Πριν από λίγες μέρες ξεκινήσαμε στα Ιωάννινα σε συνεργασία με το βιβλιοπωλείο Οσελότος ένα σεμινάριο δημιουργίας παραμυθιών.
Βρέθηκα να έχω μια ομάδα από εξαιρετικά ταλαντούχες μαθήτριες. Ήδη από την πρώτη άσκηση, είχα την ευχάριστη έκπληξη να διαβάσω μαι σειρά από όμορφα παραμύθια.
Μπορείτε κι εσείς να διαπιστώσετε πως δεν υπερβάλλω, μόλις διαβάσετε το παραμύθι που ακολουθεί εμπνευσμένο από μια ζωγραφιά της Στεφανίας Βελδεμίρη (από το Κόκκινο Παραμύθι)
Ζωγραφιά της Στεφανίας Βελδεμίρη |
Με αγάπη από τον Καλλίμαχο
της Νένας Εξάρχου
-Μπράβο,
Καλλίμαχε!
-Μας
έκανες όλους περήφανους!
-Δόξασες
το χωριό μας!
Χαρούμενες
φωνές και χειροκροτήματα αντηχούσαν γύρω του και όλοι στριμώχνονταν για να δουν
από κοντά τη χρυσή κορώνα με το σκαλιστό πινέλο και τα διαμάντια που του έδωσε
ο βασιλιάς όταν του έφτιαξε το πορτραίτο του. Όπου κι αν πήγαινε όλοι τον
χαιρετούσαν χαρούμενοι και τον καλούσαν στα σπίτια τους για να τον φιλέψουν.
Ακόμα και ο στριφνός βιβλιοπώλης, όταν πήγε να αγοράσει καινούριες περγαμηνές και
χρώματα, του έκανε δώρο ένα παλιό βιβλίο με θρύλους του τόπου τους.
-Αυτό
πια είναι το παράξενο της ημέρας, έλεγε το βράδυ στο φίλο του, μια αρσενική
πεταλούδα που λεγόταν Ερμόλαος.
-Σου
το έλεγα πως δεν είναι τόσο στριμμένος όσο φαίνεται, είπε ο Ερμόλαος. Άσε που
είναι και μια ευκαιρία να αρχίσεις να διαβάζεις πιο συχνά.
-Ωραία
ιδέα, απάντησε ο Καλλίμαχος ξεφυλλίζοντας το παλιό βιβλίο. Μπορεί να μου δώσει
και καμιά καινούρια έμπνευση.
Προς
μεγάλη του απογοήτευση διαπίστωσε πως οι περισσότεροι θρύλοι ήταν ήδη
εικονογραφημένοι και μάλιστα με πολύ όμορφες ζωγραφιές. Δεν είχε νόημα να
κάτσει να τις αντιγράψει. Μόνο ο τελευταίος δεν είχε καμιά εικόνα εκτός από ένα
χάρτη στο τέλος του. Έναν απλό και αδιάφορο χάρτη με σύμβολα που παρίσταναν
δέντρα γύρω από μια σπηλιά στην κορυφή ενός βράχου. Δεν έγραφε, όμως, τίποτε
άλλο, ούτε πως λεγόταν αυτό το μέρος, ούτε προς τα που βρισκόταν. Άρχισε να
διαβάζει την ιστορία μήπως και βγάλει άκρη. Ο θρύλος μιλούσε για ένα μαγικό
υγρό που έκανε τις ζωγραφιές να μην ξεθωριάζουν ποτέ. Αυτό το υγρό ήταν μέσα σε
μια σπηλιά σε ένα απόκρημνο βουνό. Γύρω από τη σπηλιά υπήρχαν δέντρα που
ανάμεσα στα φύλλα τους φύτρωναν τριαντάφυλλα που το κάθε τους πέταλο είχε κι
άλλο χρώμα. Αυτό το παράξενο δάσος βρισκόταν σε μια περιοχή που είχε πάντα φθινόπωρο.
Κανείς, όμως, μέχρι τώρα δεν την είχε ανακαλύψει...
Ο
Καλλίμαχος διάβασε την ιστορία ξανά και ξανά. Αυτό το μαγικό υγρό ήθελε
οπωσδήποτε να το αποκτήσει. Φανταζόταν τις ζωγραφιές του να μένουν για πάντα
σαν να έχουν μόλις ζωγραφιστεί. Θα τις έβλεπαν ακριβώς έτσι όπως ήταν τώρα τα
παιδιά του, τα εγγόνια του, τα δισέγγονά του... Ακόμα και όταν αυτός δε θα
υπήρχε πια, τα έργα του θα ήταν εκεί για όλες τις επόμενες γενιές.
Αποφάσισε,
λοιπόν, να το αναζητήσει. Μάζεψε τα αγαπημένα του πράγματα: τις μπογιές του,
τις περγαμηνές του, όλα τα κεριά που είχε στο σπίτι του για να τον συντροφεύουν
τις νύχτες, και μερικές από τις αγαπημένες του λιχουδιές. Ο Ερμόλαος τού θύμισε
πως θα χρειαζόταν και μια σκηνή. Έψαξε για κάμποση ώρα στο πατάρι και ανακάλυψε
μια παλιά σκηνή του παππού του. Έφτιαξε τότε ένα δισάκι και ξεκίνησε την
εξερεύνηση με τον Ερμόλαο να πετάει δίπλα του και να τον συμβουλεύει.
Ευτυχώς
ο Ερμόλαος τον έπεισε να φύγουν νύχτα για να μην συναντήσουν τους χωριανούς και
αρχίσουν να τον ρωτάνε που πηγαίνει. Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά του έδωσε
οδηγίες για να στήσει τη σκηνή τους. Μετά από πολλές προσπάθειες τα κατάφερε.
Χώθηκε γρήγορα μέσα νιώθοντας απίστευτη ανακούφιση που γλίτωσε από το σκοτάδι
της νύχτας. Το κερί που είχε ανάψει έφτανε και περίσσευε για να φωτίζεται όλη η
σκηνή και να μην υπάρχει ούτε μια τόση δα σκοτεινή γωνίτσα. Ευχαριστημένος
έπεσε να κοιμηθεί.
Τις
επόμενες μέρες συνέχισαν να προχωρούν στην απέραντη πεδιάδα. Τα τρόφιμα άρχισαν
να λιγοστεύουν και ο λιχούδης Καλλίμαχος είχε αρχίσει να γίνεται πολύ
γκρινιάρης τώρα που αναγκαζόταν να τρώει πικρά αγριόχορτα.
-Κάνε
υπομονή, του έλεγε ο Ερμόλαος. Τουλάχιστον βρίσκουμε κάτι να φάμε.
-Τα
σιχαίνομαι τα χόρτα, απαντούσε ο νεαρός μουτρωμένος. Δεν είναι σαν τις
καραμέλες και τα μπακλαβαδάκια! Θέλω να γυρίσω στο σπίτι και να καταβροχθίσω
ό,τι βρω μπροστά μου!
-Μερικά
πράγματα θέλουν θυσίες! Αν γυρίσουμε πίσω δε θα βρούμε ποτέ το μαγικό υγρό.
Κάνε κουράγιο.
-Πόσο
κουράγιο; Θέλω μπακλαβά και γαλακομπούρεκο τώρα!
-Ηρέμησε
λαίμαργο πλάσμα! Κάνε λίγη υπομονή. Μόλις πριν από λίγο μια χρυσόμυγα μού είπε
πως εδώ κοντά είναι ένα χωριό.
-Μακάρι
αυτἠ η χρυσόμυγα να μη μας κάνει πλάκα, είπε ο Καλλίμαχος ενώ σκεφτόταν το
πεντανόστιμο γαλακτομπούρεκο του φούρναρη του χωριού του και του έτρεχαν τα
σάλια.
Πράγματι, η χρυσόμυγα που είχε μιλήσει με τον Ερμόλαο δεν τους έκανε
καθόλου πλάκα, καθώς σε δύο μέρες άρχισαν να βλέπουν μικρά σπιτάκια μπροστά
τους. Όταν μπήκαν στο χωριό και είδαν πως οι κάτοικοι ήταν πολύ φιλικοί, ο
Ερμόλαος άρχισε να πετά γρήγορα από παράθυρο σε παράθυρο διαλαλώντας πως είχε
φτάσει στο χωριό ο πιο αγαπημένος ζωγράφος του βασιλιά. Πολλοί χωριανοί
μαζεύτηκαν στην πλατεία και ζητούσαν από τον Καλλίμαχο να τους ζωγραφίσει. Ο
νέος ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά. Μέχρι να πέσει ο ήλιος δε σήκωσε κεφάλι
και δεν έκανε ούτε ένα διάλειμμα. Μόνο όταν τελείωσε και την τελευταία του
ζωγραφιά για ένα νιόπαντρο ζευγάρι, κατάλαβε ότι πεινούσε. Για καλή του τύχη, ο
πατέρας της κοπέλας είχε το πανδοχείο του χωριού. Ξεκίνησαν όλοι μαζί προς τα
κει. Λίγα δρομάκια παρακάτω ο Καλλίμαχος αντίκρυσε ένα μικρό ζεστό πανδοχείο με
μια σκαλιστή ξύλινη πόρτα. Μπήκαν όλοι μαζί μέσα και κάθισε σε ένα τραπέζι με
τον Ερμόλαο στο πλάι του. Αμέσως βγήκε από την κουζίνα ένας κοντούλης και
παχουλός χαμογελαστός κύριος για να τον εξυπηρετήσει.
-Καλησπέρα,
παλικάρι μου. Είναι πολύ μεγάλη τιμή να υποδέχομαι στο πανδοχείο μου τον
καλύτερο ζωγράφο της χώρας. Πες μου, τι φαγητά τραβάει η ψυχούλα σου;
-Εεεμμ,
μου αρέσουν πολύ οι πίτες. Τι πίτες έχετε;
-Τυρόπιτες,
σπανακόπιτες, κιμαδόπιτες , και φυσικά τη σπεσιαλιτέ μας, την πιο νόστιμη
λουκανικόπιτα. Θα σου φέρω απ’ όλες να ευχαριστηθείς, είπε ο παχουλός πανδοχέας
και μπήκε ξανά στην κουζίνα για να τις ετοιμάσει. Βγαίνοντας έφερε μαζί και ένα
βάζο με όμορφα μεγάλα τριαντάφυλλα για να φάει γύρη ο Ερμόλαος.
Οι
δύο φίλοι, ενθουσιασμένοι, έπεσαν με τα μούτρα στο φαΐ. Ήταν όλα πεντανόστιμα.
Ακόμα κι ο Ερμόλαος, που ήταν συνήθως λιγόφαγος, ρούφηξε τη γύρη απ’ όλα τα
τριαντάφυλλα. Ο Καλλίμαχος, ευχαριστημένος, έβγαλε το πουγκί με τα φλουριά που
είχε μαζέψει από τις ζωγραφιές εκείνης της μέρας.
-Όχι,
όχι, παιδί μου. Είναι όλα κερασμένα για τον πίνακα που έκανες για την κόρη και
το γαμπρό μου. Και επίσης μπορείς να μείνεις δωρεάν και το βράδυ.
-Σας
ευχαριστώ, αλλά δεν είναι ανάγκη να σας ταλαιπωρώ τόσο. Αφήστε με τα πληρώσω
τουλάχιστον το δωμάτιο.
-Χμμ,
έκανε ο πανδοχέας. Λοιπόν, έχω μια ιδέα. Θα μου φτιάξεις και μένα έναν πίνακα.
-Σύμφωνοι!
Τι θέλετε να σας φτιάξω;
-Το
αγαπημένο μου τοπίο που πήγαινα όταν ήμουν παιδί. Έναν καταρράχτη στην πλαγιά
ενός βουνού. Κι ένα δάσος τριγύρω.
-Ωραία, απάντησε ο Καλλίμαχος. Αύριο πρωί πρωί
θα ξεκινήσω.
Και
με το πρώτο φως της αυγής ξεκίνησε. Ήταν πολύ ενθουσιασμένος. Πρώτη φορά θα
ζωγράφιζε μόνο τοπίο∙ όλη του τη ζωή παρατηρούσε και ζωγράφιζε ανθρώπους, ζώα
και λουλούδια. Μόλις τελείωσε, ο Ερμόλαος πέταξε μέχρι την κουζίνα για να
φωνάξει τον Πανδοχέα.
-Είναι
πανέμορφο! αναφώνησε. Σχεδόν όπως το θυμάμαι από όταν ήμουν παιδί. Μόνο μια
μικρή αλλαγή θέλω. Δικό μου λάθος ήταν που ξέχασα να σου το πω από την αρχή.
-Πείτε
μου και θα την κάνω.
-Θέλω
να βάλεις στα δέντρα φθινοπωρινά φύλλα.
-Βέβαια!
Αλήθεια, σας αρέσει πιο πολύ το φθινόπωρο;
-Όλες
οι εποχές έχουν την ομορφιά τους, παλικάρι μου. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω καμία.
Απλώς αυτό το μέρος δεν το έχω δει σε άλλη εποχή.
-Τι
εννοείτε; απόρησε ο νέος.
-Εκεί
πέρα, όποτε κι αν πας είναι πάντα φθινόπωρο.
Του
Καλλίμαχου κόντεψαν να του πέσουν τα πινέλα από το χέρι.
-Ουάου!
Υπάρχει στ’ αλήθεια αυτό το μέρος; Θέλω να το βρω! Πού είναι;
-Πολλά
χιλιόμετρα ανατολικά. Αν θες να το δεις θα σου δώσω ένα χάρτη για να φτάσεις ως
εκεί. Θα ΄θελα να έρθω κι εγώ αλλά δεν μπορώ τώρα να αφήσω το πανδοχείο.
-Σας
ευχαριστώ πολύ, απάντησε ενθουσιασμένος ο νέος.
Όταν
ο Ερμόλαος και ο Καλλίμαχος πήραν το δρόμο για το βουνό, δεν μπορούσαν να
πιστέψουν στην τύχη τους.
Προχωρούσαν
προς τα ανατολικά κάτω από τον ζεστό ανοιξιάτικο ήλιο. Κάθε τόσο ο Ερμόλαος
μάλωνε τον Καλλίμαχο που λοξοδρομούσε για να ζωγραφίζει λουλούδια και του
θύμιζε πόσο σημαντική ήταν αυτή τους η διαδρομή. Μετά από αρκετές ταλαιπωρίες
και μπόλικη γκρίνια από τον Καλλίμαχο που δεν άντεχε να τρέφεται μόνο με φρούτα,
αντίκρυσαν έναν καταρράχτη στην πλαγιά ενός βουνού. Και δεν ήταν ένας τυχαίος
καταρράχτης. Γύρω του όλα τα δέντρα είχαν καφέ και κίτρινα φύλλα. Μέσα στο
ανοιξιάτικο τοπίο, αυτό το βουνό ήταν από την κορφή ως τους πρόποδες
φθινοπωρινό. Έμειναν να το κοιτούν με ανοιχτό το στόμα.
Άρχισαν
σιγά σιγά να πλησιάζουν. Έφτασαν κοντά στον καταρράχτη όταν νύχτωνε. Έστησαν
ακόμα μια φορά τη σκηνή και κάθισαν έξω να χαζέψουν τα αστέρια. Όμως άρχισε να
βρέχει και κάμποσες σταλαγματιές έσβησαν το κερί που κρατούσε πάντα ο
Καλλίμαχος.
-Πάω
μέσα, είπε έντρομος στον Ερμόλαο που τον ακολούθησε στη σκηνή.
-Καλλίμαχε,
το σκοτάδι είναι κάτι πολύ φυσιολογικό. Δεν πρέπει να το φοβάσαι τόσο.
-Φοβάμαι;
Ποιος είπε πως φοβάμαι; Εγώ απλώς θέλω φως για να ζωγραφίζω.
-Μόνο
αν το παραδεχτείς και το αντιμετωπίσεις θα το ξεπεράσεις, συνέχισε ο Ερμόλαος.
-Καληνύχτα,
Ερμόλαε, είπε ο Καλλίμαχος αλλάζοντας θυμωμένος πλευρό.
Ο
Ερμόλαος κατέβασε στεναχωρημένος τα φτερά του και δεν ξαναείπε τίποτα.
Το
επόμενο πρωί μάζεψαν τη σκηνή αποφασισμένοι να οργώσουν το βουνό και να βρουν
τη σπηλιά με τα πολύχρωμα τριαντάφυλλα. Δεν συνάντησαν κανέναν όμως, ούτε
άνθρωπο, ούτε ζώο. Το μόνο καλό ήταν ότι βρήκαν μια καστανιά γεμάτη κάστανα. Ο
Καλλίμαχος πήρε ένα ξερό κλαδί για να μπορέσει να κατεβάσει λίγο πιο κάτω τα
κλαδιά της καστανιάς και να μαζέψει κάμποσα κάστανα. Άναψε μια φωτιά για να τα
ψήσει. Κοντά στις ρίζες του δέντρου βρήκε και κάμποσα κυκλάμινα. Ευτυχώς υπήρχε
φαΐ και για τον Ερμόλαο. Έτσι οι δύο φίλοι έκαναν ένα μεγάλο μεσημεριανό
διάλειμμα.
Ξαφνικά
πλησίασαν προς τα κυκλάμινα μερικές ακόμα πεταλούδες. Ο Καλλίμαχος φοβήθηκε και
άπλωσε τα χέρια του για να προστατέψει το φίλο του.
-Μη
φοβάσαι, υπάρχει νέκταρ για όλους, του είπε μια γριά πεταλούδα με ροζ φτερά.
Δεν πρόκειται να πειράξουμε το φίλο σου. Εμείς οι πεταλούδες είμαστε ειρηνικά
πλάσματα.
-Καλή
μας κυρία, είπε ο Ερμόλαος, μήπως είδατε εδώ γύρω καμιά σπηλιά με δέντρα φορτωμένα με πολύχρωμα
τριαντάφυλλα γύρω της;
-Φυσικά.
Μπορούμε να σας οδηγήσουμε προς τα κει. Αλλά θα πρέπει να προσέχετε πολύ.
-Γιατί
να προσέχουμε; ρώτησε αυθόρμητα ο Καλλίμαχος καθώς ξεκινούσαν.
-Μη
μιλάς δυνατά, ψιθύρισε η γριά πεταλούδα. Πρέπει να είστε πολύ προσεκτικοί γιατί
εδώ γύρω τριγυρνάει η Αρτεμισία.
-Ποια
είναι η Αρτεμισία; ρώτησε σιγανά ο Ερμόλαος.
-Είναι
μια πραγματικά τρομερή γυναίκα που ζει εδώ κοντά. Και δεν αφήνει κανέναν να
πλησιάσει αυτή τη σπηλιά.
-Χα!
Σιγά μη φοβηθούμε μια γυναίκα, είπε ο Καλλίμαχος. Μπορεί να μην είμαι δυνατός
και γενναίος σαν τους στρατιώτες του βασιλιά, αλλά αποκλείεται να με εμποδίσει
μια γυναίκα.
-Μην
είσαι τόσο σίγουρος, τον έκοψε η γριά πεταλούδα. Είναι δυνατή σαν ταύρος,
γρήγορη σαν λαγός και ευκίνητη σαν μαϊμού. Και έχει στην πλάτη της φτερά που
την πηγαίνουν όπου θέλει. Δεν είναι να τα βάλεις μαζί της. Μόνο αν μείνετε
μακριά από τη σπηλιά, τότε μόνο δε θα σας πειράξει, είπε πριν φύγει μαζί με τις
υπόλοιπες.
-Τώρα
που είδαμε που είναι η σπηλιά, είναι καλύτερα να απομακρυνθούμε, είπε σκεφτικός
ο Ερμόλαος.
Ο
Καλλίμαχος ούτε που του έδωσε σημασία. Χάζευε τα πολύχρωμα τριαντάφυλλα και
ήταν έτοιμος να βγάλει μπογιές και περγαμηνές
για να αρχίσει να τα ζωγραφίζει. Ο Ερμόλαος όρμησε πετώντας γρήγορα
μπροστά από τα μάτια του φίλου του.
-Έι,
σου έχω πει πως με εκνευρίζει αυτό!
-Πρέπει
να απομακρυνθούμε, είπε ο Ερμόλαος. Δε νομίζω να θες να μας βρει εδώ αυτή η
Αρτεμισία;
-Όοοοχι,
με τίποτα, είπε ο Καλλίμαχος μαζεύοντας γρήγορα τα πράγματα.
Ευτυχώς,
όταν είδαν ποια ήταν αυτή η Αρτεμισία είχαν απομακρυνθεί αρκετά από εκείνο το
σημείο. Του Καλλίμαχου δεν του φάνηκε τόσο τρομερή και κακιά όσο έλεγε η γριά
πεταλούδα. Ήταν πάρα πολύ όμορφη, με λυγερό σώμα, χρυσά φτερά και κατακόκκινα
μαλλιά. Πώς θα μπορούσε ένα τέτοιο πλάσμα να είναι κακό;
Την πλησίασε περισσότερο αγνοώντας τον Ερμόλαο
που του έλεγε να φύγουν. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε καλά καλά.
-Γεια
σου, ξένε. Ποιος είσαι; Τι σε φέρνει στα μέρη μας;
-Γεια
σου, είμαι ο Καλλίμαχος. Μου αρέσει να ζωγραφίζω και γι’αυτό ταξιδεύω για να
βλέπω νέους τόπους και να βρίσκω καινούρια πράγματα για να ζωγραφίσω.
-Εγώ
είμαι η Αρτεμισία, είπε η κοπέλα παίζοντας αμήχανα με την ολόμαυρη χοντρή
εσάρπα που κάλυπτε ολόκληρο το λαιμό της. Και αναρωτιέμαι τι θες να ζωγραφίσεις
από ένα τόσο άσχημο και θλιβερό μέρος.
-Ααα,
δεν έχεις δίκιο, είπε ο Καλλίμαχος. Εδώ πέρα τα δέντρα έχουν πολύ όμορφα
χρώματα. Και τα λουλούδια είναι τόσο ξεχωριστά! Αυτό το δάσος είναι πολύ
όμορφο.
-Για
να το λες εσύ, είπε η κοπέλα μπαίνοντας στον κήπο της.
-Πρώτη
φορά σε βλέπω να παίρνεις τέτοια ρίσκα, ψιθύρισε στο αυτί του ο Ερμόλαος.
-Ίσως
μας αφήσει να πάμε στη σπηλιά με την ησυχία μας, αν κερδίσουμε την εμπιστοσύνη
της.
-Κοίτα
μη μας κάνει τόπι στο ξύλο μόνο.
-Αποκλείεται
να είναι έτσι. Μπορεί η γριά πεταλούδα να υπερβάλλει.
-Δεν
ξέρω αν υπερβάλλει η γριά πεταλούδα, ξέρω όμως ότι εμείς πρέπει να βρούμε έναν
τρόπο να πάρουμε το μαγικό υγρό και να φύγουμε γρήγορα από αυτό το μέρος.
-Πρέπει
να σκαρφαλώσουμε ή ... να πετάξουμε! αναφώνησε ο Καλλίμαχος.
-Εγώ
πετάω ξέρεις.
-Ναι,
αλλά εσύ δεν μπορείς να με κουβαλήσεις. Κάποιος άλλος όμως μπορεί.
-Ούτε
να το σκέφτεσαι. Δε θα σε πάει ως εκεί. Οι πεταλούδες μάς είπαν πως δεν αφήνει
κανέναν να πλησιάσει. Μπορεί να θέλει το υγρό για τον εαυτό της.
-Τότε
γιατί να μην το παίρνει σπίτι της;
-Δεν
έχω ιδέα.
-Τέλος
πάντων, εγώ θα προσπαθήσω να την κάνω να με εμπιστευτεί και αν θέλει κι εκείνη
το μαγικό υγρό θα προτείνω να το μοιραστούμε.
-Όπως
αγαπάς, υποχώρησε ο Ερμόλαος.
Τις
επόμενες μέρες φαινόταν πως ο Καλλίμαχος είχε τελικά δίκιο. Ζήτησε από την
Αρτεμισία να του επιτρέψει να ζωγραφίσει τα λουλούδια και τις μηλιές του κήπου
της. Εκείνη δέχτηκε στην αρχή διστακτικά, μα όταν έιδε τις ζωγραφιές
ενθουσιάστηκε και του έδωσε ένα καλάθι κατακόκκινα τραγανά μήλα. Την επόμενη
μέρα ζωγράφισε ξανά τον καταρράχτη και της τον έφερε. Εκείνη τον ρώτησε αν
μπορούσε να ζωγραφίσει όλη την κοιλάδα από ψηλά. Δέχτηκε με χαρά και εκείνη τον
σήκωσε και άρχισαν να πετούν προς την κορυφή του καταρράχτη. Η θέα ήταν τόσο
μαγική που ο Καλλίμαχος ξέχασε ακόμα και την υψοφοβία του. Άρχισε να ζωγραφίζει
τα δάση, το γρασίδι, τους ανθρώπους που φαινόταν σαν κουκίδες από ψηλά, τα
σπιτάκια, το ποτάμι... Κάποια στιγμή του τελείωσε το πράσινο χρώμα.
-Βλακεία
έκανα που άφησα το άλλο κουτί στη σκηνή, αναστέναξε.
-Μπορώ
να πάω να σου το φέρω, είπε η Αρτεμισία έτοιμη να πετάξει.
-Αλήθεια;
Σ’ευχαριστώ! της είπε ο Καλλίμαχος καθώς έφευγε.
-Τώρα
είναι η ευκαιρία! Του είπε ο Ερμόλαος. Αυτό εδώ το μονοπάτι περνάει γύρω από το
βουνό και οδηγεί στη σπηλιά. Πάμε γρήγορα! Πάρε και μερικά κλαδιά για να
καλυφθούμε άμα χρειαστεί.
Ξεκίνησαν
σχεδόν τρέχοντας, όσο μπορούσαν σε ένα τόσο απόκρημνο μέρος. Ο Καλλίμαχος
ένιωθε ναυτία και προσπαθούσε να μην κοιτά κάτω. Αυτό ήταν όμως δύσκολο γιατί
όσο πλησίαζαν στη σπηλιά τόσο στένευε το μονοπάτι. Για πρώτη φορά στη ζωή του
ευχόταν να μην ήταν τόσο παχύς. Εκείνη τη στιγμή μετάνιωνε για όλα τα γλυκά και
τις πίτες που έτρωγε ολημερίς κι ολονυχτίς. Ο Ερμόλαος προσπαθούσε να του δίνει
θάρρος σε κάθε του βήμα και τον ειδοποιούσε πότε έπρεπε να καλυφθεί με τα
κλαδιά.
Ξαφνικά
άκουσαν τα φτερά της Αρτεμισίας να σκίζουν τον αέρα. Τα κλαδιά έπεσαν από τα
χέρια του Καλλίμαχου και η θέση των δύο φίλων προδώθηκε. Τότε αντίκρυσαν την
πιο τρομερή και οργισμένη όψη που είχαν δει ποτέ. Όλο το πρόσωπο της Αρτεμισίας
ήταν ζαρωμένο και κατακόκκινο, ακόμα και τα μάτια της που πριν λίγη ώρα ήταν
γαλάζια. Με μια απότομη κίνηση άρπαξε τον Καλλίμαχο από το γιακά και τον
κατέβασε απότομα μπροστά από τον κήπο της ενώ ο Ερμόλαος τους ακολουθούσε
έντρομος.
-Με
ξεγέλασες! φώναξε οργισμένη. Κι εγώ σε εμπιστεύτηκα!
-Δεν
ήθελα να κλέψω το μαγικό υγρό! Θα σου έδινα το μισό αφού το ήθελες! είπε
τρέμοντας ο Καλλίμαχος.
-Να
το θέλω; Γιατί να το θέλω; Αυτό το καταραμένο υγρό μού κατέστρεψε τη ζωή!
-Τότε
γιατί δε με αφήνεις να το πάρω μακριά; Αν εσένα σου κάνει κακό, μπορεί σε
κάποιον άλλο να κάνει καλό.
-Σιγά
μη σε αφήσω. Είδα τι έπαθα την τελευταία φορά που άφησα κάποιον να το
πλησιάσει, φώναξε ξετυλίγοντας την εσάρπα που σκέπαζε το λαιμό της.
Ήταν
γεμάτος κόκκινες χαρακιές.
-Αυτά
μου τα έκανε κάποιος που φαινόταν καλός σαν εσένα. Αλλά δεν ήταν. Μόλις
αρνήθηκα να τον παντρευτώ, πήγε να μου κάνει ένα ξόρκι για να γίνω περιστέρι.
Όμως τον έσπρωξα και έχασε τα λόγια του προτού μεταμορφωθώ τελείως. Τότε με
πλήγωσε και έριξε πάνω μου αυτό το υγρό για να μη σβήσουν ποτέ τα σημάδια και
να μη θέλει κανείς να με παντρευτεί.
-Εγώ,
όμως δε θέλω να σου κάνω κακό, Αρτεμισία. Ήθελα το υγρό για να μη σβήνουν οι
ζωγραφιές μου.
Εκείνη
τον κοίταξε δύσπιστα. Μέσα στα μάτια της τώρα ο Καλλίμαχος δεν έβλεπε θυμό.
Μόνο θλίψη. Άξαφνα του ήρθε μια ιδέα.
-Μπορώ
να σε βοηθήσω να τα εξαφανίσεις, της είπε.
Η
κοπέλα γέλασε πικραμένα.
-Ό,τι
αγγίξει το υγρό δε σβήνει ποτέ.
-Μπορεί,
όμως, να μεταμορφωθεί σε κάτι όμορφο.
-Τι
εννοείς;
-Θα
σε ζωγραφίσω. Και αυτά τα σημάδια δε θα είναι πια άσχημα. Θέλεις;
Κούνησε
καταφατικά το κεφάλι της και κάθισε σε ένα σκαμνί. Πρώτη φορά έδειχνε
εμπιστοσύνη σε κάποιον. Ο Καλλίμαχος έβαλε τα δυνατά του ώστε το δημιουργημά
του να μη θυμίζει σε τίποτα τα σημάδια που υπήρχαν πριν. Όταν τελείωσε το έργο
του οι χαρακιές είχαν γίνει ένα μπλε δίχτυ γεμάτο όμορφα βυσσινί λουλούδια με
απαλή μωβ γύρη. Γύρω τους πετούσαν λευκές πεταλούδες και μικρά αηδονάκια.
-Αυτό
αξίζει να μη σβήσει ποτέ, είπε συγκινημένη η Αρτεμισία κοιτώντας με θάρρος και
χαρά τον καθρέφτη της. Πάμε να πάρουμε το υγρό, Καλλίμαχε. Ερμόλαε, εσύ
καλύτερα να μείνεις. Η σπηλιά έχει παντού πίδακες με νερό και θα είναι
επικίνδυνο για σένα.
-Να
προσέχετε, τους είπε ο Ερμόλαος κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του καθώς
έφευγαν πετώντας.
Ο
Καλλίμαχος προσπαθούσε να δείχνει άνετος και ατρόμητος αλλά μόλις μπήκαν στη
σπηλιά, ένας πίδακας έσβησε το κεράκι του.
-Πάμε
να φύγουμε! αναφώνησε.
-Φοβάσαι
το σκοτάδι;
-Εεεε
όχι, δηλαδή... Ναι!
-Είμαι
δίπλα σου. Μπορείς να με ακούσεις. Πιάσε το χέρι μου.
-Το
έπιασα.
-Πάρε
τώρα το κλαδάκι που σου δίνω. Με αυτό θα ψηλαφείς το έδαφος για να ξέρεις που
πατάς. Αν νιώσεις ασφαλής μπορείς να χρησιμοποιείς πολύ προσεκτικά και τα χέρια
σου.
Ο
νέος πήρε μια βαθιά ανάσα για να σταματήσει να τρέμει. Άρχισε να αγγίζει όπου
μπορούσε το τοίχωμα της σπηλιάς. Ήταν πέτρα, μονάχα πέτρα∙ τίποτε περισσότερο ή
λιγότερο. Σιγά σιγά το τοίχωμα άρχισε να του φαίνεται πιο γνώριμο, έστω κι αν
δεν το έβλεπε. Δειλά-δειλά άρχισε να προχωρά και στο υπόλοιπο δάπεδο με τη
βοήθεια της Αρτεμισίας όποια στιγμή έπεφτε το ηθικό του. Μέχρι που σκόνταψαν σε
κάτι. Το ψηλάφισαν. Ήταν ένα βάζο. Το πήραν και προσπάθησαν να βρουν το δρόμο
της επιστροφής. Κάποια στιγμή είδαν μια αχτίδα φωτός που όσο την πλησίαζαν
μεγάλωνε. Ήταν μια έξοδος, αλλά όχι αυτή από την οποία μπήκαν. Βγήκαν έξω και
βρέθηκαν στην κορυφή του καταρράχτη. Ο Καλλίμαχος άνοιξε το βάζο και έριξε μια
σταγόνα από το μαγικό υγρό στο λαιμό της Αρτεμισίας. Η σταγόνα απλώθηκε παντού και
ένα φως τύλιξε όσα είχε ζωγραφίσει ο νέος.
-Σ’
ευχαριστώ, Καλλίμαχε, είπε η Αρτεμισία. Θα μου λείψεις τώρα που θα φύγεις.
-Κι
εμένα θα μου λείψεις. Θα έρχομαι όμως να σε βλέπω.
-Θα
έρχομαι κι εγώ στο χωριό σου.
-Βρε
παιδιά, βρε παιδιά, γιατί δεν πηγαινοέρχεστε μαζί τότε; ακούστηκε η φωνή του
Ερμόλαου.
Οι
δύο νέοι τον είδαν σαστισμένοι να βγαίνει από τις φυλλιωσιές μαζί με τις
υπόλοιπες πεταλούδες.
-Πήγαινε,
κορίτσι μου, είπε η γριά πεταλούδα στην Αρτεμισία. Εμείς εδώ θα είμαστε να σας
καλωσορίζουμε όταν θα έρχεστε.
-Έλα
μαζί μου, Αρτεμισία. Το χωριό μου είναι πολύ όμορφο και γεμάτο καλούς
ανθρώπους, της είπε κι ο Καλλίμαχος.
-Πώς
θα ζήσω όμως μ’ αυτά ανάμεσά τους; ρώτησε κοιτώντας θλιμμένα τα φτερά της.
-Με
θάρρος, όπως κοίταξες πριν τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Όποιος σ’ αγαπά θα σ’
αγαπά γι’αυτό που είσαι, απάντησε ο Καλλίμαχος δίνοντάς της το χέρι του.
Η
Αρτεμισία τον αγκάλιασε και πέταξαν μαζί στη νέα τους ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου