Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Ιστορίες Εν Πλω: Ένας παιδικός έρωτας


Αποτέλεσμα εικόνας για παιδική αγάπη

Μια ακόμη πολύ όμορφη ιστορία που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του σεμιναρίου στο Βιβλιοπωλείο "Εν Πλω" και καταπιάνεται με έναν παιδικό έρωτα.
Απολαύστε την:

Ένα Δύσκολο Αντίο – Μια Πραγματική Ιστορία

της Βασιλικής Ματσιούλα

Το αγόρι που κρεμόταν από το μονόζυγο και πήγαινε πέρα δώθε σαν πίθηκος της Τανζανίας ήταν ο καλύτερος φίλος της. Ήταν εντελώς κοκκαλιάρης, με ωραίο χαμόγελο και θεόστραβα δόντια. Και τον έλεγαν Σπυροπάνο. Και Σπύρο και Πάνο. Δύο ονόματα μαζί. Ποιος λογικός άνθρωπος δεχόταν να τον λένε Σπυροπάνο? Κι όχι μόνο αυτό αλλά και το επίθετο του ήταν προβληματικό. Πα-πα-πε-τρό-που-λος. Έξι συλλαβές, συν τις πέντε από το όνομα, σύνολο έντεκα συλλαβές. Σπυροπάνος Παπαπετρόπουλος κι ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα. Αλλά κι αυτή δεν πήγαινε πίσω. Δηλαδή έλεος, επίθετο ήταν αυτό που είχε? Ματσιούλα. Άκου Ματσιούλα. Σαν κάποιος να είχε μασουλίσει μια τσίχλα και να την είχε κάνει επώνυμο. Τουλάχιστον όταν παντρεύονταν τον Σπυροπάνο θα την έλεγαν Κατερίνα Παπαπετροπούλου. Γιατί το είχε αποφασίσει ότι θα παντρεύονταν τον Σπυροπάνο. Και ήταν πολλοί οι λόγοι. Αυτή κι ο Σπυροπάνος ήταν οι καλύτεροι φίλοι. Οι γονείς τους ήταν κι αυτοί πολύ καλοί φίλοι. Και ήταν γιατροί κι ο Σπυροπάνος θα γινόταν γιατρός όταν θα μεγάλωνε. Κι αυτή θα γινόταν ζωγράφος. Μιλάμε για μεγαλεία.

Το είχε σκεφτεί πολύ καλά, ναι έτσι θα γινόταν, γιατί ο Σπυροπάνος  ήταν το μοναδικό παιδί που μπορούσε να κάνει παρέα. Οι συμμαθήτριες της στο ιδιωτικό σχολείο που πήγαινε δεν την ήθελαν για φίλη. Της είχαν ξεκαθαρίσει πως αν δεν είχε Μπάρμπι, πατίνια και κασετίνα που άνοιγε με μαγνητάκια δεν μπορούσε να παίζει μαζί τους. Και την κoίταζαν διαρκώς σαν να ήταν καμιά παρείσακτη. Αλλά  όσο υπήρχε ο Σπυροπάνος δεν την ένοιαζε. Δεν την ένοιαζε καν να έχει πατίνια και Μπάρμπι και κασετίνα με μαγνητάκια γιατί με τον Σπυροπάνο έκαναν πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Έκαναν διαγωνισμό μονόζυγου κι όποιος άντεχε να κρεμαστεί πιο πολύ ώρα ήταν ο νικητής. Συνήθως τον κέρδιζε η Κατερίνα κι ο Σπυροπάνος, αντί να θυμώσει, την θαύμαζε. Έπαιρναν φόρα στον μεγάλο διάδρομο του σπιτιού του Σπυροπάνου έτρεχαν και έσκαγαν με δύναμη πάνω στα μαξιλάρια του καναπέ. Διάβαζαν μαζί Μίκυ Μάους που ήταν το αγαπημένο κόμικ του Σπυροπάνου και χασκογελούσαν κρυφά από τους μεγάλους. Το καλοκαίρι κλώτσαγαν τα κύματα μέχρι τα κύματα να ομολογήσουν που έβρισκαν αυτά τα ωραία κοχύλια που άφηναν στην παραλία. Το πρωί που περίμεναν μαζί το σχολικό στην είσοδο της πολυκατοικίας έπαιζαν κουτσό κι έλεγαν ένα σωρό μυστικά για τον χοντρό κύριο της απέναντι πολυκατοικίας. Κι ο Σπυροπάνος μια μέρα της χάρισε ένα βραχιόλι με χάντρες που βρήκε στον  κήπο.

Ήταν ύστερα από το βραχιόλι που αποφάσισε ότι θα τον παντρευόταν και γιατί όχι άλλωστε? Σκέφτηκε  ότι δεν υπήρχε λόγος να περιμένει τον Σπυροπάνο να της το προτείνει, ήταν άλλωστε η γυναίκα της υπόθεσης και έπρεπε να πάρει τη κατάσταση στα χέρια της.  Χιόνιζε και πλησίαζε η μέρα των Χριστουγέννων όταν ένα πρωινό κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας και άφησε στο γραμματοκιβώτιο με το επώνυμο Παπαπετρόπουλος (κι ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα) μία χριστουγεννιάτικη κάρτα με χρυσαφιά γράμματα που έγραφαν «Merry Christmas» και που στην εσωτερική της σελίδα είχε γράψει με ωραία καλλιγραφικά γράμματα:

«Καλά Χριστούγεννα! Ευτυχισμένος ο καινούριος Χρόνος! Με αγάπη, Κατερίνα».

Κι ο Σπυροπάνος απάντησε με μια εξίσου ωραία κάρτα στην οποία έγραφε κι αυτός ευχές και μάλιστα είχε υπογράψει στο τέλος και αυτός «Με αγάπη, Σπυροπάνος».

Ύστερα από αυτή την ερωτική εξομολόγηση και των δύο όπου φαινόταν καθαρά τα αισθήματα και οι προθέσεις τους για το μέλλον, η Κατερίνα την πρώτη μέρα μετά τα Χριστούγεννα, στην είσοδο της πολυκατοικίας τον ρώτησε χωρίς περιστροφές:

-          Σπυροπάνο θες να παντρευτούμε?
Είναι αλήθεια ότι ο Σπυροπάνος σάστισε λίγο με την τόλμη της.
-          Εεεε δεν είναι λίγο νωρίς? ρώτησε με επιφύλαξη.
-          Αυτά τα πράγματα πρέπει να τα κανονίζει κάποιος νωρίς στη ζωή του, απάντησε αποφασιστικά η Κατερίνα.
-          Εντάξει, συμφώνησε ο Σπυροπάνος που βρήκε το επιχείρημα πολύ λογικό.

Οπότε ήταν πια αρραβωνιασμένοι. Η Κατερίνα πετούσε στα σύννεφα. Κι ο Σπυροπάνος πετούσε στα σύννεφα. Έπαιζαν πιο ωραία από ποτέ.

Κι έτσι έφτασε η Άνοιξη κι ήταν ακόμα αρραβωνιασμένοι όταν μια μέρα η μαμά της Κατερίνας την φώναξε στο σαλόνι. Κουβέντιασαν πολύ και η μαμά της της είπε κάποια απροσδιόριστη καταραμένη στιγμή πως ο Σπυροπάνος και η οικογένειά του θα έφευγαν από την πόλη τους. Ο πατέρας του και μέλλοντας πεθερός της– που ήταν γιατρός και καθηγητής πανεπιστημίου – είχε πάρει έδρα σε άλλο πανεπιστήμιο και έπρεπε να μετακομίσουνε στην Πάτρα.

-          Και είναι μακριά η Πάτρα μαμά? ρώτησε γεμάτη αγωνία η Κατερίνα.
-          Τρείς ώρες, απάντησε η μαμά της κοιτώντας την λυπημένα.
-          Δηλαδή πόσα χιλιόμετρα είναι από εδώ μαμά? ξαναρώτησε η Κατερίνα.
-          Τριακόσια χιλιόμετρα χρυσό μου.

Η Κατερίνα πήγε στο δωμάτιό της, έκλεισε την πόρτα πίσω της και η μαμά της ήταν πολύ καλή μαζί της εκείνη τη μέρα και την άφησε να κλάψει με την ησυχία της ως το βράδυ που ξάπλωσε και κοιμήθηκε χωρίς να δει κανένα ωραίο όνειρο.

«Δεν θα έχω πια κανένα φίλο» σκεφτόταν. «Πάει και ο αρραβώνας. Πάνε και οι συζητήσεις μας στην είσοδο της πολυκατοικίας. Πάνε και οι αγώνες μονόζυγου. Πάει και το κουτσό και τα μυστικά μας και όλα. Το μόνο που θα μου μείνει είναι το βραχιόλι και η χριστουγεννιάτικη κάρτα» και έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα τα βράδια στο μαξιλάρι της. Την ημέρα δεν έκλαιγε καθόλου. Ήθελε όλοι να νομίζουν ότι είναι γενναία.

Τον Σπυροπάνο δεν τον ξαναείδε μέχρι την ημέρα της αναχώρησης γιατί είχαν πολλές δουλειές να τακτοποιήσουν με τους γονείς του. Καινούριο σπίτι, καινούριο σχολείο, καινούρια ζωή, πού χρόνος για την παλιά αρραβωνιαστικιά του, οπότε δεν ήξερε τι σκεφτόταν αυτός για την όλη κατάσταση.

«Δεν μπορεί, θα στενοχωριέται κι αυτός» σκεφτόταν η Κατερίνα και παρηγοριόταν για το ζοφερό μέλλον που την περίμενε. Την τελευταία μέρα, την ημέρα της αναχώρησης του Σπυροπάνου, ξύπνησε από το ξημέρωμα. Η μαμά της είχε υποσχεθεί ότι είχε δώσει ραντεβού με την κυρία Μαίρη, την μαμά του Σπυροπάνου, για να αποχαιρετιστούνε. Κι αυτό δεν θα το έχανε με τίποτα στον κόσμο. Έπινε λυπημένη το γάλα της όταν της ήρθε μια ιδέα. Έτρεξε μέσα στο δωμάτιό της και πήρε μια μεγάλη ζωγραφιά του Μίκυ Μάους που ο Σπυροπάνος ήθελε εδώ και καιρό να αποκτήσει. Τουλάχιστον θα του έκανε ένα καταπληκτικό δώρο με την ελπίδα να μην την ξεχάσει ποτέ. Πού ξέρεις, μια μέρα όταν θα μεγάλωνε, μπορεί να κοίταγε την ζωγραφιά, να θυμόταν πως ήταν αρραβωνιασμένοι και να γύρναγε στην Αθήνα για να την παντρευτεί. Πήρε τους μαρκαδόρους και άρχισε να την χρωματίζει. Θα την έκανε όσο πιο ωραία μπορούσε. Είχε επιδοθεί για τα καλά στο θεάρεστο έργο της όταν η μαμά της χτύπησε αλαφιασμένη την πόρτα.

-          Κατερίνα κάνε γρήγορα! Φεύγουν! της φώναξε.
-          Μισό λεπτό να τελειώσω το αυτί του Μίκυ! φώναξε πανικόβλητη η Κατερίνα με τη σειρά της.
-          Μα κάνε γρήγορα σου λέω! Κάτι έγινε και πρέπει να φύγουν γρηγορότερα!
Η Κατερίνα σηκώθηκε άρον άρον, πήρε την ζωγραφιά στο χέρι και έτρεξε προς τις σκάλες. Κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά κινδυνεύοντας να κουτρουβαλιαστεί, διέσχισε με μεγάλες δρασκελιές την είσοδο και βγήκε στο πεζοδρόμιο.

Κι εκείνη ακριβώς την στιγμή είδε το αυτοκίνητο του μπαμπά του Σπυροπάνου να βάζει εμπρός την μηχανή και να ξεκινάει. Έτρεξε προς το μέρος του με την ζωγραφιά να ανεμίζει στο χέρι της. Αλλά ο μπαμπάς του Σπυροπάνου μάλλον δεν κατάλαβε ότι έπρεπε να σταματήσει. Ο Σπυροπάνος είχε κολλήσει την μύτη του στο τζάμι  και κούναγε με μανία τα χέρια του σε έναν απελπισμένο αποχαιρετισμό και η Κατερίνα το μόνο που σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή ήταν να σηκώσει τη ζωγραφιά του Μίκυ Μάους και να του τη δείχνει με ένα λυπημένο βλέμμα μέχρι που το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε και χάθηκε στο τέλος του δρόμου.


Υ.Γ.1 Ο Σπυροπάνος όταν μεγάλωσε έγινε γιατρός και η Κατερίνα ζωγράφος.
Υ.Γ.2  Ευτυχώς όμως που δεν τον παντρεύτηκε γιατί είναι πια κακάσχημος και απέκτησε μια μεγάλη καράφλα.
Υ.Γ.3 Ο άντρας που τελικά παντρεύτηκε η Κατερίνα μπορεί να μην είχε επίθετο Πα-πα-πε-τρό-που-λος αλλά το τελείως άδοξο, δισύλλαβο Μπούρης που με λίγη φαντασία όμως μετατρεπόταν σε Κα-λα-μπού-ρης, οπότε συμβιβάστηκε και αποφάσισε πως της έκανε μια χαρά.
Και μάλλον έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου