Μια ακόμη πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα ιστορία που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του Σεμιναρίου στο Βιβλιοπωλείο "Εν Πλω"
Κουβαλώντας ένα αντίο…
της Λένας Παγώνη
-Μόνο αυτή έμεινε' θα τη φέρω εγωωωω…
Κοντοστάθηκε στην πόρτα' λίγο πριν κλειδώσει κοίταξε το διάδρομο που οδηγεί στο σαλόνι' σήμερα μοιάζει ατέλειωτος...Κάπου εκεί στη γωνία με είχε αφήσει, κάτω περίπου από τη μικρή ηλιοροφή. Πενήντα επί πενήντα εκατοστά όλη κι όλη -μπορεί να λέω και πολύ-. Μόλις όμως εμφανιζόταν έστω κι ένα πολύ μικρό ίχνος ήλιου ή και το φως του φεγγαριού ακόμα, όλο το σαλόνι φωτιζόταν σαν να είχαν ξεχάσει το παντζούρι ανοιχτό.
Το σημείο αυτό ήταν ότι έπρεπε για φωτογραφίες. Μια δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Λαμπύριζε υπέροχα λες κ το αστέρι του ξεκαρφώθηκε από τον ουρανό και προσγειώθηκε επάνω του. Κι άλλη μία όταν έστησαν τη σκηνή του camping μέσα στο σαλόνι για να εξακριβώσουν ότι τους χωράει. Πολύ γέλιο μέχρι να τη στήσουν. Όλο έπεφτε... Και μια ακόμα πριν τη συναυλία του συγκροτήματος που τόσο περίμεναν. Την τράβηξαν πριν πάνε, γιατί ήταν σίγουροι ότι θα γυρίσουν εξουθενωμένοι. Έλεγαν ότι θα τη δείχνουν στα εγγόνια τους για να μάθουν ότι κάποτε το έλεγε η ψυχούλα των παππούδων τους.
Η αγαπημένη μου όμως είναι αυτή που έβγαλαν όταν η κοιλιά της Κάλλιας ήταν έτοιμη να εκραγεί. Τη φωτογράφιζαν κάθε μήνα για να φτιάξουν ένα άλμπουμ πριν κ μετά τη γέννηση του μωρού τους. Όταν γεννήθηκε ο μπέμπης η θέση αυτή δικαιωματικά άνηκε στην κουνίτσα του. Το πρωί λουζόταν από τον ήλιο και το βράδυ κοιμόταν κάτω από τ' αστέρια -όταν δεν τους σήκωνε αξημέρωτα όλους στο πόδι-.
Μια μέρα άκουσα την Κάλλια να λέει πως θέλει να βγάλουν κι άλλες φωτογραφίες για να απαθανατίσουν όσες περισσότερες στιγμές μπορούν μέχρι να φύγουν. Να φύγουν; Τι ήθελε να πει; Να πάνε που; Συνέχεια έλεγε πως ήθελε λίγα χρόνια αργότερα να δείξουν στον μικρούλη το σπίτι που πρωτοέζησε. Το τοσοδούλι μπανάκι που πρωτοπλατσούρισε. Το μπαλκόνι που το σκίαζε η ψιλόλιγνη λεύκα. Την κουζίνα που περνούσε ώρες με την Κάλλια, και μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό κοιτούσαν από το παράθυρο τις γλάστρες του γεροπαράξενου γείτονα τους...
Ο Στέφανος πάλι, μιλούσε για κάτι που δεν το κατάλαβα πολύ καλά. Μπι εν μπι μου φάνηκε να λέει . Τι να 'ναι τώρα αυτό; Θα ταξιδέψουν μάλλον σε κάποιο μέρος εξωτικό, φαντάστηκα. Τους άρεσε να ταξιδεύουν. Αλλά όχι! Από τις συζητήσεις τους κατάλαβα ότι κάποιοι άλλοι θα έρθουν στο σπίτι τους. Και θα είναι και πολλοί. Κάθε μήνα κι από άλλη χώρα μάλιστα. Ο ιδιοκτήτης είπαν ότι θέλει να ακολουθήσει τη μόδα της εποχής. Ενοικιαστές θα πηγαινοέρχονται και αυτός θα βγάζει πιο πολλά λεφτά. Τους πίεζε μάλιστα να μετακομίσουν όσο πιο γρήγορα μπορούν. Μη χάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο, ούτε ένα ευρώ.
Και κάπως έτσι γίναμε πολλές… Κούτες από δω, κούτες από κει, κούτες παραπέρα… Κάθε μια κι ένα δικό της φορτίο. Η μία πάνω στην άλλη. Παραλίγο να εμποδίσουν το φως να μπαίνει από την ηλιοροφή. Όλες τους οι στιγμές στοιβαγμένες σε κουτιά. Και σε μια μέρα’ τι μέρα λέω; σε μια ώρα -κι αυτή σκάρτη- κόσμος πολύς μπήκε στο σπίτι. Οι κούτες άλλαζαν χέρια μέχρι που κάτω από την ηλιοροφή μείναμε εγώ, η Κάλλια, ο Στέφανος και ο μικρούλης. Τότε ήταν που έβγαλαν και την τελευταία φωτογραφία οι τρεις τους, στο σπίτι τους. Κανείς τους δεν μιλούσε. Το μόνο που ακούστηκε ήταν ο ήχος της φωτογραφικής μηχανής. Τώρα που το λέω σκέφτομαι πως και όσο γέμιζαν τις κούτες δεν μιλούσαν. Μόνο κλικ ακούγονταν…
Αυτό ήταν! Ένα κλικ κι έμεινα μόνη’ κουβαλώντας το πιο βαρύ τους φορτίο. Μέσα μου χώρεσαν όλες τους τις φωτογραφίες. Όλα τα κλικ που πλημμύρισαν το σπίτι τους.
Η Κάλλια δεν με κουβάλησε ως το φορτηγό… Δεν με ξέχασε! Απλά δεν με πήρε… Με άφησε στο σπίτι μαζί με όλες τους τις στιγμές γιατί δεν ήθελε κανείς τους να φύγει από εκεί…
Μπορεί να είμαι ένα απλό μπεζ χαρτόκουτο, αλλά η αποστολή μου πέρα από το να κουβαλώ κάθε λογής άψυχα πράγματα, είναι να συγκρατώ μέσα μου οτιδήποτε κάποιος θέλει να κρατήσει για πάντα. Κι αυτό θα κάνω! Μένοντας στο σπίτι θα συνεχίσουν να μένουν κι εκείνοι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου