Μπορεί το Σεμινάριό μας "Παραμυθογράφοντας" στο Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης να διακόπηκε βιαίως λόγω του κορονοϊού, αλλά η πρώτη μας συνάντηση αποδίδει τους καρπούς της.
Να λοιπόν ένα παραμύθι από την Αθηνά Πουρσαϊτίδου:
«H Γυναίκα με το ρολόι»
Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν πύργο κάπου στα βάθη της
Ανατολής, ζούσε η Ντιλέκ παρέα με το γάτο της, τον Εμρέ. Η ομορφιά της σπάνια
κι εντυπωσιακή... Μακριά, μαύρα μαλλιά και μάτια λαμπερά σαν σμαράγδια...
Κάθε απόγευμα, η Ντιλέκ φρόντιζε τα τριαντάφυλλα, τις
μαργαρίτες και τις παπαρούνες στον κήπο της.
Μετά, διάβαζε βιβλία έχοντας στα πόδια της το γάτο της. Αυτό, όμως, που
προκαλούσε μεγαλύτερη εντύπωση σε όλους ήταν εκείνο το χρυσό ρολόι με τα
διαμάντια και τη μακριά αλυσίδα, που συνήθιζε να κρατάει στο χέρι της. Όλοι
αναρωτιόντουσαν για ποιο λόγο το είχε πάντοτε μαζί της; Τι να σήμαινε άραγε;
H αλήθεια είναι πως κανείς δε γνώριζε
τίποτα γι’ αυτήν. Ένα πέπλο μυστηρίου κάλυπτε το όνομά της... Φήμες έλεγαν ότι πρόκειται
για μια κακότροπη μάγισσα, που ζει απομονωμένη και φτιάχνει μαγικά ματζούνια.
Στην πραγματικότητα, όμως, η Ντιλέκ δεν ήταν άλλη από την πριγκίπισσα της χώρας
των ρολογιών. Εκεί, στη χώρα αυτή, υπήρχαν πολλά ρολόγια, μεγάλα, μικρά,
πολύχρωμα, πολύτιμα, κρεμασμένα από τα σύννεφα και τ’ αστέρια τ’ ουρανού. Κάθε
ρολόι είχε μοναδικές ιδιότητες και μπορούσε να εκπληρώνει τις επιθυμίες των
ανθρώπων. Το χρυσό ρολόι της Ντιλέκ ήταν οικογενειακό κειμήλιο... Της το έδωσε
για φυλαχτό η γιαγιά της, η Αϊσέ, λίγο πριν πεθάνει με έναν όρο. Η πριγκίπισσα
θα έπρεπε να συνεχίσει το φιλανθρωπικό έργο της γιαγιάς της και να προσφέρει
βοήθεια σε όσους έχουν μεγάλη ανάγκη.
Έτσι, κάθε Σάββατο βρισκόταν σε μυστική αποστολή φορώντας την
πράσινη, μακριά κάπα με την κουκούλα και τα φτερωτά της παπούτσια.
«Τικ, τακ, τικ, τακ, τικ ,τακ ... 3:00… Ώρα
για απογείωση! Μαγικό μου ρολόι, πήγαινέ με εκεί που με χρειάζονται!!!». 3,
2, 1... και ταξίδευε σε χώρες που είχαν πόλεμο κι εκεί όπου ζούσαν φτωχές
οικογένειες. Μόλις έφτανε πάνω από αυτές, έβγαζε από την τσέπη της τα αγαπημένα
της λουλούδια και τα σκόρπιζε παντού λέγοντας «Λουλούδια όμορφα στον τόπο αυτό ν’ ανθίσουν κι οι άνθρωποι ποτέ να μην
ξαναδακρύσουν...».
Ως δια μαγείας, ο πόλεμος σταματούσε... Αμέσως, τρόφιμα,
φάρμακα και ρούχα έφερναν χαρά και αισιοδοξία στους ανθρώπους. Όμως, δεν άφηνε
παραπονεμένα και τα μικρά παιδιά σκορπίζοντας παιχνίδια και ζαχαρωτά.
Μια νύχτα, λοιπόν, κι ενώ σκόρπιζε τα μαγικά της δώρα πάνω
από την πόλη Καλτσάκ όπου ζούσαν πολλές φτωχές οικογένειες, η Ντιλέκ βρέθηκε
αντιμέτωπη με μια ισχυρή χιονοθύελλα! Όλα γύρω πάγωσαν μονομιάς κι έγιναν
κάτασπρα απ’ το χιόνι...
Όλοι έτρεξαν να
προφυλαχθούν από το κρύο. Ένας δυνατός άνεμος φυσούσε τόσο δυνατά που έκανε και
τη Ντιλέκ να χάσει τον προσανατολισμό της. Η ζωή της βρισκόταν σε κίνδυνο....
Άρχισε
να πέφτει ολοένα και πιο πολύ, μέχρι που χτύπησε σε ένα ψηλό δέντρο και έχασε
τις αισθήσεις της.
Έμεινε αναίσθητη
για πολλές ώρες... Μόλις, όμως, η χιονοθύελλα κόπασε, οι κάτοικοι βγήκαν έξω κι
άρχισαν να ψάχνουν μήπως υπήρχε κανείς που χρειαζόταν βοήθεια. Ένας πατέρας, ο
Καν, μαζί με τον γιο του, τον Γκανί, πήγαν προς το δάσος...
«Εεεειιι είναι κανείς εδώ;».
Περπατούσαν και περπατούσαν, ώσπου ο μικρός είδε μια πράσινη κάπα σκισμένη να
κρέμεται από τα κλαδιά ενός δέντρου.
«Μπαμπά,
μπαμπά κοίτα!! Μια κάπα... Μάλλον υπάρχει κάποιος άνθρωπος εδώ κοντά».
Αμέσως, πατέρας και γιος άρχισαν να ψάχνουν επίμονα, μέχρι που ο μικρός βρήκε στο
χώμα το ρολόι της Ντιλέκ. «Οαουυυ τι
υπέροχο ρολόι!!! Θα πρέπει ν’ αξίζει μια περιουσία...».
Τότε, το χρυσό ρολόι
έγινε μαγική πυξίδα κι οδήγησε τον μικρό Γκανί στο σημείο όπου βρίσκονταν η
Ντιλέκ. Ο Καν την πήρε αμέσως αγκαλιά και γύρισαν όλοι μαζί σπίτι...
Η Ντιλέκ
ξάπλωνε δίπλα στο τζάκι, ενώ η μαμά ετοίμαζε μια ζεστή σούπα.
«Αχ πού βρίσκομαι; Δεν θυμάμαι τίποτα...».
«Μη φοβάσαι.Εδώ είσαι ασφαλής. Ξέσπασε μια ισχυρή χιονοθύελλα το βράδυ και σε βρήκαμε αναίσθητη στο δάσος», απάντησε ο Καν.
«Αλήθεια; Πραγματικά δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω! Μου σώσατε τη ζωή...», είπε η Ντιλέκ.
«Να σου φτιάξαμε και λίγη σούπα, για να δυναμώσεις. Πες μας ποια είσαι; Πού μένεις;», ρώτησε η μητέρα.
Η Ντιλέκ έφαγε τρεις κουταλιές απ΄τη ζεστή σούπα... «Μμμ είναι πεντανόστιμη! Πρέπει όμως να φύγω...
Με λένε Ντιλέκ και
μάχομαι ενάντια στον πόλεμο και τη φτώχεια. Αυτό μπορώ μονάχα να σας πω...», απάντησε
εκείνη.
Τότε, ο μικρός Γκανί την πλησίασε γρήγορα δίνοντάς της το χρυσό ρολόι... «Αυτό θα πρέπει να είναι δικό σας».
«Ααααα το ρολόι μου!!! Ευτυχώς δεν το έχασα... Σ΄ευχαριστώ πολύ μικρέ μου! Δεν ξέρεις τι χαρά μου δίνεις», είπε η Ντιλέκ και ετοιμάστηκε να φύγει.
«Στάσου... Πάρε αυτήν τη μάλλινη κάπα δώρο από εμάς! Θα την χρειαστείς...», είπε η μητέρα.
Η Ντιλέκ, συγκινημένη, πέταξε ψηλά στον ουρανό για το ταξίδι της επιστροφής σκορπίζοντας τα αγαπημένα της λουλούδια. Η φτωχή οικογένεια του Καν απέκτησε καινούργια ρούχα, παπούτσια, τρόφιμα, παιχνίδια και ζαχαρωτά για τον Γκανί....
Το επόμενο
βράδυ, λοιπόν, και λίγο πριν ο ήλιος χαράξει, η πριγκίπισσα γύρισε στον πύργο
της. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη!
«Νιάουυυυυ, νιάουυυυυ».
«Εμρέ, τι έγινε; Γιατί γκρινιάζεις πάλι; Δεν έφαγες τις τσιπούρες που σου άφησα; Ξέρω ήσουν πολύ ώρα μόνος σου και τώρα κάνεις παράπονα... Σου υπόσχομαι πως δε θα ξαναγίνει...! Nα δες! Έχω και μια καινούργια κάπα. Αποστολή εξετελέσθη... Το έργο μας συνεχίζεται...», είπε και τον πήρε αγκαλιά. Η Ντιλέκ αποκοιμήθηκε βλέποντας στο όνειρό της έναν κόσμο χωρίς πολέμους, φτώχεια και δυστυχία. Ειρήνη, αγάπη και πολλά χαμόγελα για όλο τον κόσμο...
Αθηνά
Πουρσαϊτίδου
Σεμινάριο δημιουργικής γραφής
Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου