Στο εργαστήρι μας "Ο κόσμος της Άλκης Ζέη" στο Αετοπούλειο του Δήμου Χαλανδρίου, αυτή τη φορά τα παιδιά εμπνέονται από έναν πίνακα
Πίνακας του Frederick Carl Frieseke |
Είναι μάλλον άνοιξη ή καλοκαίρι. Κρίνοντας από τα κοντομάνικα φορέματά τους και τα χρώματα των δέντρων είναι πιο πιθανό να είναι άνοιξη. Ο πίνακας δείχνει δύο νέες κοπέλες, με ελαφριά φορέματα που θυμίζουν φουστάνια του 19ου αιώνα. Φοράνε καπελίνα και η μία κρατάει και μια ομπρέλα για τον ήλιο.
Στο περιβάλλον παρατηρούμε δέντρα, θάμνους και ένα ποτάμι. Ο
καλλιτέχνης χρωματίζει με πινελιές, ενώ τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το
κίτρινο και το μπλε, ενώ και το πράσινο τραβάει την προσοχή σε κάποια σημεία.
Αξιοσημείωτα είναι και τα χρώματα στα φουστάνια των κοριτσιών. Το ένα είναι
λευκό και το άλλο λιλά, ενώ φαίνονται και άλλα χρώματα με τη σκίαση και τον
φωτισμό που προσφέρουν οι ακτίνες του ήλιου καθώς περνάνε μέσα από τα φύλλα των
δέντρων.
ΤΗΣ ΑΡΕΣΕ ΠΟΛΥ...
της Μαριαλένας Πορίχη
Της άρεσε πολύ η περιπέτεια. Οι πρώτες μου μνήμες μαζί της,
περιλαμβάνουν εκείνη να κάνει βαρελάκια στους λόφους, να πηδάει βραχάκια στο
ποτάμι ή να σκαρφαλώνει δέντρα. Θυμάμαι την κυρα-Μάρω να της φωνάζει, «Πού πας
μωρέ φορώντας το φόρεμα; Έβαλε όλη της την τέχνη η ράφτρα! Στο ορκίζομαι
Αικατερίνη ότι αν μου το φέρεις και αυτό χιλιοτρυπημένο θα σε αφήσω τσίτσιδη να
κυκλοφορείς!». Η κυρα-Μάρω, ήταν γνωστή για την αξιοπρέπειά της, τη
νοικοκυροσύνη και την υπευθυνότητά της. Φαινόταν πάντα αυστηρή και καθώς πρέπει,
αλλά ποτέ της δεν σήκωσε χέρι στην Κατερίνα και όσες φορές κι αν έσκιζε τα
ρούχα της, εκείνη θα της έπαιρνε άλλα.
Της άρεσε πολύ η μουσική. Θυμάμαι πώς μου ζήταγε να φέρω το
βιολί κάθε φορά, και όσο έπαιζα, κοιτούσε μαγεμένη. Πάντοτε κινούταν πολύ και
έκανε φασαρία, σωστό αγρίμι, αλλά τη στιγμή που ένιωθε το γνωστό «γαργαλητό» όπως
έλεγε, στα αυτιά της, τη στιγμή που οι νότες τρύπωναν μία μία μέσα στο κεφάλι
της και έστηναν χορό, εκείνη ηρεμούσε. Πάντοτε η προσοχή της ήταν σε εμένα όσο
έπαιζα, ή μάλλον καλύτερα, στο όργανο κι εγώ χαιρόμουν. Χαιρόμουν να βλέπω τον
παιδικό της ενθουσιασμό, ακόμη κι όταν μεγάλωνε, κάθε φορά που έπαιζα ένα απλό
κομμάτι, κάθε φορά που άγγιζε το όργανο με τα λεπτά, χαριτωμένα δάχτυλά της και
τη φορά που της έδωσα να δοκιμάσει, και τότε χαιρόμουν. Χαιρόμουν που δεν
έβλεπε το κοκκίνισμα που είχε φτάσει μέχρι τα αυτιά μου τόσο κοντά που ήταν τα
πρόσωπά μας. Χαιρόμουν πολύ.
Της άρεσε πολύ ο χορός. Ήταν εκείνες οι ημέρες που θα
φορούσε συγκεκριμένα παπούτσια και θα έκανε τα μαλλιά της πλεξουδάκια που έδενε
με κορδέλες σαν στεφάνι και περίμενε εγώ να αποκωδικοποιήσω το μήνυμά της και
να της ζητήσω τον χορό. Εκείνη θα έκανε την ξαφνιασμένη και την κολακευμένη και
θα μου έπαιρνε το χέρι. Θα ανεβαίναμε στην ταράτσα του σπιτιού της, απ’ όπου
μπορούσαμε να δούμε την σκοτεινή νύχτα, να φωτίζει από τις λάμπες πετρελαίου
που μία μία άναβαν και θύμιζαν τα αστέρια του ουρανού. Εκεί στο μοναδικό θέαμα,
κάτω από το φως του φεγγαριού, θα την έπιανα από τη μέση και θα χορεύαμε. Την
στροβίλιζα γύρω γύρω, την σήκωνα και το γέλιο της αντηχούσε σαν μουσική στα
αυτιά μου. Εκεί, στο δικό μας μικρό σύμπαν, μπορούσαμε να χορεύουμε για ώρες.
Της άρεσε πολύ το δάσος. Την θυμάμαι που έπαιρνε από το χέρι
την φίλη της τη Γεωργία και θα την τραβούσε να εξερευνήσουνε το δάσος. Πάντοτε
το φόρεμά της, στροβιλιζόταν με χάρη καθώς πήδαγε πάνω από πέτρες και ρίζες, κι
εγώ ξωπίσω να τις παίρνω στο κατόπι. Η φίλη της θα παραπονιόταν, αλλά εκείνη
πάντα χαμογελούσε. Και πλέον, όταν θα έφταναν μπροστά από τον αγαπημένο της
πλάτανο, εκείνη θα άφηνε στην άκρη τα παπούτσια της και θα κατηφόριζε στο
ποτάμι. Θα καθόταν στην όχθη και θα έβρεχε τα πόδια της. Πάντα έλεγε ότι
εκείνος ήταν ο παράδεισός της. Εκείνη, να κάθεται κάτω από τα δέντρα και να
νιώθει τη φύση. Να μπορεί να νιώσει το μαλακό χώμα κάτω από τα χέρια της και το
κρύο νερό να γαργαλάει τα δάχτυλά της. Και εκείνη τη στιγμή, εγώ θα κρυβόμουν
πίσω από ένα δέντρο και θα την παρακολουθούσα. Εκείνη πάντα το ήξερε. Γύριζε,
μου χαμογελούσε ναζιάρικα και μου έκανε νόημα να κάτσω μαζί της. Και το
χαμόγελό της ήταν τόσο όμορφο και μοναδικό, εκεί, όταν οι ακτίνες του ήλιου
ξετρύπωναν μέσα από τα κενά των φύλλων και αναδείκνυαν τα όμορφα πράσινα μάτια
της και το δροσερό αεράκι έπαιρνε την κορδέλα των μαλλιών της μακριά, και άφηνε
τα ξανθά μαλλιά της να πέσουν μαλακά και ανάλαφρα στους ώμους της. Δεν υπήρχε
πιο μοναδική εικόνα για εμένα. Κι ακόμη κι αν η φίλη της άνοιγε το ομπρελίνο
της, να αποτρέψει τον ζεστό ήλιο από το να χτυπήσει το πρόσωπό της, η Κατερίνα
δεν το έκανε ποτέ.
Της άρεσε πολύ ο ήλιος. Της άρεσε να νιώθει τη ζεστασιά του
στο πρόσωπό της, όταν ξάπλωνε μαζί μου στους αγρούς, ανάμεσα στα λουλούδια. Θα
άπλωνε το χέρι της ψηλά και θα προσπαθούσε να τον πιάσει. Μου έλεγε για τα
όνειρά της, ότι μια μέρα θα πάμε παρέα στον ουρανό. Θα ξαπλώσουμε στα σύννεφα
να δούμε αν είναι μαλακά σαν βαμβάκι, θα ακουμπήσουμε τον ήλιο να δούμε αν
καίει σαν φωτιά, θα ανεβούμε στο φεγγάρι να δούμε αν μοιάζει σαν το λουλούδι
των ευχών, που έπιανε στα χέρια της προσεχτικά και φυσούσε τα πέταλά του να τα
πάρει ο άνεμος, να τα πετάξει ψηλά, εκεί που εμείς δεν μπορούσαμε να πάμε, να
πετάξουν δίπλα στα πουλιά και να ατενίσουν τον ουρανό, όπως εκείνη πάντα ήθελε
να κάνει. Εκείνες οι ημέρες ήταν τα πάντα για εμένα, το άλφα και το ωμέγα. Οι
ημέρες που λουζόμασταν κάτω από το φεγγαρόφωτο ή τον πολυαγαπημένο της ήλιο και
μιλάγαμε για τα πάντα. Ήταν τόσο, μα τόσο πολύ όμορφη και δεν χόρταινα να την
κοιτάζω. Όσο εκείνη ονειρευόταν ταξίδια στον αιθέρα, σε μέρη μακρινά που
άνθρωπος δεν έχει πατήσει, εγώ το μόνο που ευχόμουν ήταν να είμαι μαζί της
εκεί. Όπου κι αν πάει, εγώ να τη συντροφεύω.
Να είμαι εκεί να της σφίγγω το χέρι όταν φοβάται, να της
δίνω το πανωφόρι μου όταν κρυώνει, να την αγκαλιάζω σφιχτά όταν είναι λυπημένη,
να της κάνω παρέα όταν βαριέται, να της παίζω μουσική όταν θέλει να ηρεμήσει,
να χορεύω μαζί της όταν έχει όρεξη για χορό, να μετράω τα αστέρια μαζί της όταν
δεν μπορεί να κοιμηθεί, να την σκεπάζω το βράδυ όταν θα πετάει την κουβέρτα, να
την προστατεύω και να την προσέχω για πάντα. Και μια μέρα να της το πω. Μια
μέρα ίσως να σου το πω. Μια μέρα ίσως να σου πάρω ένα λουλούδι ή ένα κόσμημα,
να κάτσω στα γόνατα και να σου το πω. Μια μέρα ίσως να σου πάρω το δάχτυλο όσο
θα κλαίς από ευτυχία και να σου περάσω ένα δαχτυλίδι. Μία μέρα ίσως να σε
σηκώσω ψηλά και να σε στριφογυρίσω όσο οι γονείς μας θα γλεντάνε και να σου
ψιθυρίσω στο αυτί ό,τι θες να ακούσεις. Να σου υποσχεθώ κάθε ταξίδι στον ήλιο
και το φεγγάρι, κάθε μουσική πάνω στα σύννεφα και κάθε χορό μέσα στ’ αστέρια.
Εξ’ άλλου δεν σου υποσχέθηκα, μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα,
κάτω από το αγαπημένο σου πλατάνι ότι μια μέρα θα σε παντρευτώ και θα σου
χαρίσω το φεγγάρι για δαχτυλίδι και τον ήλιο για κοκαλάκι στα μαλιά, να
περπατάς κάθε μέρα και όλος ο κόσμος να κοιτά μόνο εσένα, τον ομορφότερο
άνθρωπο στα πέρατα της γης; Σου υποσχέθηκα να σε προστατεύω πάντα και για πάντα
σε κάθε μέρος και εποχή. Και κάτω από τον πολυαγαπημένο σου ήλιο, μου είπες ότι
τίποτα δεν θα σε έκανε πιο ευτυχισμένη.
Σου άρεσε πολύ η μουσική. Σου άρεσε πολύ ο χορός. Σου άρεσε
πολύ το δάσος. Σου άρεσε πολύ ο ήλιος. Σου άρεσα πολύ κι εγώ. Αλλά όσο κι αν σου
άρεσαν όλα αυτά, τίποτα δεν υπήρχε εκείνη την ημέρα. Εκείνη την ημέρα η μουσική
είχε πνιγεί από κραυγές και κλάματα. Εκείνη την ημέρα, κανείς δεν άντεχε ούτε
να σκεφτεί για χορό. Εκείνη την ημέρα, το δάσος σου πενθούσε, μαραμένο και
ήσυχο, χωρίς εσένα να γελάς και να τρέχεις. Εκείνη την ημέρα, ήλιος και φεγγάρι
δεν φώτισαν τη γη. Μονάχα μαύρα σύννεφα, σκέπασαν όλων τις ψυχές και οι βροχή
μούλιασε τις καρδιές μας. Κι εγώ; Εγώ πού ήμουν; Στο μέρος που μισούσες
περισσότερο. Εκεί που πόδι δεν είχες πατήσει. Ένας γκρίζος δρόμος, οδηγούσε σε
γκρίζα κάγκελα και γκρίζες, ίδιες, κρύες πέτρες. Και εγώ στεκόμουν με τα πόδια
μου να τρέμουν πάνω από μία, με ένα μαραμένο μπουκέτο λουλούδια στα χέρια, να
βρέχομαι μόνος μου κοιτώντας έναν ασήμαντο, άψυχο βράχο και να αναρωτιέμαι,
πότε ξέμεινα μόνος μου να ψάχνω ανύπαρκτα αστέρια;
Δεν πρόφτασες να μπεις σε αεροπλάνο να δεις τα σύννεφα. Δεν
πρόφτασες να μάθεις ότι άνθρωπος πάτησε στο φεγγάρι. Δεν πρόφτασες να μάθεις
ότι υπολόγισαν πόσα είναι τα αστέρια.Δεν πρόφτασες να ακούσεις μουσική από
μηχάνημα. Δεν πρόφτασες να δεις την μικρή μας πόλη να γεμίζει πολυκατοικίες και
κόσμο, τον αγρό μας, τον πλάτανό μας να κόβονται και να καίγονται και το πολυαγαπημένο
σου ποταμάκι να μπαζώνεται.
Πόσο θα ενθουσιαζόσουν αν πέταγες στον αιθέρα, πόσο θα
έκλαιγες αν έβλεπες το δεντράκι σου να κόβεται, πόσα πολλά έχασες από τη ζωή
τόσο νέα.
Αλλά σου υπόσχομαι, θα κάνω ό,τι ονειρευτήκαμε να κάνουμε
παρέα. Θα γίνω μουσικός και χορευτής και εξερευνητής και αεροπόρος και
αστρονόμος και αστροναύτης για σένα. Θα περπατήσω στα σύννεφα, θα πετάξω σαν
πουλί, θα κοιμηθώ στο φεγγάρι, θα πηδήξω από αστέρι σε αστέρι όπως πηδούσαμε από
βραχάκι σε βραχάκι στο ποτάμι και μια μέρα θα φτάσω στον πολυαγαπημένο σου
ήλιο, εκεί που ήθελες πάντα να φτάσεις, κι εκεί ξέρω, θα σε δω. Θα σε δω να
φοράς το λουλουδένιο σου φόρεμα και τα ροζ σου παπούτσια. Θα δω τα μάγουλά σου
ροδαλά ροδαλά και το χαμόγελό σου να φτάνει μέχρι τα αυτιά σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου