Άλλη μια όμορφη ιστορία που δημιουργήθηκε στο Σεμινάριο που πραγματοποιείται στο Βιβλιοπωλείο "Εν Πλω" με αφορμή τις "Αόρατες Πόλεις" του Ίταλο Καλβίνο
Η
αόρατη πόλη
της Ευτυχίας Φιωτάκη
Ζούσε κάποτε, πριν
πολλά πολλά χρόνια, σε ένα βασίλειο ξακουστό μια όμορφη πριγκίπισσα. Η
πριγκίπισσα, μονάκριβη και μοσχοαναθρεμένη, μπορούσε να έχει ό,τι ζητούσε η
καρδιά της και όλα όσα θα ζήλευαν πολλοί.
Κάθε της επιθυμία ήταν για όλους διαταγή και κανένας δεν της χαλούσε
χατίρι όταν ζητούσε κάτι, όσο δύσκολο κι απίθανο κι αν ήταν αυτό.
Όμως, παρόλα αυτά,
ήταν πάντα θλιμμένη… Δεν έπαιζε, δεν έτρεχε, δεν γελούσε, δεν είχε φίλους και
έμενε πάντα κλεισμένη μέσα στο δωμάτιο της σαν να την είχαν φυλακίσει. Κανείς σε ολόκληρο το βασίλειο δεν είχε
ακούσει ποτέ το γέλιο της, κανείς δεν είχε δει ποτέ το χαμόγελό της! Ήταν σαν
να της το της το είχαν κλέψει...
Οι πιο μεγάλοι, μάλιστα, έλεγαν ότι οι μοίρες
είχαν ξεχάσει να της το χαρίσουν μαζί με τα τόσα άλλα που της έδωσαν απλόχερα
τη μέρα που γεννήθηκε και ότι, τίποτα μα τίποτα δε μπορούσε ν’ αλλάξει την κακή
της τύχη. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα
ήταν απαρηγόρητοι και δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι η μονάκριβη κόρη τους δε θα
χαμογελάσει ποτέ.
-«Τι κακό μας
βρήκε;» έλεγαν και ξανάλεγαν και μέρα με τη μέρα τους έτρωγε το μαράζι της
μοναχοκόρης τους.
Περνούσαν οι
μέρες, περνούσαν τα χρόνια και η καλοσυνάτη πριγκίπισσα μεγάλωνε και ομόρφαινε
όπως τα σπάνια λουλούδια που ανθίζουν σε τόπους μαγικούς. Ποτέ μα ποτέ όμως δεν έβγαινε έξω από το
δωμάτιό της και ποτέ μα ποτέ δε χαμογελούσε.
-Αχ φεγγάρι μου
ολόγιομο, αχ και να ΄ξερα που είναι κρυμμένο το χαμόγελό μου! Θα πήγαινα να το βρω ακόμα κι αν έπρεπε να
φτάσω στην άκρη της γης, έλεγε με παράπονο η θλιμμένη κόρη κάθε βράδυ την ώρα
που έλυνε και χτένιζε τα χρυσά της μαλλιά στο φως του φεγγαριού.
Και λέγανε πως
τόση ήταν η χάρη και η ομορφιά της ετούτη την ώρα που, αν κάποιος τύχαινε να
περνά κάτω από το παραθύρι της και να την αντικρύσει, μπορούσε να χάσει τα
λογικά του, όμως την ίδια στιγμή το θλιμμένο της πρόσωπο του ΄σφιγγε την ψυχή. Ώσπου μια νύχτα, άκουσε τον πόνο της
πριγκίπισσας ένα νυχτοπούλι και τόση λύπη φώλιασε μέσα του που της είπε:
-Ξέρω εγώ να σου
πω που θα βρεις το χαμόγελό που ψάχνεις.
-Πες μου καλό μου
νυχτοπούλι, που; παρακάλεσε η όμορφη κόρη.
- Είναι καλά κρυμμένο στην αόρατη πόλη, της απάντησε το νυχτοπούλι.
-Στην αόρατη πόλη;
απόρησε η πριγκίπισσα που ποτέ της δεν είχε ακούσει κανέναν να μιλά γι’ αυτήν.
- Σ’ αυτήν την
πόλη ζουν τα χαμόγελα όλων όσων τα έχουν χάσει και θέλουν να τα ξαναβρούν αλλά
και τα χαμόγελα όλων εκείνων που δεν τα είχαν ποτέ και θέλουν κάποια στιγμή να
τα αποκτήσουν, της εξήγησε το νυχτοπούλι.
-Και πόσο μακριά
πέφτει αυτή η πόλη; ρώτησε η πριγκίπισσα.
-Τόσο μακριά όσο να
περάσεις σαράντα βουνά και σαράντα θάλασσες και τόσο κοντά όσο να προχωρήσεις σαράντα
βήματα, είπε το νυχτοπούλι.
-Και πώς θα τη βρω
αφού είναι αόρατη; ξαναρώτησε η
πριγκίπισσα ενώ προσπαθούσε να καταλάβει τα αλλόκοτα λόγια που της είχε πει το
νυχτοπούλι.
-Εύκολα θα τη
βρεις αν δεν ξεχάσεις να την ψάξεις, απάντησε το νυχτοπούλι.
Η πριγκίπισσα
ευχαρίστησε το νυχτοπούλι και μόλις το φεγγάρι έσβησε τη λάμψη του και πήρε ο ήλιος να σιγοκαίει,
έβαλε σε ένα σακούλι τον πόνο της και ξεκίνησε να βρει το χαμένο της χαμόγελο.
Το ταξίδι της ήταν
μεγάλο και δύσκολο και το φορτίο στο σακούλι της βαρύ. Σε κάθε απόκρυμνο βουνό
που ανέβαινε και κατέβαινε και σε κάθε θάλασσα ήμερη ή άγρια που διέσχιζε δεν
ξεχνούσε να ρωτά:
-Μήπως είναι εδώ
κοντά η αόρατη πόλη;
Κανείς δεν είχε
δει ποτέ αυτήν την πόλη, όμως όλοι όσοι στέκονταν να την ακούσουν μοιράζονταν
μαζί της το φαγητό τους στο φτωχικό ή πλούσιο τραπέζι τους. Κανείς δεν είχε ακούσει από τη μάνα ή τη
γιαγιά του κατά που πέφτει αυτή η πόλη, όμως όλοι όσοι στέκονταν να την
ακούσουν μοιράζονταν μαζί της τις αγκαλιές και τα χάδια των παιδιών τους την
ώρα που τα νανούριζαν με παραμύθια.
Κανείς δεν είχε ονειρευτεί στα όνειρά του αυτήν την πόλη, όμως όλοι όσοι
στέκονταν να την ακούσουν μοιράζονταν μαζί της τα δικά τους όνειρα που έκρυβαν
μέσα στις καρδιές τους. Κανείς δεν ήξερε
να της πει τίποτα γι’ αυτήν την πόλη όμως όλοι όσοι στέκονταν να την ακούσουν
μοιράζονταν μαζί της το παράπονό της και έκαναν το σακούλι του πόνου της ελαφρύτερο.
Και όσο πιο πολύ
ρωτούσε η πριγκίπισσα για την αόρατη πόλη που κρύβει τα χαμένα χαμόγελα, τόσο
πιο πολλοί στέκονταν να την ακούσουν και μοιράζονταν μαζί της τα ηλιοβασιλέματα
πίσω από τα βουνά και τις θάλασσες, τις ευωδιές των λουλουδιών που πλημμυρίζουν
τις πλαγιές και τους κήπους, τη ζεστασιά του φωτιάς που κάνει τα κάστανα να
σκάνε και το ψωμί να μοσχοβολά, το σβήσιμο της δίψας από το κανάτι που είναι
γεμάτο γάργαρο νερό... Μοιράζονταν και
μοιράζονταν και μοιράζονταν, ώσπου το σακούλι της άδειασε στο τέλος από πόνο.
Ήταν τότε που η
πριγκίπισσα αποφάσισε πως ήταν καιρός να πάρει το δρόμο του γυρισμού. Και πριν προλάβει να μετρήσει σαράντα βήματα,
έφτασε έξω από το παλάτι, γύρισε το κλειδί στην αυλόπορτα και τρέχοντας, έπεσε
στην αγκαλιά των γονιών της, που δεν πίστευαν ότι έσφιγγαν και πάλι στην
αγκαλιά τους τη μονάκριβη θυγατέρα τους.
-Τι κρατάς μέσα
στο σακούλι σου παινεμένη μας; τη ρώτησαν κάποτε ο βασιλιάς και η βασίλισσα, όταν στέρεψαν τα
δάκρυα χαράς που χρόνια τώρα πρόσμεναν να χύσουν.
-Τα χαμόγελα όλων
αυτών που συνάντησα στο ταξίδι μου.
-Και το δικό
σου; Είναι κι αυτό μέσα στο σακούλι σου;
ξαναρώτησαν ο βασιλιάς και η βασίλισσα με αγωνία.
-Το δικό μου; Δεν
το βλέπετε που το φορώ; είπε η πριγκίπισσα και ένα χαμόγελο φωτεινό σαν τον
ήλιο, στόλισε το πρόσωπό της.
Και από τότε
κανείς δε θυμάται την όμορφη πριγκίπισσα να μη γελά, και να μη μοιράζεται τη
χαρά της με όλους τους ανθρώπους ως τα βαθιά της γεράματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου