Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

Το ποδήλατο της Μαρίας

Μια νέα ιστορία που μόλις βγήκε από το εργαστήριό μας 

Με έμπνευση από το "Ποδήλατο" του Αντώνη Σαμαράκη (Από το "Ζητείται Ελπίς") και την "Ποδηλάτισσα" του Οδυσσέα Ελύτη, όπως τη διαβάσαμε από το βιβλίο της Κατερίνας Τζαβάρα "Μαγικές διαδρομές στη τέχνη -Οδυσσέας Ελύτης" των εκδόσεων Διάπλους

ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ

του Νίκου Μικελάκη

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ο ουρανός είχε βαφτεί με κιτρινοκόκκινα και μωβ σύννεφα. Μέχρι να επέστρεφε σπίτι του στον Ασπρόπυργο με το τρίκυκλο θα είχε βραδιάσει. Αυτή θα ήταν η τελευταία του στάση και θα συνέχιζε μέσω της Αττικής οδού για τον προορισμό του. Ήξερε ότι κάθε Τετάρτη το βιβλιοπωλείο είχε παραλαβές και έβγαζε τις κούτες του αργά το απόγευμα. Η ιδιοκτήτρια ήταν ιδιαίτερα φιλική μαζί του. Ντυμένη πάντα στα μαύρα, μ’ένα σύννεφο στο βλέμμα, δούλευε ως αργά. Κάποιες φορές την είχε πετύχει πίσω από το γραφείο, κρυμμένη πίσω από τα γυαλιά της να διαβάζει, να γράφει, να σημειώνει παραγγελίες.

«Όλο δουλειά, δουλειά, κυρία;» της είχε πει ένα απόγευμα Τεταρτης, όπως κι αυτό. «Γιατί δεν πας σπίτι σου να ξεκουραστείς;»

«Γιατί αυτό είναι πια το σπίτι μου. Η οικογένειά μου είναι τα βιβλία και οι πελάτες μου».

Την είδε να βουρκώνει, να σκύβει το βλέμμα. Εκείνος αμήχανος στην απρόβλεπτη έκβαση της συζήτησης μπόρεσε να αρθρώσει μόνο ένα «Συγνώμη».

«Κυρία, μπορώ να κάνω εγώ κάτι για σας. Εσείς τόσα κάνετε για μένα. Οι κούτες αυτές είναι το μεροκάματό μου. Σας παρακαλώ..πείτε μου..»

Εκείνη σκούπισε τα δάκρυά της και τον κοίταξε στα μάτια.

«Έχεις χρόνο να μου κάνεις λίγο παρέα; Δεν θα αργήσεις να πας σπίτι σου;»

«Έχουν συνηθίσει να αργώ. Ξέρουν ότι γυρνάω όλη την Αθήνα! Όμως πείτε μου γιατί είστε τόσο στενοχωρημένη;»

«Γιατί τα έχασα όλα σε μια στροφή του δρόμου. Χάθηκαν όλα, και εγώ μαζί τους.»

Τα έλεγε αυτά χωρίς να κλαίει, όπως πριν. Σαν να ήταν κάποια άλλη, σαν να ήταν ζωντανή νεκρή.

«Θέλεις να μιλήσω εγώ για μένα;»

Έτσι ξεκίνησε η φιλία τους. Της μίλησε για την πόλη του, το Μπαγκλαντές, τις ταλαιπωρίες που πέρασε μέχρι να φτάσει στην Ελλάδα. Τις άθλιες συνθήκες στους καταυλισμούς και την προσπάθειά του να ανοίξει ένα δικό του σπιτικό. Δεν είχε κλείσει τα τριάντα, όμως έδειχνε πολύ μεγαλύτερος. Τα είχε όμως καταφέρει. Έμενε σε μια ισόγεια γκαρσονιέρα στον Ασπρόπυργο με τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά. Ο ιδιοκτήτης την είχε για αποθήκη. Τον είχε στη δούλεψή του καιρό και είχε εκτιμήσει την εργατικότητα και την τιμιότητά του. Μια μέρα του είπε. «Θα σου δώσω την αποθήκη να μείνεις με την οικογένειά σου τσάμπα. Το μόνο που χρειάζεται να βάλεις εσύ είναι ο κόπος σου. Τα υλικά δικά μου». Μέσα σε τρεις μήνες το σοβάντισε, το έβαψε, έφτιαξε τα υδραυλικά, τις ντουλάπες.

Από εκείνη την μέρα κάθε Τετάρτη περνούσε από την κυρία Ουρανία να μαζέψει τις κούτες της. Τον τελευταίο καιρό, εδώ και ένα μήνα, δεν την είχε συναντήσει. Είχε αρχίσει να ανησυχεί, μήπως κάτι είχε συμβεί. Ρώτησε την προηγούμενη εβδομάδα τον μανάβη που ήταν απέναντι αν ήταν καλά, και εκείνος τον διαβεβαίωσε ότι δεν συμβαίνει κάτι. Ήταν τόσο ευγενικός που του έδωσε και κάποιες κούτες που του είχαν περισσέψει.

Έστριψε τον δρόμο και το μπροστινό φως του τρίκυκλου φώτισε τη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου. Ήταν πάλι κλειστό. Σταμάτησε απ’έξω να μαζέψει όσες κούτες υπήρχαν, όταν ξαφνικά η πόρτα άνοιξε.

«Γειά σου Χασάν. Σε ευχαριστώ για τους χαιρετισμούς σου. Μου είπε ο Σάκης, ο μανάβης…»

«Ο Θεός να σ’ έχει καλά κυρία Ουρανία. Πολύ πράμα άφησες σήμερα!»

«Είναι όλης της εβδομάδας….Όταν τελειώσεις θέλω να έρθεις μέσα, γιατί έχω κάτι…για σένα. Όχι ακριβώς για σένα…θα δεις…»

Μάζεψε βιαστικά τις κούτες και κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα.

«Σύγνωμη κυρία Ουρανία, δεν μπορώ να μπω μέσα είμαι βρώμικος. Υπάρχει κάποια δουλειά που θέλεις να κάνω;»

«Όχι. Θέλω να δώσεις ένα μικρό δωράκι στη Μαρία σου.»

«Δωράκι, μα γιατί;»

«Μα για τα γεννέθλιά της. Εσύ δεν μου είχες πει ότι γεννήθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού και ότι λόγω της παρέλασης παραλίγο να γεννούσατε στο ταξί!»

«Ε ναι… που το θυμηθήκατε;»

«Πλησιάζει η μεγάλη μας γιορτή. Ξέρεις, και την κόρη μου Μαρία την έλεγαν. Θα κλείσει τα πέντε της η μικρή σου, έτσι δεν είναι; Τι πιο ωραίο δώρο από ένα ποδήλατο;».

«Ποδήλατο; Όχι όχι δεν είναι σωστό να το πάρω. Είναι ακριβό!»

«Είναι ακριβό γιατί είναι της κόρης μου. Πιστεύω ότι και εκείνη με χαρά θα το έδινε. Μπες μέσα να το δεις. Είναι σχεδόν καινούριο!»

«Πράγματι, ολοκαίνουριο!»

«Δεν την άφηνα να βγαίνει συχνά βόλτες. Φοβόμουν μήπως την χτυπήσει κανένα αμάξι, μην έχει κάποιο ατύχημα πέφτοντας.»

«Ναι, καταλαβαίνω…».

«Που να ‘ξερα ότι δεν θα έφευγε από το ποδήλατο, αλλά με το αμάξι μας»

Ο Χασάν έσκυψε το κεφάλι.

«Μα Χασάν τι σου συμβαίνει, δεν χαίρεσαι;»

«Πολύ …μα μήπως το χρειάζεστε…;»

«Το ποδήλατο αυτό δεν κατάφερε να εκπληρώσει τις επιθυμίες της και έφταιγα εγώ. Ήμουν υπερπροστατευτική, απαγορευτική. Θέλω να το πάρεις για τη Μαρία και να το χαρεί όπως δεν το χάρηκε εκείνη!»

«Σας ευχαριστώ…δεν ξέρω τι άλλο να πω!»

«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα. Θέλω μόνο να της δώσεις κάτι ακόμα!»

«Και άλλο δώρο; Όχι, όχι δεν είναι σωστό. Πώς θα μπορούσαν να ανταποδώσω;»

«Θα ανταποδώσει η Μαρία. Της έχω νερομπογιές, ξυλομπογιές, μαρκαδόρους και μπλοκ ζωγραφικής. Θέλω όποτε έχει διάθεση να μου ζωγραφίσει μια βόλτα  με το ποδήλατο. Αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να μου κάνει η Μαρία.

Πέρασαν δύο εβδομάδες και ο Χασάν επέστρεψε στο βιβλιοπωλείο της κυριάς Ουρανίας. Απόγευμα Τετάρτης. Όμως και πάλι ήταν κλειστό. Μάζεψε τις κούτες και πριν φύγει άφησε τη ζωγραφιά κάτω από την πόρτα. Δύο κορίτσια οδηγούσαν τα ποδήλατά τους η μια δίπλα στην άλλη σ’ένα καταπράσινο γεμάτο λουλούδια αγρό. Στο βάθος μια θάλασσα, ο ήλιος, τα γαλάζια σύννεφα και ένα σπίτι. Το δικό τους σπίτι.  Ο ουρανός είχε δύο μάτια, τον ήλιο και τη σελήνη και ένα πλατύ άσπρο συννεφένιο χαμόγελο.


«Μπαμπά θα καταλάβει ότι ο ουρανός είναι εκείνη;»

«Ποια είναι στον ουρανό αγάπη μου; Σου μίλησε η μαμά;»

«Μα η κυρία Ουρανία φυσικά; Με τέτοιο όνομα, ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι στον ουρανό…;»  

2 σχόλια: