Ένα ακόμη παραμύθι από το Εργαστήριο που πραγματοποιείται στο Βιβλιοπωλείο "Εν Πλω"
Για ένα
κομματάκι τυρί
Της Αναστασίας Γεωργοπούλου
Mια φορά κι έναν καιρό, ήταν ο
Μπαλού. Ένα ολοστρόγγυλο γυαλιστερό
κατακόκκινο μπαλόνι. Ο Μπαλού ζούσε δεμένος, μαζί με άλλα μπαλόνια, στο
κοντάρι του κύριου Μανώλη, που τα έβγαζε κάθε πρωί στην μεγάλη πλατεία της πόλης,
για να τα πουλήσει.
-Μαμά, μαμά, θα μου πάρεις;
Τα χρωματιστά μπαλόνια πάντα άρεσαν στα παιδιά.
Ο Μπαλού κάθε πρωί που έβγαινε από την αποθήκη του κύριου Μανώλη και τον
χτυπούσε το δροσερό αεράκι, ήταν όλο χαρά. Στεκόταν με το σκοινί του τεντωμένο
και περήφανο σα να ήθελε να φτάσει τον ουρανό. Να πετάξει, γιατί για αυτό ήταν
φτιαγμένο, όπως έλεγε και ξανάλεγε. Φτιαγμένο να φτάσει ψηλά στα σύννεφα, να
ταξιδέψει πάνω από την πόλη, να περάσει στην άλλη πλευρά του ορίζοντα. Να
ταξιδέψει πάνω από θάλασσες, βουνά, σε άλλες χώρες. Να συναντήσει πάπιες που
πάνε νότια και γλάρους που παίζουν με τα κύματα. Να δει ποτάμια, ακρογιαλιές,
κτίρια, ζώα και ανθρώπους από διάφορες φυλές. Και με αυτή τη σκέψη κοιμόταν και
με αυτή τη σκέψη ξυπνούσε κάθε μέρα.
-Σήμερα είναι η μέρα μου. Εμένα θα διαλέξουν, έλεγε ξυπνώντας με
ενθουσιασμό.
-Από όλα τα μπαλόνια, εμένα, έλεγε και στριφογυρνούσε γύρω από το τεντωμένο
του σκοινί χαρούμενο. Και έτσι όπως στεκόταν ο κύριος Μανώλης στην πλατεία και
μαζεύονταν τα παιδιά ολόγυρά του, έσπρωχνε ο Μπαλού τα άλλα μπαλόνια για να
βγει μπροστά και να τον προσέξουν.
-Κοριτσάκι, ε κοριτσάκι, εμένα, για δες εμένα. Κοίτα πόσο γυαλιστερό και
κόκκινο είμαι; Ε; για δες... Εμένα να πάρεις!
Όμως οι μέρες περνούσαν και όλα έδειχναν πως τα πράγματα δεν πήγαιναν έτσι
όπως ο ίδιος τα φανταζόταν. Tα παιδιά, διάλεγαν όοοολα τα άλλα μπαλόνια, εκτός από
τον Μπαλού. Γιατί ο Μπαλού, ήταν μεν ένα ολοστρόγγυλο γυαλιστερό
κατακόκκινο μπαλόνι, αλλά πώς θα μπορούσε να συναγωνιστεί τα μπαλόνια καρδιές,
τα μπαλόνια δελφίνια το με μεταλλικό μπλε χρώμα, τα φλούο ροζ φλαμίνγκο, τα
μπαλόνια αστέρια... ή, αυτά που ο ίδιος ζήλευε πιο πολύ απ’ όλα, τα πολύχρωμα
μπαλόνια ουράνιο τόξο;
Κι έτσι, κάθε απόγευμα, ήταν ίδιο με το προηγούμενο. Κι έβρισκε τον Μπαλού
κουρασμένο και αναψοκοκκινισμένο. Σκονισμένος από το καυσαέριο της πόλης και
ιδρωμένος από τις τόσες ώρες κάτω από τον ήλιο, επέστρεφε δεμένος στο κοντάρι
του κύριου Μανώλη σπίτι. Δηλαδή, όχι ακριβώς σπίτι, αλλά στην αποθήκη, εκεί που
ο κύριος Μανώλης έβαζε το κοντάρι τελειώνοντας το μεροκάματο, έως το επόμενο
πρωί.
Αυτή η ώρα, ήταν η χειρότερή του. Αν και έμπαινε επιτέλους στην αποθήκη που
είχε δροσιά, εκτός από τον καημό του που τον έβρισκε ακόμα δεμένο στο κοντάρι,
είχε να αντιμετωπίσει και τον Σίφη, που με τα γυαλιστερά μικρά ματάκια του, τον
περίμενε χοροπηδώντας και κοροϊδεύοντας.
-Τιιιιι έγινε αεροπόρε; Πώς και από τα μέρη μας; Καιρό έχουμε να σε δούμε.
Χαχαχαχαχα. Πώς πήγε η πτήση σήμερα; Ααααα, χαχαχαχαχα. Για πες, για πες...
Και τότε ο Μπαλού πείσμωνε, θύμωνε και κοκκίνιζε ακόμα πιο πολύ.
-Eγώ μια μέρα,
θα πετάξω μακριά. Το ακούς; Ό,τι και να λες, όσο κι
αν κοροϊδεύεις. Και δεν θα γυρίσω εδώ, ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ. Δε θέλω να σε βλέπω μπροστά
μου, τ’ ακούς; ΦΥΓΕ!
#
Ο Σίφης, ήταν ένας βρωμερός γκρίζος ποντικός, που είχαν δει πολλά τα μάτια
του και είχαν ακούσει πολλά τα αφτιά του. Ήταν κι αυτός μόνιμος κάτοικος της
αποθήκης, από τους πιο παλιούς. Ελεύθερος να σκαρφαλώνει στα δοκάρια της
στέγης, να βγαίνει από τις χαραμάδες και να χαζεύει τον ουρανό, τους φωταγωγούς
και τα γύρω μπαλκόνια. Ήξερε πολλά, αλλά μιλούσε λίγο. Και για να περάσει την
ώρα του, είχε βρει για αστείο, να πειράζει τον καημένο τον Μπαλού.
Μόλις νύχτωνε για τα καλά, ο Σίφης ανέβαινε στα δοκάρια της στέγης της
αποθήκης και πλησίαζε τον Μπαλού που ξεκουραζόταν κάτω από τα κεραμίδια
παραμιλώντας:
-Θα φύγω. Θα ταξιδέψω. Θα ξεκινήσω από το βορρά. Μια μέρα, θα φτάσω στο
Παρίσι. Θα πετάξω πάνω από την Dinseyland. Θα δω από ψηλά φωτισμένο τον πύργο του Άιφελ. Και
μετά θα συνεχίσω. Θα περάσω από την Ολλανδία, θα δω τα κανάλια και τα λιβάδια
με τις χρωματιστές τουλίπες. Και μετά, μετά θα πετάξω ως το Λονδίνο, και θα
περάσω ξυστά από το Big Ben.
-Χμ, ναι… και μην ξεχάσεις να μου φέρεις κρουασάν και σοκολατάκια. Α και
τυρί, γκούντα παρακαλώ... έχω ακούσει πως έχουν μπόλικο εκεί στην Ολλανδία...
Αχ κακομοίρη μου, ούτε μέχρι το Λυκαβηττό δεν θα προλάβεις να φτάσεις αλλά,
τέλος πάντων, σκεφτόταν από μέσα του ο Σίφης, καθώς έκλειναν τα μάτια του από
τη νύστα.
-Εγώ μια μέρα θα ξεκινήσω για τον γύρο του κόσμου... έλεγε ο Μπαλού, και τον
έπαιρνε κι αυτόν γλυκά ο ύπνος.
#
Το επόμενο πρωί, ο κύριος Μανώλης άνοιξε την πόρτα της αποθήκης, πήρε το
κοντάρι και ξεσκόνισε τα μπαλόνια που είχαν απομείνει δεμένα πάνω του. Μετά,
έβγαλε από τη σακούλα κάποια καινούργια με λαμπερά χρώματα και τα έβαλε στην
τρόμπα. Τα έδεσε με γυαλιστερές κορδέλες και αυτά στο ξύλο και ξεκίνησε για την
πλατεία και την παιδική χαρά.
Είναι τόσο άδικο να είμαι ένα απλό κόκκινο μπαλόνι, σκεφτόταν
κατσουφιασμένος ο Μπαλού. Δεν έχω ούτε ασημένιο χρώμα, ούτε χρυσό. Δεν είμαι
ούτε δελφίνι, ούτε φλαμίνγκο, ούτε ουράνιο τόξο. Αλήθεια είναι. Γιατί να προτιμήσουν εμένα τα παιδιά;
Eίναι τόσο άδικο να μπορείς να
πετάξεις και να είσαι δεμένος σε ένα κοντάρι. Να είσαι φτιαγμένος για τους
ουρανούς, κι όμως να είσαι καθηλωμένο στη γη. Ζω σε μία απέραντη φυλακή.
-Έλα παιδάκι, ναι εσύ παιδάκι με το ροζ σκουφάκι. Έλα διάλεξέ με. Θα τρέξουμε μαζί, θα σου δείξω τον ουρανό, έλα παιδάκι,
εμένα πάρε, εμένα...
Τίποτα.
#
Ο κύριος Μανώλης, έσβησε το φως της αποθήκης και έκλεισε την πόρτα. Ο Σίφης
το ποντίκι βγήκε από τη φωλιά του.
-Τι νέα μας φέρνεις αεροπόρε από τους αιθέρες; Τι κάνει το Παρίσι; To Λονδίνο, οι Βρυξέλλες; και γέλασε για ακόμα μια φορά
πειράζοντάς τον.
-Δεν βλέπω πρόοδο στις πτήσεις σου, είμαι πολύ απογοητευμένος από εσένα.
Περίμενα ότι σήμερα θα έφερνες τουλάχιστον λίγο ολλανδικό τυράκι...
χιχιχιχιχιχιχι.
-Δεν πάει άλλο... κάτι πρέπει να κάνω... σκεφτόταν ο Μπαλού λίγο πριν τον
πάρει ο ύπνος. Δεν μου φτάνει το βάσανό μου, έχω και τον βρωμοποντικό.
Ξαφνικά η πόρτα της αποθήκης άνοιξε, ο κύριος Μανώλης μπήκε μέσα, άναψε τον
αραχνιασμένο γλόμπο και τράβηξε από τον τοίχο το ξύλινο κοντάρι. Τα μπαλόνια
ταρακουνήθηκαν όλα μαζί. Ο κύριος Μανώλης έβγαλε το σουγιά από την τσέπη του.
-Τι πάει να κάνει;
Το χέρι του κύριου Μανώλη έγειρε το κοντάρι στο πλάι και ψαχούλεψε τα
σκοινιά. Τα μπαλόνια κρύβονταν το ένα πίσω από το άλλο. Ο Μπαλού είχε αρχίσει
να χάνει το κατακόκκινο χρώμα του.
-Τι θα γίνει τώρα; Πέστε μου, τι θα γίνει τώρα; φώναζε με φωνή που έτρεμε
από φόβο. Με το βλέμμα έψαχνε να βρει τον
ποντικό. Αυτός σίγουρα θα ξέρει, αλλά πού. Είχε σίγουρα κάπου τρυπώσει από τον
φόβο του.
Το χέρι του κύριου Μανώλη τράβηξε με δύναμη το σκοινί του Κιτρινούλη που
από ψηλά ψηλά που ήταν, βρέθηκε σχεδόν στο πάτωμα. Ο σουγιάς πλησίασε και
έκοψε, χρατς, το σκοινί του. Ο κύριος Μανώλης σήκωσε ξανά το κοντάρι, το
ακούμπησε στον τοίχο, πήρε τον Κιτρινούλη και βγήκε από την αποθήκη.
Τα μπαλόνια πέτρωσαν από την τρομάρα τους.
-Πού τον πάνε; Πείτε μου, πού τον πάνε; ρωτούσε ο Μπαλού περνώντας νευρικά
ανάμεσά τους.
-Στον μικρό.
-Σε ποιον μικρό;
-Στον μικρό με τις...
Ένα δυνατό ΜΠΑΜ ακούστηκε από το παράθυρο. Και μετά γέλια, τρανταχτά γέλια
ενός μικρού αγοριού και του κύριου Μανώλη. Ασταμάτητα γέλια που έκαναν τα
τζάμια να τρίζουν, το πάτωμα να ταρακουνιέται και την πόρτα της αποθήκης να
τρίζει.
Ο Μπαλού ήταν και πάλι κάτω από τη στέγη, περιμένοντας τον βρωμερό ποντικό.
Το σκοτάδι ήταν πια πυκνό και παρ’ όλ’ αυτά ο ποντικός δεν έλεγε να φανεί. Δεν
μπορεί, αυτός σίγουρα θα ξέρει να του πει. Τόσα χρόνια μένει στην αποθήκη.
Αυτός θα ξέρει τι συνέβη στον Κιτρινούλη.
Όταν όλα τα μπαλόνια ησύχασαν, ο Μπαλού άκουσε τα βήματα του ποντικού να
ανεβαίνει στο δοκάρι. Έφτασε κοντά του και ξάπλωσε δίπλα του.
-Κοίτα να δεις αεροπόρε. Δεν είναι όλοι οι αεροπόροι ικανοί να πετάξουν
στους αιθέρες. Κάποιοι, είναι φτιαγμένοι για να προσφέρουν απλά, λίγη χαρά και
γέλιο στα παιδιά. Όσα μπαλόνια πουλιούνται στην
πλατεία, νομίζεις πως σώζονται; Πως ελευθερώνονται; Όοοοχι! Φτάνουν στα σπίτια, που ίιιισως να είναι, λίγο
καλύτερα απ’ ό,τι εδώ. Αλλά παραμένουν φυλακισμένα. Στα ταβάνια των παιδικών
δωματίων. Και καθώς περνάει ο καιρός, τα παιδιά βρίσκουν άλλα παιχνίδια να
αγαπήσουν και τα ξεχνάνε τα μπαλόνια. Που από την απραξία, σιγά σιγά, ζαρώνουν
και μαραίνονται και χάνουν τον αέρα τους και χαμηλώνουν, χαμηλώνουν, χαμηλώνουν
ώσπου μια μέρα, ακουμπάνε στο πάτωμα. Και τότε, η
μαμά, συνήθως τα ρίχνει στα σκουπίδια.
Εκτός αν...
-Εκτός αν τι, ποντικέ;
-Eκτός αν ο κύριος Μανώλης σε διαλέξει και σε δώσει στον εγγονό του, τον
μικρό Δημητράκη με την καρφίτσα.
-Ποια καρφίτσα; Τι εννοείς; Tι κάνει ο Δημητράκης με την καρφίτσα, ποντικέ;
Ο Μπαλού έχασε για μια ακόμα φορά το χρώμα του. Και σαν να ένιωσε μια μικρή
ζάρα στη μία του πλευρά. Μα τι του λέει, τι
είναι αυτά που ακούει; Δηλαδή, δεν ελευθερώνουν τα παιδιά τα μπαλόνια; Ή τα
ξεχνάνε στα ταβάνια ή τα σπάνε με καρφίτσες; Και τότε, τι είναι όλα αυτά τα
μπαλόνια που βλέπει στον ουρανό;
-Αυτά ξέφυγαν, από κάποιο παιδικό χεράκι. Γλύστρησαν. Αλλά αυτό δεν
συμβαίνει, παρά μόνον ελάχιστες φορές. Αν είσαι τυχερός... είπε ο ποντικός. Δεν
ήθελα να σε στενοχωρήσω αεροπόρε, αλλά, αυτή είναι η τύχη σου, αυτό είναι το
πεπρωμένο σου. Μην σκας, όλοι στα σκουπίδια μια
μέρα θα καταλήξετε...
Η νύχτα έπεσε σαν μαύρο τούβλο στην ψυχή του Μπαλού. Τα μπαλόνια γύρω του,
από την στιγμή του μπαμ δεν ξανάβγαλαν άχνα. Ακόμα έτρεμαν και είχαν κολλήσει
το ένα πάνω στο άλλο. Εκείνη τη νύχτα, κάτω από τη στέγη της αποθήκης, κανείς
δεν έκλεισε μάτι.
Το πρωί, η πόρτα άνοιξε, ο ήλιος μπήκε για ακόμα μια φορά στο αποθηκάκι και
ο κύριος Μανώλης πήρε το κοντάρι του σφυρίζοντας χαρούμενος. Πέρασε μια με το
φτερό όλα τα μπαλόνια και αυτά, ξεχνώντας τα χθεσινοβραδινά γεγονότα, τέντωσαν
για άλλη μια φορά τα σκοινιά τους στον ήλιο. Τι όμορφη μέρα!
Στην πλατεία σήμερα είχε γιορτή, παιδιά με μαμάδες, μπαμπάδες, γιαγιάδες
και παππούδες έκαναν βόλτα, αγόραζαν μαλλί της γριάς, χωνάκι παγωτό και
μπαλόνια. Το τέσσερα ροζ ουράνια τόξα, έφυγαν πρώτα. Ακουλούθησαν τα δυο
δελφίνια, οι ασημένιες καρδιές και τα χρυσά αστέρια. Ο Μπαλού χοροπηδούσε σε
μια απελπισμένη προσπάθεια, ανάμεσα σε όσα μπαλόνια είχαν απομείνει, μήπως και
τον προσέξουν. Άλλοτε σηκωνόταν πιο ψηλά, άλλοτε
χαμήλωνε. Άδικος κόπος. Τίποτα...
Αργά το απόγευμα, ο κύριος Μανώλης πήρε το δρόμο της επιστροφής. Ήταν
χαρούμενος, αφού σήμερα, είχε πουλήσει πάνω από τα μισά. Στο κοντάρι του, ο
Μπαλού κι ένα μπαλόνι ροζ φλαμίνγκο, που εδώ και μέρες έχανε τον αέρα του, ήταν
οι πιο παλιοί.
Πάει, αυτό ήταν, σκέφτηκε ο Μπαλού. Ας αποδεχτώ τη μοίρα μου... Πάνε τα
ταξίδια. Πάνε τα σύννεφα, τα πουλιά, ο αέρας. Θα γίνω κι εγώ πολλά μικρά
κόκκινα λαστιχένια κομματάκια, που θα καταλήξουν στην σκουπιδοσακούλα. Είναι
θέμα χρόνου.
Η πόρτα της αποθήκης άνοιξε, το κοντάρι ακούμπησε στον τοίχο. Ο Μπαλού δεν
είπε κουβέντα. Αλλά και ο ποντικός απόψε δεν έβγαλε άχνα. Δεν ήταν ώρα για
πειράγματα και πλάκες. Το φως έσβησε και στην
αποθήκη επικράτησε απόλυτη ησυχία. Στενάχωρη ησυχία.
Ο Σίφης δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα και το ξημέρωμα τον βρήκε εκεί στο δοκάρι
δίπλα στον Μπαλού. Μέσα από τη χαραμάδα της στέγης, κοιτούσε τα σύννεφα και τον
καταγάλανο ουρανό.
Δεν άργησαν να ακουστούν τα βήματα του κύριου Μανώλη που άνοιξε για ακόμα
μια φορά την πόρτα. Ο ήλιος μπήκε με δύναμη στο αποθηκάκι. Ο κύριος Μανώλης
έπιασε το κοντάρι και το έβγαλε έξω. Κάθισε σε ένα σκαμνάκι, το έγειρε κι έβαλε
το χέρι στην τσέπη.
Ο Μπαλού ίδρωσε και έψαξε ξανά με το βλέμμα να βρει τον ποντικό, ίσως για
τελευταία φορά. Ο Σϊφης είχε κρυφτεί πίσω από το πολύχρωμο ουράνιο τόξο και
σιγά σιγά κατέβαινε γαντζωμένος με τα μυτερά του νύχια το κοντάρι, ως εκεί που
ήταν δεμένα τα σκοινιά. Όμως η ουρά του είχε μπλεχτεί και δεν μπορούσε να πάει
ούτε μπροστά, ούτε πίσω. Λίγα εκατοστά τον χώριζαν από το σκοινί του Μπαλού. Η
καρδιά του Μπαλού χτυπούσε δυνατά. Ο κύριος Μανώλης έβγαλε από την τσέπη τον
σουγιά. Ο Σίφης τεντώθηκε όσο μπορούσε αλλά η ουρά του κόντευε να ξεριζωθεί από
το τράβηγμα. Ο σουγιάς πλησίαζε το σκοινί του Μπαλού που τώρα πια
ήταν σε απόγνωση...
Και τότε, ο κύριος Μανώλης σήκωσε απότομα το χέρι του, να διώξει μια
ενοχλητική μύγα, και του έπεσε κάτω ο σουγιάς.
Με την απότομη κίνηση το κοντάρι κουνήθηκε και η ουρά του ποντικού
απελευθερώθηκε. Ένα τεράστιο στόμα άνοιξε και δύο δόντια κοφτερά, σαν από
ατσάλι, έπεσαν με δύναμη πάνω στο σκοινί του Μπαλού, σκίζοντάς το στα δυο.
Ο κύριος Μανώλης έσκυψε να πιάσει το σουγιά κι όταν σηκώθηκε, τι να δει.
Ένα ολοστρόγγυλο γυαλιστερό
κατακόκκινο μπαλόνι, ξεκινούσε το ταξίδι του στον γαλανό ουρανό. Μόνο
που δεν ήταν μόνο του.
-Ζήτωωωωωω! Πετάμεεεεεεε! φώναξε ο Μπαλού, που δεν πίστευε στα μάτια του. Χαχαχαχαχα, παλιοποντικέ, δεν ήξερα ότι σου αρέσουν τα ταξίδια...
-Χιχιχιχιχι! Πετάμεεεεεεεε! φώναξε κι ο Σίφης και γαντζώθηκε ακόμα πιο γερά
από το σκοινί του φίλου του. Σιγά που θα σε άφηνα να
φύγεις μόνος σου. Άσε που το’ χα σίγουρο, πως ποτέ δε θα γυρνούσες να μου
φέρεις εκείνο το νόστιμο κατακίτρινο λαχταριστό ολλανδικό τυράκι, που τόσο μου
αρέσει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου