Φωτογραφία Γιώργος Διγαλάκης |
Χθες ολοκληρώθηκε το Σεμινάριο στο Βιβλιοπωλείο "Εν Πλω" με τον πιο όμορφο και δημιουργικό τρόπο . Διαβάσαμε μερικά "Δύσκολα αντίο", όπως ήταν το θέμα μας.
Μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές τις ζήσαμε με την ιστορία που ακολουθεί:
Δέκα συν ένα
της Αναστασίας Γεωργοπούλου
Το πιο όμορφο δώρο που πήρα ποτέ, ήταν ένα καρπούζι. Ένα πεντανόστιμο
καρπούζι που ταξίδεψε με το τρένο από την Ελλάδα για να με βρει στο Μόναχο της
Γερμανίας. Θα ήταν ένα απλό, αδιάφορο καρπούζι, αν αυτός που το έφερνε, δεν ήταν
ο παππούς μου.
Ο παππούς, ερχόταν μια φορά το χρόνο με το τρένο από την Αθήνα για να μας
δει και να περάσει έναν μήνα κοντά μας.
Πήγαμε με το αυτοκίνητο να τον πάρουμε από το σταθμό του τρένου. Κρατούσα
σφιχτά τον μπαμπά μου από το χέρι στην αποβάθρα, και σηκωνόμουν στις μύτες των
ποδιών προσπαθώντας να τον βρω ανάμεσα στον κόσμο. Άλλοι κατέβαιναν, άλλοι
ανέβαιναν ώσπου νάτος, εκεί στο βάθος. Τον αναγνώρισα αμέσως. Και θα τον
αναγνώριζα όπου κι αν ήταν, όσος κόσμος κι αν υπήρχε τριγύρω. Τη μορφή του θα
μπορούσα να την αναγνωρίσω, ακόμα και με κλειστά μάτια.
-Μαμά, δεν θέλω να πάω σχολείο, θέλω να μείνω με τον παππού, ήταν συνήθως
αυτό που έλεγα τις πρώτες μέρες που ερχόταν. Δεν τον χόρταινα και ένιωθα ότι το
σχολείο είναι χαμένος χρόνος μακριά του.
-Μα θα σε πάει ο παππούς το πρωί, μου έλεγε παρηγορητικά εκείνη.
Και όταν
φτάναμε έξω από την πόρτα του σχολείου, ο παππούς έσκυβε και τηρούσε πάντα τη
συμφωνία μας.
-Δέκα φιλιά. Εσύ ξεκινάς, του έλεγα, και ξεκινούσε, αλλά δυστυχώς, πάντα
τέλειωναν. Κι όταν έφτανε στο 10, μου έδινε πάντα ένα ακόμα χωρίς να το κρατάει στον
λογαριασμό.
-Δέκα! Άντε, πήγαινε τώρα, και με έσπρωχνε γλυκά στην πλάτη να πάρω μπρος.
Σκουντουφλούσα στα ίδια μου τα πόδια γυρνώντας το κεφάλι μου να τον δω που
στεκόταν εκεί ώσπου να βεβαιωθεί ότι μπήκα μέσα. Κι όταν ερχόταν να με πάρει,
έτρεχα στην αγκαλιά του και ίσως ήμουν το πιο ευτυχισμένο παιδί σε όλο τον
πλανήτη.
Ο παππούς μου ήταν τρενοδηγός. Γι’ αυτό και ήξερε όλους τους
σταθμούς που έκανε η οτομοτρίς της Πελοποννήσου. Ώρες καθόμασταν και τους
επαναλάμβανα μετά από αυτόν. Ο παππούς μου όμως ήταν και μυγοκυνηγός. Έκανε ένα τρομερό κόλπο με τα χέρια και έπιανε τις μύγες στον αέρα. Αυτό, δεν κατάφερα ποτέ να το κάνω. Ο παππούς μου ήταν φτερολουλουδοποιός,
γιατί στις βόλτες που κάναμε μαζί στη λίμνη, μάζευε τα πούπουλα από τις πάπιες
και τους κύκνους στην όχθη και μου έφτιαχνε πανέμορφα φτερωτά λουλούδια. Ο
παππούς μου ήταν ηθοποιός. Ήταν ο μπαρμπα-Γιώργος και ο Νιόνιος μαζί, γιατί
κάθε βράδυ έπαιζε με τη φωνή του όλους τους χαρακτήρες από τις ιστορίες του
Καραγκιόζη. Μάλλον δεν υπήρχε ιστορία που να μην την ξέρω απέξω.
-Βάλε σάλτσα, βάλε κεφτέδες, έλεγε γελώντας όταν καθόμασταν να φάμε στον
τραπέζι.
Ο παππούς μου ήταν ο υπερασπιστής μου. Όταν ο μπαμπάς επέμενε να φάω
ραπανάκι για να «μάθω να τα τρώω όλα», άνοιγε κρυφά τη χούφτα του για να το
φτύσω, πριν μου κάψει ολότελα τη γλώσσα.
Ο παππούς μου, ήταν ταξιδιώτης. Είχε φτάσει ως την Αφρική και είχε δει από
κοντά μαϊμούδες. Μάλιστα είχε χαϊδέψει και μία. Σαν αυτή που έβλεπα στην
αγαπημένη μου σειρά στην τηλεόραση. Ο παππούς μου ήταν μάστορας γιατί μου
επισκεύαζε το κεφάλι της κούκλας και τις ρόδες από το ποδήλατό μου. Ήταν
ηλεκτρολόγος γιατί μαζί διαλύαμε σε χίλια κομμάτια πρίζες και ηλεκτρικές
συσκευές, λαμπατέρ και ρολόγια για να δούμε πώς δουλεύουν. Ο παππούς μου ήταν
βολτατζής κι εγώ μαζί του, ποτέ δεν παραπονιόμουν ότι κουράστηκα ή ότι με
πονάνε τα πόδια μου. Και ήταν και παραμυθάς, γιατί μου εξιστορούσε τις
περιπέτειες του Οδυσσέα και των συντρόφων του, με τον Πολύφημο και την Κίρκη
και τις Σειρήνες. Μα πάνω απ’ όλα, ο παππούς μου, ήταν ο παππούς μου.
Το φως έσβησε, το πάπλωμα με κουκούλωσε, η πόρτα έκλεισε. Αλλά δεν μπορούσα
να κοιμηθώ. Την επόμενη μέρα ο παππούς θα έφευγε, θα επέστρεφε στην Ελλάδα.
Τι θα κάνω τώρα που θα φύγει; Ποιος θα μου κάνει τον Χατζηαβάτη; Ποιος θα μου δείξει πώς δουλεύει το τηλέφωνο; Δεν προλάβαμε να το ξεβιδώσουμε
και να δούμε πώς δουλεύει. Ποιος θα μου ανοίγει τη χούφτα του να φτύνω ό,τι δεν
μου αρέσει; Ποιος θα μου δίνει δέκα ολόκληρα φιλιά και θα κρατάει κι ένα ακόμα για το
τέλος;
Στο σπίτι παντού ησυχία. Πρέπει όλοι να είχαν πέσει για ύπνο. Κατέβηκα
αθόρυβα από το κρεβάτι και αργά, στις μύτες των ποδιών, τράβηξα προσεκτικά το
χερούλι της πόρτας για να μην ακουστεί. Την άνοιξα, διέσχισα το διάδρομο κρατώντας
την αναπνοή μου και έφτασα έξω από το δωμάτιό του. Από το παράθυρο έμπαινε το
φως του δρόμου, κι ήταν εκεί, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, γυρισμένος στο πλάι.
Πάντα έτσι κοιμόταν. Τον πλησίασα τόσο που ένιωσα την ανάσα του στο πρόσωπό
μου.
-Παππού, του ψιθύρισα, σε παρακαλώ, άνοιξε το ένα σου το μάτι να το δω. Και
σου υπόσχομαι, θα πάω αμέσως στο κρεβάτι μου να κοιμηθώ. Και ο παππούς, άνοιξε το ένα του το μάτι για να το δω μία τελευταία φορά
πριν φύγει με το τρένο για την Ελλάδα.
Και από τότε, ξέρω πως είναι κάπου εκεί, ανάμεσα στον κόσμο στις αποβάθρες
των τρένων, στα πάρκα και στις παιδικές χαρές. Φτιάχνει λουλούδια από φτερά,
μαστορεύει ποδήλατα και πιάνει μύγες στον αέρα. Και τα μεσημέρια περιμένει με
υπομονή έξω από τα σχολεία. Γιατί τη μορφή του μπορώ να την αναγνωρίσω, ακόμα
και με κλειστά μάτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου