Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Ιστορίες Εν Πλω: Το αντίο μου, η γνωριμία μας

Αποτέλεσμα εικόνας για γιωργος διγαλάκης φωτογραφίες
Φωτογραφία Γιώργος Διγαλάκης


Ένα ακόμη δύσκολο αλλά και ενδιαφέρον αντίο που γεννήθηκε στο Σεμινάριο του Βιβλιοπωλείου "Εν Πλω"

Το αντίο μου, η γνωριμία μας

της Βάσιας Παπαευθυμίου

Αγαπημένε μου Ντιάριο,

πάνε μέρες που έχουμε να τα πούμε, αλλά βλέπεις είχα πολύ διάβασμα για το σχολείο, μάθαινα την προπαίδεια και το κεφάλι μου νόμιζα πως θα σπάσει… Σου υπόσχομαι όμως πως δεν θα το ξανακάνω. Άσε που επιτέλους ήρθε το καλοκαίρι και πέρα από τις ‘’Χαρούμενες Διακοπές’’  που πρέπει να διαβάζω κάθε μέρα είμαι ελεύθερη να κάνω ότι θέλω, οπότε θα σου γράφω συνέχεια.

Θέλω να μοιραστώ μαζί σου κάτι γιατί ξέρω πως και θα με ακούσεις και δεν θα σου φανεί ασήμαντο ότι και να σου πω.

Την περασμένη Δευτέρα είχαμε τις γυμναστικές επιδείξεις στο σχολείο, η Κάλλια όμως δεν φάνηκε, είχε πάει να δει τη γιαγιά της που ήταν στο νοσοκομείο. Όταν γύρισα στο σπίτι την πήρα τηλέφωνο για να μάθω αν είναι καλά. Έκλαιγε η καημενούλα γιατί η γιαγιά της είναι πολύ άρρωστη και φοβάται πολύ γι’ αυτήν.

Την Άννυ έρχεται κάθε μέρα να την πάρει η γιαγιά της από το σχολείο, φαίνονται πολύ δεμένες. Συχνά μου αναφέρει πώς περνούν τον χρόνο τους όταν είναι οι δυο τους στο σπίτι. Πλάθουν λέει κουλουράκια σε διάφορα σχέδια, αστεράκια, καρδούλες και της αρέσει τόσο πολύ που έχει αποφασίσει ότι όταν μεγαλώσει θα γίνει φουρνάρισσα για να φτιάχνει κουλουράκια και να ζυμώνει ψωμί. Τι να πεις… γούστα είναι αυτά. Το πιο συναρπαστικό όμως ξέρεις ποιο είναι; Της λέει ιστορίες από τα παλιά, ιστορίες που ξέρεις ότι δεν θα τις ακούσεις από κανέναν άλλον. Μάλιστα την έχω παρακαλέσει πολλές φορές να πάω και ‘γώ στο σπίτι της για να ακούσω τις διηγήσεις της γιαγιάς της και αυτή κάθε φορά μου απαντά: «Καλά θα το σκεφτώ»… Άσε που δεν δέχεται ούτε η ίδια να μου της πει... «Είναι το μυστικό μας», λέει. Μα τί της ζήτησα;

Ο Χρήστος από την άλλη, κάνει συνέχεια σκανταλιές και πειράζει συνέχεια τη γιαγιά του που δεν ακούει καλά. Διασκεδάζει λέει πολύ μαζί της και παρ’ ότι την τυραννάει, στο τέλος  του κάνει όλα τα χατίρια.

Δυστυχώς, δυσκολεύομαι να τους καταλάβω. Βλέπεις εγώ δεν γνώρισα ποτέ τη γιαγιά μου, έφυγε από τον πλανήτη μας όταν εγώ ήμουν ακόμα ένα τόσο δα σποράκι. Η μαμά μου είχε στενοχωρηθεί  πολύ που την άφησε και εγώ της έριχνα καμιά κλωτσιά από μέσα. Πώς αλλιώς να την συνεφέρω; Άσε που φοβόμουν ότι θα με πάρουν και εμένα τα ζουμιά. Όλα τα καταλάβαινα.

Η ξαδέρφη μου η Εύα που είναι μεγαλύτερη από εμένα, μου είπε μια μέρα:

«Κρίμα που δεν την γνώρισες, ήταν πολύ καλή γυναίκα και να ‘βλεπες πως αγαπούσε τα παιδιά!!!».  Από τότε αποφάσισα πως και ‘γώ  θα αγαπώ όλα τα παιδιά του κόσμου και θα τα προστατεύω. Κάθε μέρα λέει τα φώναζε στην αυλή του σπιτιού τους έλεγε ανέκδοτα και παίζανε μαζί. Στο τέλος του παιχνιδιού, τους έδινε γλυκό σταφύλι ενώ το καλοκαίρι πάντα τους πρόσφερε σπιτική λεμονάδα για να ξεδιψάσουν.

Επίσης, στο σπίτι έπαιζε πάντα μουσική, όπως και στο δικό μας! Μόνο που τότε ο ήχος έβγαινε από κάτι μικρά δισκάκια και η γιαγιά μου είχε πολλά απ’ αυτά Πιο συχνά όμως συνήθιζε να παίζει τους δίσκους κάποιου Πηθικώτση. Εγώ πάλι απορώ πως έκανε καριέρα μ’ αυτό το όνομα.

Δεν ξέρω πολλά πράγματα για την γιαγιά μου ούτε και ρωτάω κανέναν, ιδίως την μαμά μου, δεν θέλω να τη δω να στενοχωριέται. Έτσι λοιπόν ψάχνω να βρω με ποια κυρία θα μπορούσε να μοιάζει. Η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό είναι η κα Ρόζα, η γειτόνισσα. Η κα Ρόζα φοράει πολλά χρυσά βραχιόλια στα χέρια της και κάθε φορά που τα κουνάει για να με χαιρετήσει, νομίζεις πως παίζει ντέφι από τον ήχο που βγάζουν. Η κα Ισμήνη από την άλλη, είναι σκέτη κοκέτα, τουλάχιστον έτσι λένε οι μεγάλοι. Να τη δεις με το μελιτζανί μαλλί της… πόσο αστεία είναι…! 

Η κα Μαρία πάλι, όλο μου φωνάζει γιατί λέει την ενοχλώ που παίζω με την μπάλα το μεσημέρι. Μα ακούς; Μια μέρα μάλιστα μου είπε: «Καλά εσύ δεν πήρες τίποτα από την γιαγιά σου; Ήταν τόσο ήρεμη γυναίκα αλλά εσύ μου φαίνεται έχεις ηπειρώτικο κεφάλι». Μόλις το άκουσα αυτό τρόμαξα, «Τι είπες για το κεφάλι μου; Τι έχει το κεφάλι μου;», είπα κλαίγοντας και πιάνοντας το για να δω μήπως έχω κάτι -Στην πραγματικότητα δεν ξέρω αν έκλαιγα για το κεφάλι μου ή γιατί μου είπε ότι δεν πήρα τίποτα από την γιαγιά μου- Αυτή όμως άρχισε να γελάει, θύμωσα τόσο πολύ και ξεστόμισα κάτι που στη συνέχεια το μετάνιωσα, «Καλά εσύ δεν έχεις ημερομηνία λήξεως;» 

Τι ήταν να το ακούσει, με κατσάδιαζε μια ώρα. Τώρα όμως μου κρατάει μούτρα και δεν έχω με ποιόν να μαλώνω… Τουλάχιστον παίζω με την μπάλα μου χωρίς να ακούω τις αγριοφωνάρες της.

Αποκλείεται να μοιάζει με κάποια απ’ αυτές η δική μου γιαγιά. Επιβεβαιώθηκα όταν βρήκα σε ένα άλμπουμ μερικές φωτογραφίες της από την εποχή που ήταν νέα και έχει σε όλες ένα χαμόγελο..μα ένα χαμόγελο! Νομίζω ότι μου μοιάζει λίγο… Σε εμένα μοιάζει είμαι σίγουρη, χαμογελάμε το ίδιο!

Ααααα δεν σου είπα τι περίεργο έχουν αυτές οι φωτογραφίες… Δεν έχουν χρώμα… Είναι ασπρόμαυρες. Λες οι άνθρωποι να ήταν ασπρόμαυροι τα παλιά τα χρόνια; Μυστήρια πράγματα… Πάντως αν ξέρεις, θέλω να μου πεις, ε;

Προχθές το βράδυ, η μαμά μου με βρήκε να κλαίω κάτω από τα σκεπάσματα. Βλέπεις εγώ την γιαγιά μου δεν την σκέφτομαι συχνά αλλά θυμήθηκα την Κάλλια που φοβάται πως θα φύγει και η δική της γιαγιά. Μα πως μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Η μαμά μου ήρθε κοντά μου και με ρώτησε γιατί κλαίω. 

Εγώ της απάντησα: «Δεν θέλω να φύγει κανείς..Γιατί φεύγουν οι άνθρωποι; Δεν μ’ αρέσει καθόλου αυτό. Γιατί να συμβαίνει αυτό; Γιατί; Γιατί;» Η μανούλα μου, μου έδωσε μια μεγάλη αγκαλιά και ένιωσα τόοοοση ζεστασιά που σχεδόν σταμάτησα να κλαίω. Σκεφτόμουν ότι έτσι θέλω να μείνουμε για πάντα. Τι ωραία που ήταν! Μετά όμως σκέφτηκα ότι και αυτή δεν έχει κοντά της την δική της μαμά για να της δίνει αγκαλιές… Ααααχχ κρατήθηκα τόοσο πολύ για να μην κλάψω πάλι και την έσφιξα τόσο πολύ στην αγκαλιά μου που στο τέλος πόνεσαν τα χέρια μου.

Θα ‘θελα με κάποιον τρόπο να της μιλήσω. Άραγε να γνωρίζει για εμένα; Να μαθαίνει νέα μου; Σκέφτηκα λοιπόν σήμερα να της γράψω ένα γράμμα για να γνωριστούμε και ύστερα ας πούμε το τελευταίο αντίο. Πώς να ξεκινήσω όμως;

«Αγαπημένη μου γιαγιά»… όχι ίσως να ήταν καλύτερα… «Γεια σου γιαγιά, η εγγόνα σου είμαι, η Βασούλα. Μου δώσανε το όνομά σου, δε χαίρεσαι; Θα φροντίσω να σε βγάλω ασπροπρόσωπη να ξέρεις.

 Δεν ξέρω από πού να αρχίσω…. Να σου πω ότι μένουμε στο νησί που κάποτε περνούσες τα καλοκαίρια σου και ότι έχω αποκτήσει και αδερφάκι.

Πες μου όμως, γιατί ήσουν τόσο ανυπόμονη να φύγεις και δεν περίμενες να γνωριστούμε; Ίσως τότε να άλλαζες γνώμη και να είμαστε τώρα όλοι μαζί. Άσε που θα είχα να διηγούμαι ιστορίες στους φίλους μου για εσένα.

Τώρα που λείπεις, δίνω εγώ αγκαλιές στη μαμά μου, σε περίπτωση που σε ενδιαφέρει. Εσύ έχεις κάποιον να σε φροντίζει;

Σε παρακαλώ προσπάθησε με κάποιον τρόπο να έρθεις, έστω για μια ώρα. Είμαι σίγουρη ότι είναι  πανευκολούρα για εσένα. Άλλωστε, δεν έχεις βαρεθεί εκεί που είσαι;
Θέλω να έρθεις και ίσως τότε να μου διηγηθείς την πιο ωραία ιστορία που έχω ακούσει, απ’ αυτές που στο τέλος οι πρωταγωνιστές μένουν όλοι μαζί αγαπημένοι για πάντα…………………………………………………………………………………….

Μισό λεπτό, δεν τελείωσα, άφησα το καλύτερο για το τέλος. Από χθές βρίσκομαι στο χωριό. Παρακάλεσα τους θείους να με πάρουν μαζί τους, ήθελα να δω που γεννήθηκες, αυτό βέβαια δεν τους το είπα. Και επειδή όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη, έχουμε πάρει ήδη σβάρνα όλα τα πανηγύρια. Χθες, πήγαμε σε δύο, σε άλλο το πρωί και άλλο το βράδυ. Το βράδυ λοιπόν, γνώρισα την κα Ισμήνη, έμαθα πως ήταν πολύ καλή σου φίλη και σαν γνωστή χορευταρού που είμαι την άρπαξα από το χέρι και έσυρα το χορό…για εσένα.

Τώρα που σου γράφω, έχω κατέβει στο ποτάμι. Τι όμορφο που είναι; Το ακούω να κυλάει και σιγοτραγουδώ το αγαπημένο σου τραγούδι:

«Φέρτε μου ένα μαντολίιινοο
για να δείτε πως πονώ
κι ύστερα θα γίνω κρίιιινο
κι ύστερα πια θα χαθώ…….»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου