Στο εργαστήριο μας για τον Αντώνη Σαμαράκη που πραγματοποιείται σε συνεργασία με το Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Χαλανδρίου, στην προηγούμενη συνάντησή μας διαβάσαμε ένα πραγματικά εκπληκτικό διήγημα του Αντώνη Σμαράκη από το "Διαβατήριο" με τίτλο "Η τελευταία ζαβολιά".
Ζήτησα από τα παιδιά να γράψουν ελεύθερα μια δική τους ιστορία με αυτόν τον τίτλο
Και αυτή η εξαιρετική ιστορία ήρθε στα χέρια μου:
H TΕΛΕΥΤΑΙΑ ΖΑΒΟΛΙΑ
Aν και
καθιστός μπορούσε να δει από μακριά τα φώτα από το μικρό γηπεδάκι του μπάσκετ,
καθώς πλησίαζαν. Περιτριγυρισμένο από ψηλά πεύκα ήταν μια μικρή όαση στην
τσιμεντούπολη που έμενε. Ο δρόμος, παρά την καραντίνα και την απαγόρευση της
κυκλοφορίας, ήταν μπλοκαρισμένος. «Μα που πάνε τόσα αμάξια μεσημεριάτικα. Για τη
δουλειά τους είναι αργοπορημένοι, για ψώνια απαγορεύεται….Ποιός τους ξέρει;»
«Το ίδιο μπορεί να λένε και για μας μαμά;»
«Έμεις θα κάνουμε μια μικρή στάση εδώ στο φαρμακείο να πάρουμε
τα φάρμακά σου. Κωδικός 1. Παρακαλώ! Όχι ό,τι να’ναι! ».
«Έλα βρε μαμά, δεν είπαμε ότι θα το κάνουμε επιστρέφοντας από
το γήπεδο;»
«Αν το κάνουμε μετά, θα κάτσουμε πολύ λίγο. Το φαρμακείο κλείνει
σε λιγότερο από μια ώρα! Αν θες να πάμε πρώτα στο γήπεδο δεν θα παίξεις ούτε
μισή ώρα!»
«Καλά, κάνε ό,τι θες! Μόνο μην μου πεις ότι πρέπει να
γυρίσουμε για να φάμε!»
«Ε…δεν θα κάτσουμε όμως μέχρι το απόγευμα! Ευτυχώς σου έχω
πάρει ένα τοστάκι, οπότε μην ανησυχείς θα το χαρείς …»
«Γιατί δεν με πας μέχρι το γήπεδο και να έρθεις μετά από δέκα
λεπτά εσύ!»
«Και να σε αφήσω μόνο σου; Αυτό δεν γίνεται;»
«Γιατί μαμά, πιστεύεις ότι και να ήθελαν μπορούν ή θέλουν να
με κλέψουνε έτσι όπως είμαι;»
«Μα τι είναι αυτά που λες; Δεν κρατιέσαι να παίξεις και λες
ανοησίες!»
«Όση ώρα μιλάμε θα είχαμε πάει στο πάρκο!»
«Λοιπόν θα με περιμένεις εδώ και σε μισό έρχομαι!»
«Άρα με αφήνεις μόνο μου!»
«Δεν θέλω να μπεις στο φαρμακείο! Τόσοι μπαίνουν, μπορεί να
έχουν ιώσεις…ξέρω εγώ!»
«Δεν είναι αυτό μαμά και το ξέρεις! Αν είχε ράμπα για το αμαξίδιο μου θα με
έπαιρνες μαζί σου! Όμως δεν έχει!»
«Πάρε τη μπάλα σου και έρχομαι.»
Η μητέρα μπήκε στο φαρμακείο. Είχε ακόμα αλλά δύο
άτομα….Πέρασαν μερικά λεπτά αλλά κανείς δεν είχε βγει. Οι δύο ηλικιωμένοι που
προηγούνταν έκαναν κάποιο εμβόλιο. Ο μικρός Οδυσσέας βλέποντας την ουρά να μην
προχωρεί….άρχισε να γίνεται περισσότερο ανυπόμονος. Το πεζοδρόμιο μπροστά του ανοιχτό.
Κανένας πεζός. Στο τέλος του δρόμου η διάβαση με το φανάρι…και ακριβώς απέναντι
η παιδική χαρά και το γήπεδο.
«Βαρέθηκα να περιμένω. Ξέρω ότι η μαμά θα θυμώσει με τη
ζαβολιά μου, αλλά ξέρω πώς να την αντιμετωπίσω!», μονολόγησε. «Θα της πω…Μαμά
δεν χαίρεσαι που τα κατάφερα μόνος μου; Αυτό δεν θες ; Να γίνω πιο ανεξάρτητος!
Θα ήθελα να είσαι υπερήφανη όπως εγώ!»…Αν της τα πω αυτά θα λιώσει…χαχα»
Κρέμασε την τσάντα με τη μπάλα του μπάσκετ στο χερούλι, πήρε
μια βαθιά ανάσα, έβαλε τα χέρια στις ρόδες και έδωσε μια μεγάλη ώθηση. Σε λίγα
λεπτά θα βρισκόταν στο γήπεδο που τόσο αγαπούσε. Ήταν το μόνο που οι μπασκέτες
δεν ήταν τόσο ψηλές και μπορούσε καθιστός να βάλει καλάθι. Τι και αν ήταν
παιδικές οι μπασκέτες. Για εκείνον το μόνο που μετρούσε ήταν να βάλει το
καλάθι….
Με τις σκέψεις αυτές έφτασε στη διάβαση. Το φανάρι είχε ανάψει
πράσινο αλλά εκείνος δεν μπορούσε να περάσει. Ένα αμάξι είχε παρκάρει κλείνοντας
τον δρόμο. «Τι προτότυπο! Τι θα έκανε η μαμά σε αυτή την περίπτωση; Από πού θα
πήγαινε;» σκέφτηκε.
Κοίταξε τριγύρω, αλλά όλος ο δρόμος ήταν παρκαρισμένος. Ένα
μικρό άνοιγμα ανάμεσα σε ένα αμάξι και ένα μηχανάκι τού φάνηκε ιδανικό για να
περάσει. Έδωσε μια δυνατή ώθηση για να φτάσει το κενό λίγα μέτρα μακριά.
Έστριψε τη ρόδα έτοιμος να περάσει από το στενό πέρασμα, όταν κατάλαβε ότι δεν
υπήρχε διάβαση και το πεζοδρόμιο ήταν αρκετά ψηλό για να κατέβει.
«Θα το τολμήσω….που θα πάει..θα τα καταφέρω!»
«Οδυσσέα που είσαι;..Οδυσσέα;» Η φωνή της μαμά του ακούστηκε
διαπεραστική!
«Εδώ μαμά, εδώ….»
Γύρισε να την κοιτάξει…και ένας δυνατός θόρυβος την έκανε να
στρέψει το βλέμμα της σε κείνον!»
«Οδυσσέα μου τι κάνεις εκεί! Σταμάτα! Ω Θεέ μου…»
Όλα έγιναν σε μερικά δευτερόπλεπτα. Καθώς το αναπηρικό
καροτσάκι κατέβαινε από το ψηλό πεζοδρόμιο εκείνος γλίστρησε. Θα έπεφτε αν δεν
κρατιώταν από το καπό ενός αυτοκινήτου.
Όμως δεν είχε προσέξει ότι δεν χωρούσε και από το τράνταγμα η μηχανή δίπλα του
έπεσε, κάνοντας έναν δυνατό θόρυβο. Από τα μαγαζιά είχε βγει κόσμος. Κάποιοι
έβγαζαν βίντεο με το κινητό, άλλοι μιλούσαν. Μόνο ένας περαστικός έτρεξε να δει
αν είναι καλά.
«Αγάπη μου είσαι καλά; Γιατί έκανες του κεφαλιού σου; Ούτε μικρός
δεν έκανες τόσες ζαβολιές» του φώναξε η μαμά τρέχοντας προς το μέρος του.
«Μαμά σταμάτα είμαι καλά. Αν δεν είχαν κλείσει τη διάβαση θα
ήσουν περήφανη για μένα. Πρέπει να σηκώσουμε το μηχανάκι και να βρούμε σε ποιόν
ανήκει να του πληρώσουμε τη ζημιά. Εγώ ξέρω τι σημαίνει να μην έχεις το όχημά
σου! »
Τρέχοντας από το γήπεδο ήρθε προς το μέρος τους ένας ψηλός
νεαρός. Αν σήκωνε τα χέρια του ξεπερνούσε ακόμα και τη νερατζιά που ήταν στο
πεζοδρόμιο. Ο Οδυσσέας κοκκίνησε από ντροπή…
«Είσαι καλά αγόρι μου», του είπε.
«Ναι…ναι….Συγνώμη»
«Δεν έγινε τίποτα…είναι θηρίο….Τι βλέπω ; Παίζεις μπάσκετ;»
«Ήταν τόση η αγωνία του να πάει στο γήπεδο που έφυγε μόνος
του. Συγνώμη και από μένα. Να ξέρετε ότι θα πληρώσουμε οποιαδήποτε ζημιά….τα
στοιχεία μου…»
«Αφήστε τα αυτά. Πάμε στο γήπεδο μαζί να κάνουμε την προπόνησή
μας και τα λέμε μετά. «Πώς σε λένε νεαρέ μου;»
«Οδυσσέα»
«Εμένα Γιάννη, χάρηκα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου