το παλικάρι της κυρα-Λίτσας από δίπλα φεύγει την επόμενη βδομάδα για την Αθήνα να πάει στην αεροπορία! Αν υποψιαστώ ότι η ξαφνική σου αγάπη για τον ουρανό οφείλεται σε αυτόν να σκάψετε λαγούμια κι οι δυό σας να κρυφτείτε! Δεν σας σώζει τίποτα από τη μανία μου!»

«Μα μπαμπά μου τι λες! 1970 έχουμε! Ασφαλές είναι το ταξίδι με το αεροπλάνο! Και η απόφασή μου δεν έχει καμιά σχέση με τον Δημητράκη της κυρα-Λίτσας! Η θάλασσα που ‘συ κολυμπάς με πνίγει πατερούλη μου με πνίγει και δε μ’ αφήνει να πάρω ανάσα! Η γη που ‘συ περπατάς, με καταπίνει πατερούλη μου και με φυλακίζει στα σκοτεινά της παγωμένα ρήγματα. Αλλά στον αέρα! Στον αέρα είμαι ελεύθερη, σαν τα πουλιά που πετάνε πάνω από πόλεις και χωριά, πάνω από τη γη και τη θάλασσα! Εγώ μπαμπάκα μου δεν είμαι φτιαγμένη για να περπατάω σα εσένα! Εγώ είμαι φτιαγμένη για να πετάω! Τα πουλιά δεν μπορούν να κολυμπήσουν ή να περπατήσουν σαν άνθρωποι, αλλά πετάνε. Πετάνε στα ουράνια! Όταν αναγκάζεις ένα πουλί να μείνει στην γη το φυλακίζεις πατερούλη μου! Έτσι κι εγώ! Με φυλακίζεις μπαμπάκα μου και με κάνεις δυστυχισμένη! Άσε με να ανοίξω τα φτερά μου και να δω τον κόσμο, σε παρακαλώ!»

Αλλά ο πατέρας της ήταν αμείλικτος. «Άσε μας μωρέ! Πολύ σε κακόμαθα εσένα μ’ φαίνεται! Άντε πήγαινε να μάθεις κανά δυό πράγματα από τα αδέρφια σου! Μου θες και να πετάξεις! Πόσο περισσότερο αέρα να πάρει το κεφάλι σου;»

Αλλά η Μαρίνα ήταν αποφασισμένη. Αν και δεν ήταν μόνο η ξεροκεφαλιά της, αλλά όντως το κορίτσι ήταν ερωτοχτυπημένο και τίποτα στον κόσμο δεν θα την εμπόδιζε από το να ακολουθήσει τον πρίγκιπα της μέχρι και στο διάστημα αν χρειαζόταν. Και αφού είδε ότι τα παρακάλια και οι φωνές δεν βοηθάνε σε τίποτα, πήρε ό,τι χρήματα είχε και το έσκασε να βρει τη θειά της την Ινώ στην Αθήνα! «Αυτή θα την σπούδαζε όπου ήθελε! Η θεια της την αγαπούσε, όχι σα τον πατέρα της.», σκεφτόταν στο τρένο για την Αθήνα.

Και όντως, η θειά της την άφησε να μείνει στο σπίτι της και την σπούδασε στα καλύτερα σχολεία της αεροπορίας! Κι η θειά της, που είχε αδυναμία στον αδερφούλη της, μαθαίνοντας ότι ο ίδιος έστειλε την κόρη του σε αυτή με όνειρο να την κάνει να πετάξει στα ουράνια, έσπευσε να την βοηθήσει. Αν και η ίδια δεν ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Η οικογένειά της λάτρευε τη θάλασσα. Εξάλλου κι ο πατέρας τους τον ονόμασε Νηρέα κι εκείνην Ινώ λόγω της θάλασσας. Η Ινώ ή Λευκοθέα ήταν στην Αρχαία Ελλάδα νύμφη της θάλασσας και ο Νηρέας επίσης θεότητα της θάλασσας. Και απ’ όσο θυμόταν ο αδερφός της μισούσε οτιδήποτε που δήλωνε την προσπάθεια του ανθρώπου να καταπατήσει τη μητέρα φύση. Αλλά αφού η ανιψιά της της έλεγε ότι ο πατέρας της την έστειλε, τότε θα έκανε ό,τι ζητούσε ο πολυαγαπημένος της αδερφούλης.

Έτσι η Μαρίνα πέρασε τα επόμενα χρόνια της στην Αθήνα να μαθαίνει τα πάντα για τα αεροπλάνα και τον τρόπο πλοήγησής τους. Αλλά το καλύτερο για εκείνη ήταν ότι σπούδαζε μαζί με τον αγαπημένο της. Ήταν φίλοι ήδη και όταν ήρθαν κι οι δυό στην Αθήνα έγιναν ακόμη πιο στενοί. Αλλά εκείνη ήθελε να γίνει κάτι παραπάνω από φίλη. Δεν της άρεσε απλώς, αυτό που έκανε δεν ήταν κάποιο καπρίτσιο, τον αγαπούσε και είχε αποφασίσει ήδη ότι ήθελε να ασχοληθεί με την αεροπορία πριν μάθει ότι κι εκείνος θα έκανε το ίδιο. Απλώς αυτό ήταν μια ευτυχής συγκυρία.

Και όντως το κορίτσι τα πήρε στα σοβαρά τα διαβάσματά του. Αγαπούσε το σχολείο της και την Αθήνα και δεν σκόπευε να γυρίσει ποτέ στο χωριό ή στην απαίσια θάλασσα που τόσο πολύ σιχαινόταν. Αλλά μετά από χρόνια, όταν πλέον είχαν γίνει αεροπόροι, κάτι συνέβη που άλλαξε τα δεδομένα.

-Επιτέλους γίνεται ανατροπή! Τόση ώρα μου λες μια ιστορία για ένα τυχαίο κορίτσι που ζει την ονειρική μου ζωή και δεν καταλήγεις στο γιατί να μην το σκάσω και εγώ και να πάω στο ναυτικό!

-Σσσσς! Η ιστορία συνεχίζεται!

Ήταν μια συνηθισμένη μέρα και η Μαρίνα, με τον Δημήτρη και την Ειρήνη θα πετάγανε πάνω από κάποιες περιοχές, στις οποίες ανήκε και το χωριό τους. Η Ειρήνη ήταν μια νέα προσθήκη που η Μαρίνα ζήλευε και απεχθανόταν. Έβλεπε πως γλυκοκοίταζε τον Δημήτρη και αυτό δεν της άρεσε καθόλου.

Όταν ξεκινούσαν το ταξίδι και διάλεγαν τα αεροπλάνα, καθώς η Μαρίνα μπήκε να δει αυτό που κοίταζε ο Δημήτρης, πρόσεξε ένα κόκκινο λαμπάκι να αναβοσβήνει. Δεν ήταν σίγουρη τι ήταν αυτό και τα αεροπλάνα είχαν περάσει από έλεγχο, άρα υπέθεσε ότι δεν θα ήταν τίποτα το σοβαρό. Αλλά αφού κατέβηκε και ο Δημήτρης δήλωσε ότι διάλεγε εκείνο, κάτι την έπιασε. Είχε ένα κακό προαίσθημα και ένιωσε ένα σφίξιμο στη καρδιά της. Στο μυαλό της είχε κολλήσει το κόκκινο λαμπάκι που αναβόσβηνε. Ήξερε ότι αν τους το έλεγε θα γελούσαν μαζί της, οπότε αποφάσισε ότι απλώς θα έμπαινε εκείνη σε αυτό. Εξάλλου εκείνη ήταν πολύ καλύτερη πιλότος και μπορούσε να χειριστεί κάθε κατάσταση.

«Βασικά εγώ θέλω αυτό. Δεν ξέρω γιατί απλώς κάτι μου γυάλισε. Γιατί εσύ δεν παίρνεις εκείνο;»

«Ναι!», πετάχτηκε η Ειρήνη, «Έτσι θα πάμε και κατά χρώματα και μέγεθος. Το μεγάλο με τη μπλε γραμμή εσύ και τα δύο μικρά με τις κόκκινες εμείς!»

«Μα...»

«Επιμένω! Θα μας χαλάσεις τώρα τα σχέδια; Εξάλλου οι κυρίες προηγούνται δεν λένε;», είπε η Ειρήνη, που δεν περίμενε ούτε απάντηση πριν πάει στο αεροπλάνο της.

Στην διαδρομή τους όλα πήγαιναν καλά. Θα έκαναν στάση σε ένα μέρος πολύ κοντά στο χωριό της και τότε ήταν που τα πράγματα βγήκαν εκτός ελέγχου. Η Μαρίνα είχε συνειδητοποιήσει ότι κάτι πήγαινε στραβά και είχε μείνει λίγο πιο πίσω από τους άλλους. Αλλά σκεφτόταν ότι ήταν τόσο κοντά στη στάση και ότι οι άλλοι είχαν ήδη προσγειωθεί άρα θα τους το έλεγε τότε, αλλά ξαφνικά άλλο ένα κόκκινο λαμπάκι ξεκίνησε να αναβοσβήνει και καπνός ξεκίνησε να μυρίζει στο σκάφος της Μαρίνας. Εκείνο το λαμπάκι το γνώριζε καλά η Μαρίνα από τους χειρότερους εφιάλτες της. Έσπευσε να στείλει μήνυμα στους άλλους ότι χρειαζόταν βοήθεια και προσπάθησε να σταθεροποιήσει το αεροπλάνο, αλλά ήδη έχανε ύψος και κατευθυνόταν προς τα αεροπλάνα των συναδέλφων της. Δεν είχε άλλη επιλογή, παρά είτε να συγκρουστεί με τα αεροπλάνα τους και να τους σκοτώσει και τους δύο, είτε να ρίξει το αεροπλάνο.

Δεν ήξερε τι να κάνει. Βρισκόταν σε δίλημμα. Αλλά ήξερε μέσα της τι έπρεπε να κάνει. Δεν υπήρχε περίπτωση να βάλει σε κίνδυνο τον αγαπημένο της. Έτσι έστριψε το αεροπλάνο με όλη της τη δύναμη προς τη θάλασσα που τόσο σιχαινόταν. Την θάλασσα του χωριού της, όπου τώρα θα ψάρευαν αμέριμνοι ο πατέρας και τα αδέρφια της που είχε να ακούσει από αυτούς 10 χρόνια! «Αχ, πώς κατέληξαν τα πράγματα έτσι;», σκεφτόταν τη στιγμή που το αεροπλάνο έπεφτε στη θάλασσα. Αλλά λένε ότι το τελευταίο της δευτερόλεπτο, εκείνη χαμογέλασε και είπε, «Τίποτα δεν θ’ άλλαζα, εκτός απ’ ένα. Θεέ μου, στη θάλασσα έπρεπε να με σκοτώσεις;».

Έτσι η Μαρίνα πέθανε σαν τα κρύα τα νερά. Αργότερα, ο Δημήτρης της τα έφτιαξε με την Ειρήνη, πιστεύοντας ότι εκείνη τον έσωσε από το λάθος αεροπλάνο. Και έτσι έμεινε γνωστή ως η Μαρίνα της θάλασσας, όπου όσο κι αν μισούσε τη θάλασσα, από εκεί ξεκίνησε η ζωή της και εκεί τελείωσε.

Τι έχεις να πεις λοιπόν; Θες να το σκάσεις από τη μάνα σου και να θαλασσοπνιγείς;

-Μαμά μου, σε αγαπώ και σε εκτιμώ και το ξέρεις, αλλά έχεις μεγάλη φαντασία, μόνο αυτό έχω να σου πω!

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου