Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Παραμύθι: Η Ντίβια και το μυστικό της


Αποτέλεσμα εικόνας για γουναρόπουλος άλογο

Ακόμη ένα παραμύθι από το εργαστήρι του "Παραμυθογράφοντας" που διακόπηκε λόγω κορονοϊού.
Το σεμινάριο ξεκίνησε στο Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης


Η Ντίβια και το μυστικό της

από την Πέγκη Ιωάννου

Η Ντίβια ήταν μια όμορφη γυναίκα με απαλή και σοκολατένια επιδερμίδα που έμενε λίγο έξω από την Καλκούτα της Ινδίας, στη μακρινή Ασία. Ζούσε σε ένα όμορφο και πολύ μεγάλο σπίτι με ατέλειωτα δωμάτια που βρισκόταν μπροστά στον Ινδικό ωκεανό. Στον κήπο της είχε μια λευκή όμορφη φοράδα, που την έλεγαν Βασάντα και σήμαινε Άνοιξη. Την αγαπούσε και τη φρόντιζε ασταμάτητα σαν παιδί της. Η Βασάντα ήταν γρήγορη και δυνατή.

Γύρω από το σπίτι της είχε καταπράσινα ψηλά δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια.Όταν το μεσημέρι ο ήλιος στεκόταν ψηλά στον ουρανό, τότε η θάλασσα γινόταν πρασινογάλαζη. Τότε η Βασάντα πήδαγε το φράχτη της αυλής και έμπαινε στη θάλασσα να δροσιστεί. Η Ντίβια την είχε φύλακα για το σπίτι της και ήταν η καλύτερή της φίλη.

Έτσι που λέτε, η Ντίβια καθημερινά πήγαινε στη δουλειά της με το τρένο.  Εκεί μιλούσε για ατέλειωτες ώρες στο τηλέφωνο και πληρωνόταν πολύ λίγα χρήματα. Το γραφείο της είχε περίπου 200 ανθρώπους και κάθονταν κοντά ο ένας στον άλλο. Φορούσαν όλοι ακουστικά στα αυτιά τους σαν αυτά που φοράμε όταν θέλουμε να ακούσουμε μουσική. Η εταιρία της βρισκόταν στην παραλιακή πόλη Χάλντια, μερικές ώρες έξω από την όμορφη Καλκούτα.  

-Καλημέρα σας, πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω; Έλεγε η Ντίβια όταν απαντούσε το τηλέφωνο που χτυπούσε.

-Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να με συνδέσετε με τον κύριο Σάρμα;
-Αμέσως! Παρακαλώ περιμένετε.

 Η δουλειά της, ήταν να συνδέει με κουμπιά μέσω του τηλεφώνου της τους ανθρώπους που ζούσαν στην ίδια ή και σε διαφορετικές πόλεις της Ινδίας αλλά και του κόσμου όλου. Έτσι ένωνε τους κατοίκους της χώρας της μεταξύ τους όπως και με κατοίκους άλλων χωρών μέσα από το τηλέφωνο για να συζητήσουν διάφορα πράγματα και γεγονότα είτε καλά είτε άσχημα.

Πίστευε ότι όλοι έχουμε έρθει στον κόσμο για κάποιο σκοπό. Η ίδια, ακούγοντας τις φωνές των ανθρώπων στο τηλέφωνο, μπορούσε να διαισθανθεί από τη φωνή τους αν ήταν ύποπτοι ή κακοί. Έτσι σε αυτήν την περίπτωση τους κρυφάκουγε παρόλο που ήξερε ότι δεν ήταν σωστό...
Με αυτό τον τρόπο μπορούσε να ακούει τι γίνεται στα σπίτια των ανθρώπων αλλά και μέσα στα ορφανοτροφεία -κάτι που της προξενούσε ιδιαίτερη συγκίνηση.

Όταν καταλάβαινε ότι κάποιοι κακοί και μοχθηροί άνθρωποι, άνδρες είτε γυναίκες, σχεδίαζαν να βλάψουν παιδιά, με το που ξημέρωνε Σάββατο, μεταμορφωνόταν σε βιονική γυναίκα. Φορούσε την κυπαρισσί στολή της και αποκτούσε πολλές δυνάμεις που δεν έχει ένας κανονικός άνθρωπος.

Ανακτούσε ξαφνικά υπερβολική δύναμη και ταχύτητα. Μπορούσε έτσι να πετάει με το φτερωτό της άλογο Βασάντα μετά τις έξι η ώρα τα χαράματα του Σαββάτου και της Κυριακής πάνω από την πόλη για να πάει να βοηθήσει παιδιά που βρίσκονταν σε ανάγκη ή έκλαιγαν.Αυτό ήταν και το μυστικό της που το κρατούσε επτασφράγιστο από τους συναδέλφους στη δουλειά της.

Κάτω από την κυπαρισσί στολή της, κρυμμένη από τα μάτια των περαστικών, μπορούσε να πολεμάει τα άσχημα λόγια και τις κακές πράξεις των ανθρώπων προς τα παιδιά στα σπίτια, στους δρόμους και στα ορφανοτροφεία. Έμπαινε έτσι από τα παράθυρα των κτιρίων όταν διαισθανόταν ότι κάποιο παιδί είναι στενοχωρημένο ή πέρναγε μπελάδες. Έπιανε τους βλοσυρούς άνδρες ή γυναίκες, τους έδενε με χειροπέδες και καλούσε την αστυνομία από το κινητό της. Αγκάλιαζε μετά τα παιδιά που δεν κινδύνευαν άλλο πια, τους χαμογελούσε, τα χάιδευε με αγάπη στην ζεστή της αγκαλιά και τα γλίτωνε από την κακή την μοίρα.

Επιπλέον, για να  κλείνουν οι πληγές και η στενοχώρια των παιδιών, είχε μια μαγική κρέμα που μύριζε τριαντάφυλλο. Η κρέμα αυτή ήταν κρυμμένη στο κουτάκι πίσω από το χρυσό ρολόι που κρατούσε μες την τσέπη από την κυππαρισί της φόρμα.

Είχε όμως και η Ντίβια παρόλες τις δυνάμεις της μια αδυναμία την οποία όσο και εάν προσπαθούσε δεν μπορούσε να την ξεπεράσει. Την ώρα που το χρυσό ρολόι μες την τσέπη της χτυπούσε 10 το βράδυ κάθε Σάββατο και Κυριακή, έχανε τις βιονικές της ιδιότητες. Έτσι ύστερα από εκείνη την ώρα δεν μπορούσε να βοηθήσει άλλο τα ανήμπορα παιδιά και έτσι έπρεπε να περιμένει μια ολόκληρη βδομάδα μετά τις 10 το βράδυ της Κυριακής, μέχρι να φθάσει το επόμενο Σάββατο 6 το πρωί.
Όπως καταλαβαίνετε, το χρυσό ρολόι μες την τσέπη της, είχε τεράστια δύναμη πάνω της. Και γι’αυτόν ακριβώς το λόγο έκανε μεγάλες προσπάθειες απο τις 6 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ κάθε Σαββατοκύριακο του χρόνου να βοηθάει όσα περισσότερα παιδιά μπορούσε.

Ένα μεσημέρι, η Ντίβια άκουσε μια συνομιλία δυο ανδρών στο τηλέφωνο. Η ίδια διαισθάνθηκε ότι κάτι πολύ άσχημο θα συνέβαινε ενώ προσπαθούσε να συνδέσει τις γραμμές του τηλεφώνου τους. Έτσι, κάθησε να κρυφακούσει και έμαθε ότι είχαν ένα πολύ πονηρό σχέδιο. Ήθελαν να απαγάγουν 7 παιδιά νωρίς τα χαράματα του επόμενου Σαββάτου και ενώ τα παιδιά θα κοιμόντουσαν μέσα σε χαρτόκουτα σε μια πολύ φτωχή συνοικία της πόλης. Είχαν βάλει και οι δυο με το νου τους να τα πουλήσουν σε σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και να βγάλουν πολλά χρήματα.

Έτσι η ίδια που είχε ετοιμαστεί από τις έξι το πρωί εκείνου του βροχερού Σαββάτου, πήγε σε έναν τεράστιο σκουπιδότοπο, όπου μάζεψε μπανανόφλουδες σε ένα φορτηγό. Πάρκαρε το φορτηγό κοντά στο σημείο που κοιμόντουσαν τα παιδιά. Πήγε κοντά στα παιδιά και άρχισε να τα ξυπνά και να τους λέει ότι κινδυνεύουν.

Εκείνα σάστισαν και τρόμαξαν που έβλεπαν μια τρελή γυναίκα με πράσινη φορεσιά να τους ξυπνά για να τα σώσει από κάποιους κακούς ανθρώπους μες τα άγρια χαράματα. Η Ντίβια κρύφτηκε όταν έφθασαν οι 2 άνδρες με το μαύρο φορτηγό τους που δεν είχε τζάμια.  

Μόλις κατέβηκαν από το όχημά τους, πετάχθηκε η Ντίβια από την κρυψώνα της σαν σφεντόνα. Σήκωσε το πίσω μέρος του φορτηγού με τα δυνατά της μπράτσα και έπεσαν οι τεράστιες μπανανόφλουδες πάνω στους κακούς άνδρες. Οι ίδιοι άρχισαν να γλιστρούν πάνω τους. Η δυνατή βροχή που έπεφτε πάνω τους δεν τους άφηνε να ξεφύγουν από το μικρό λόφο με τις μπανάνες που είχε σχηματιστεί και έτσι δεν μπορούσαν να σηκώσουν με τίποτα τα πόδια τους.  Έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο, χτύπαγαν, έκαναν μελανιές, φώναζαν από τον θυμό τους αλλά δεν μπορούσαν να ξεφύγουν με τίποτα από τη μεγάλη παγίδα που τους είχε στήσει η Ντίβια.

Μετά από λίγο έφθασε και η αστυνομία που την είχε καλέσει η ίδια και είχε εξηγήσει στους αστυνομικούς ότι ήθελαν να κάνουν κακό στα παιδιά. Ο ντετέκτιβ που γνώριζε αυτούς τους άνδρες για τη δράση τους στην πόλη, τους κηνυγούσε εδώ και πολύ καιρό, για να τους χώσει για τα καλά στη φυλακή. Οι αστυνομικοί ενώ τους έβαζαν χειροπέδες, κοίταξαν γύρω τους και είδαν σε απόσταση ένα φτερωτό άλογο με μια γυναίκα με κυπαρρισί στολή να τραβά δεμένα για ασφάλεια από ένα χοντρό σχοινί 7 παιδιά και να πετάει στα ουράνια. Η Ντίβια πήρε τα παιδιά στο σπίτι της δίπλα στη θάλασσα και έτσι τα έσωσε από τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής για πάντα. Θα τα μεγάλωνε και θα τα μόρφωνε η ίδια για να γίνουν ελεύθεροι άνθρωποι και να έχουν έναν καλό σκοπό στην ζωή τους.

Εκείνο το πρωί, αργότερα μες τη μέρα και ενώ είχε βάλει τα παιδιά στα κρεββατάκια να ξεκουραστούν, κατέβηκε να καθαρίσει τη Βασάντα που ήταν μες τις λάσπες.
-Μακάρι να μπορούσα να σώσω όλα τα παιδιά του κόσμου, της είπε η Ντίβια.
-Η Βασάντα έσκυψε το κεφάλι της σκεφτική και της έγνεψε ότι συμφωνούσε μαζί της.
-Να μπορούσα να χτίσω ένα τεράστιο χωριό, συνέχισε η Ντίβια, που θα ήταν τόσο μεγάλο όσο η Ινδία. Θα έφτιαχνα μέσα του σχολεία, παιδικές χαρές, μαγαζιά με ζαχαρωτά, παγωτό φράουλα και σοκολάτα, θερινά σινεμά και πισίνες για κολύμπι. Έτσι,για να μπορούν να ζουν και να ευτυχούν όλα τα φτωχά και ανήμπορα παιδιά του κόσμου.

Τότε η Βασάντα την κοίταξε και της είπε:

-Κάπου μακρυά σε άλλες χώρες, έξω από την δική μας βρίσκονται και άλλοι άνθρωποι σαν εσένα Ντίβια που θέλουν να βοηθήσουν τα ανήμπορα παιδιά. Μήπως να τους πάρεις τηλέφωνο από Δευτέρα που θα είσαι στο γραφείο και να ενώσετε τις δυνάμεις σας;
-Ναι καλό μου άλογο, ανυπομονώ...

Έτσι η Ντίβια τη Δευτέρα το πρωί κάλεσε μερικούς καλούς ανθρώπους στην μακρυνή Ελλάδα, στον Καναδά, στη Γερμανία και σε άλλες χώρες του πλανήτη Γη που είχε ακούσει ότι δέχονται και πολλά προσφυγόπουλα από τον πόλεμο στην Ασία και την Αφρική, για να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να φτιάξουν το χωριό των ‘Παιδιών και της Αγάπης’.

Τέλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου