Οι ζαβολιές εμπνέουν! Κυρίως όταν στην αρχή βρίσκεται ένα διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη. Μια ακόμη διασκεδαστική ιστορία από το εργαστήρι μας στο Αετοπούλειο του Δήμου Χαλανδρίου
Η
τελευταία ζαβολιά
Νάγια Τζαφέρη
Απόγευμα
Κυριακής, κάποια χρόνια πριν. Πρωτάκι εγώ και η Ζωή δύο, τριών χρονών. Παίζαμε
στο δωμάτιό μας. Τίποτα ασυνήθιστο. Ζωγραφίσαμε, βγάλαμε κούκλες, βιβλία,
πλαστελίνες… Οι γονείς πάνω κάτω στο σπίτι, κάτι συμμάζευαν, δεν θυμάμαι καλά.
Είχαμε κλείσει τις πόρτες του δωματίου μας για να μην μας ενοχλούν. Και λέω
πόρτες, γιατί είναι δύο δωμάτια ενωμένα. Έπεσε η ιδέα, ή μάλλον εγώ την έριξα,
να παίξουμε κομμωτήριο…
Η
Ζωή ήταν ενθουσιασμένη. Κάθισε στην καρέκλα και εγώ πήρα το ψαλίδι μου. Είχε
κόψει χαρτιά στο παρελθόν, άρα μια χαρά είναι και για τρίχες, σκέφτηκα. Άρχισα
να κόβω και να ισιώνω και να χτενίζω. Βέβαια η αδερφή μου δεν έλεγε να μείνει
τελείως ακίνητη και μου ξέφευγε καμία τούφα που και που. Στο τέλος από το
κόψε-κόψε έμεινε μόνο μια μακριά ξανθιά φράντζα, όλο το υπόλοιπο ήταν σαν το
μαλλί του μπαμπά.
Όταν
τελείωσα τη δουλειά μου, σηκώθηκε από την καρέκλα και έτρεξε στον καθρέφτη στο
κομοδίνο να δει το αποτέλεσμα. Αμέσως άρχισε να χοροπηδάει από την χαρά της και
να τριροκοπάει:
«Είμαι
όμορφη! Τέλειο, Νάγια!»
Εγώ
σαν ‘καλό κορίτσι’ έβαλα ωραία και τακτικά τα κομμένα μαλλιά σε μικρά κουτάκια
και τα έκρυψα σε διάφορα σημεία στο δωμάτιο για να έχουμε ένα ενθύμιο από το
δημιουργικό απόγευμά μας.
Λίγη
ώρα μετά η μαμά μισάνοιξε την μία πόρτα.
«Κοριτσάκια,
πολλή ησυχία κάνετε, όλα καλά;»
Και
τότε άρχισε ο χαμός! Η μαμά να τσιρίζει «Πάνε τα μαλλιά του παιδιού! Τι έκανες!
Θα τρελαθώ!», η Ζωή να φωνάζει «Η Νάγια με κούρεψε! Είμαι κούκλα!», εγώ να
ανοίξει η γη και να με καταπιεί… Μου ήρθε ξαφνικό. Ο μπαμπάς άκουσε τις φωνές,
άνοιξε την άλλη πόρτα με πάταγο να δει τι συμβαίνει και μπήκε και αυτός στο
παιχνίδι. Λίγο πιο ήρεμος από την μαμά, με τράβηξε στην άκρη και προσπαθούσε να
μου εξηγήσει. Ότι το μικρό είναι σαν κουρεμένο γίδι και αυτό που έκανα είναι
σοβαρό και πρέπει να καταλάβω το λάθος και ότι είναι δύσκολο να διορθωθεί και
πολλά άλλα. Στο μεταξύ είχε ηρεμήσει και η μαμά, αλλά το κακό είχε γίνει. Μπήκα
και τιμωρία, εννοείται, για λίγη ώρα στη γωνιά της σκέψης στο σαλόνι. Εκεί
ένιωσα ντροπή, μετάνιωσα πολύ. «Αυτή θα είναι η τελευταία ζαβολιά, το
ορκίζομαι» είπα στον εαυτό μου.
Τελικά
την επόμενη μέρα η Ζωή πήγε στο κανονικό κομμωτήριο και τις τα σουλούπωσαν
λίγο. Φυσικά τα μαλλιά ξαναμάκρυναν σιγά σιγά.
Οι τούφες στα κουτάκια πετάχτηκαν και το θέμα δεν ξανασυζητήθηκε για
καιρό, γιατί πραγματικά δεν ήθελα να το θυμάμαι…
Σήμερα,
«η τελευταία ζαβολιά» είναι μια αστεία ιστορία της οικογένειας και μάλιστα η
αγαπημένη της Ζωής, που αυτή τη στιγμή που γράφω πηγαίνει στην πρώτη δημοτικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου