Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Απολαύστε τα παραμύθια που πήραν τα τρία πρώτα βραβεία στον Διεθνή Διαγωνισμό με θέμα : Περιπέτεια στο Μουσείο

Περιπέτεια στο μουσείο: Μια διαφορετική εκδρομή
Χρήστος Γεραρής

 


Περιπέτεια στο μουσείο: Μια διαφορετική εκδρομή
Χρήστος Γεραρής

Ήταν πρωί Δευτέρας, μιας μέρας που όχι μόνο ποτέ δεν θα αναμέναμε με ανυπομονησία, αλλά και που θα κάναμε τα πάντα για να μην έρθει. Κι όμως, αυτή η Δευτέρα, ήταν διαφορετική! Θα πηγαίναμε στο Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης. Οι περισσότεροι συμμαθητές μου είχαν δηλώσει συμμετοχή, και ναι-η στιγμή έφτασε. Επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο που θα μας μετέφερε στο μουσείο και δεν καταλάβαμε πόσο γρήγορα φθάσαμε. Μάλιστα, ο φίλος μου ο Γιωργάκης είχε επισκεφθεί ξανά το μουσείο με τους γονείς του και ήξερε κάποια σχετικά πράγματα. Ξεναγό δεν είχαμε, όμως μας έλεγαν μερικές πληροφορίες οι καθηγητές μας. Ταυτόχρονα, ο Γιωργάκης μου έκανε τη δική του ξενάγηση.
-Βλέπεις αυτήν την εικόνα με τα δύο παιδάκια; Είναι από το εξώφυλλο ενός παλιού αλφαβηταρίου.
-Την έχω ξαναδεί νομίζω…
Με την πολλή συζήτηση, «βυθιστήκαμε» στη μαγεία όλων αυτών των όμορφων,  συνάμα όμως τρομακτικών εκθεμάτων, και απομακρυνθήκαμε από την υπόλοιπη τάξη, χωρίς να το καταλάβουμε. Υπήρχαν παντού γύρω μας παιχνίδια και βιβλία  των παιδιών. Πόσο διαφορετική ήταν αυτή η εποχή! Τότε, ο Γιωργάκης μου λέει:
-Υπάρχει μια αίθουσα εδώ με παλιές γραφομηχανές και διάφορα άλλα. Πάμε να ρίξουμε μια ματιά;
-Μα…
-Μην ανησυχείς, θα ξαναβρούμε την τάξη μας, έλα!
Πράγματι, μπήκαμε στην αίθουσα. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός και δεν υπήρχαν επισκέπτες. Οι πόρτες έτριζαν και έξω ο αέρας φυσούσε.
-Βλέπεις; Αυτή είναι μια στολή κοριτσίστικη. Δινόταν μεγάλη σημασία στην εμφάνιση των μαθητών. Να και κάποιες σάκες…
 Η ώρα περνούσε και η υπόλοιπη τάξη άφαντη. Εμείς παρατηρούσαμε τα εκθέματα, όλα τακτοποιημένα με σειρά. Ήταν σαν να βρισκόμασταν σε μια πραγματική τάξη εκείνης της εποχής. Τότε καθίσαμε σε ένα μικρρό θρανίο και κλείσαμε τα μάτια μας. Επικρατούσε ησυχία…
Μετά από λίγη ώρα , ω του παραδόξου θαύματος, ανοίξαμε τα μάτια μας και αντικρίσαμε κάτι απίστευτο! Στην έδρα ήταν καθισμένη μια νεαρή κυρία, πιθανότατα η δασκάλα και στα θρανία πειθαρχημένοι μαθητές με στολές. Ακόμα και εμείς φορούσαμε στολές και είχαμε μπροστά μας από ένα αναγνωστικό : ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Γ’ Δημοτικού!
Η δασκάλα διάβαζε μια ιστορία: Ο Σιδηρουργός.
Όλοι οι μαθητές κοιτούσαν το κείμενο από μέσα με ανυπομονησία όταν η δασκάλα με έβαλε να διαβάσω-ήξερε το επίθετό μου! Έτσι, διάβασα ένα απόσπασμα, πάντα με τρόμο και απορία για αυτό  που συνέβαινε. Διάβασα περίπου πέντε σειρές.
-Για την επόμενη φορά, αντιγραφή και απέξω το διήγημα. Μπορείτε να πηγαίνετε. Προσέξτε στον δρόμο.
 Εγώ και ο Γιωργάκης κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο για μερικά δευτερόλεπτα. Τα πάντα ήταν όπως πριν. Δεν υπήρχε ούτε στολή, ούτε δασκάλα, ούτε τετράδιο. Σηκωθήκαμε γρήγορα χωρίς να πούμε λέξη και πήγαμε στην κεντρική είσοδο. Η υπόλοιπη τάξη είχε ανησυχήσει.
«Που ήσασταν παιδιά; Δεν έπρεπε να φύγετε  από δίπλα μου. Ακολουθείτε πάντα τον καθηγητή σας», μας μάλωσε η καθηγήτριά μας.

Πάλι δεν μιλήσαμε και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής μη έχοντας καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Αυτό που ξέραμε πάντως ήταν πως η εκδρομή αυτή ήταν πολύ καλύτερη και βιωματική-τουλάχιστον για εμάς τους δύο- απ’ ό,τι την περιμέναμε, παρόλο που δεν πίστεψε κανείς την περιπέτειά μας. Είχαμε μια μοναδική εμπειρία επιστροφής πίσω στο χρόνο, την καλύτερη ξενάγηση που θα μπορούσαμε να έχουμε!


 Μυστήριο στο Μουσείο
Σμαράγδα Μπότη

Πριν από λίγες μέρες πήγαμε εκδρομή στο λαογραφικό μουσείο της Κύμης. Η ιδέα αρχικά δεν με ενθουσίασε, καθώς θα προτιμούσα να πάμε κάπου αλλού.
                        Όταν έφτασε η μέρα ανεβήκαμε στο λεωφορείο από την Οκτωνιά και πήγαμε στο μουσείο στην Κύμη. Όταν μπήκαμε μέσα, εντυπωσιάστηκα! Στο ισόγειο είχε διάφορες φορεσιές, στολές και πολλών ειδών ενδυμασίες. Επίσης, στην «αστική γωνιά» υπήρχαν ιερά σκεύη, ξυλόγλυπτα και τόσα άλλα υπέροχα πράγματα! Τα κοίταζα προσεκτικά και πραγματικά είχα εντυπωσιαστεί! Υπήρχαν και άλλες αίθουσες στο ισόγειο, μα πιο συγκλονιστική ήταν αυτή που αναπαριστούσε ένα ολόκληρο παλιό σπίτι. Όταν αντίκρισα την κρεβατοκάμαρα, το βλέμμα μου στάθηκε στην αραχνοΰφαντη πάντα στον τοίχο: φαινόταν στην άκρη της μια χρυσή κουκίδα. Αρχικά, νόμιζα ότι όλο αυτό το έκαναν τα μάτια μου και, ενώ πήγαμε πιο πέρα να θαυμάσουμε τα ασπροκεντήματα, εγώ σκεφτόμουν όλη την ώρα την κουκίδα.
                        Αφού ξεναγηθήκαμε παντού, πήγαμε και καθίσαμε στη βιβλιοθήκη. Εγώ παρακάλεσα την υπεύθυνη και πάω ξανά μόνη μου στους χώρους που είχαμε περάσει, για να τα δω ξανά όλα μόνη μου με ησυχία. Εκείνη συμφώνησε, θέτοντας μου ως προϋπόθεση να μην αγγίξω τίποτα. Ένευσα καταφατικά και έτρεξα, σχεδόν, στην κρεβατοκάμαρα.
                        Μόλις μπήκα στην αίθουσα, η χρυσή κουκίδα έλαμπε ακόμη περισσότερο. Πλησίασα το χέρι μου να την αγγίξω και, εκείνη την ώρα, ήρθε η υπεύθυνη το μάτι της έπεσε πάνω στην κουκίδα. Στην ερώτησή μου αν την είχε ξαναδεί, απάντησε πως δεν την είχε προσέξει. Η περιέργειά μου είχε φουντώσει και, τραβώντας την πάντα, αντικρίσαμε ένα χρυσό κλειδί, που πάνω του έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα: «Στον Κυμαίο ευεργέτη σαν πας, θα βρεις αυτό που αναζητάς». Κατευθείαν το μυαλό μου πήγε στον Γ. Παπανικολάου και τρέξαμε στην αίθουσα με τις φωτογραφίες από τη ζωή του. Εκεί βρισκόταν η δασκάλα και οι συμμαθητές μου και, αφού τους εξηγήσαμε τα πάντα, αρχίσαμε να ψάχνουμε για τη λύση στο μυστήριο του κλειδιού, προσπαθώντας να βρούμε πού θα το βάλουμε.
                        Έπειτα από αρκετή ώρα και αφού παιδευτήκαμε αρκετά, μια συμμαθήτριά μου  είπε πως μάλλον το κλειδί μας υποδείκνυε τον τόπο, όπου έπρεπε να πάμε. Ξαφνικά, το μάτι της δασκάλας μας έπεσε σε ένα χαρτί που φαινόταν πίσω από μια φωτογραφία. Το τραβήξαμε και έγραφε: «Δούλεψε σκληρά και θα βγάλεις στάρι». «Αυτό είναι ακόμη πιο δύσκολο!» παραπονέθηκε μια μαθήτρια της Ε΄τάξης. «Μάλλον πρέπει να πάμε στην αίθουσα με τα γεωργικά εργαλεία», απάντησα εγώ. Πήγαμε στην αίθουσα και σε μια γωνιά, κάτω από ένα δρεπάνι υπήρχε ένα άλλο κιτρινισμένο χαρτί που έγραφε: «Βάλε μπουγάδα και ξεπλένεται η αλήθεια». «Γρήγορα, πάμε στον χώρο του πλυσταριού!» πρόσταξε η δασκάλα μας. Τρέξαμε γρήγορα και αρχίσαμε το ψάξιμο. Ψάχναμε, ψάχναμε…  ώσπου κάποια παιδιά βρήκαν ένα άλλο σημείωμα μέσα σε μια σκάφη. Μου το έδωσαν και διάβασα δυνατά: «Μπράβο, παιδιά! Αν διαβάζετε αυτό το σημείωμα τώρα, σημαίνει ότι συνεργαστήκατε και δουλέψατε μαζί. Δείξατε ενδιαφέρον για τον τόπο σας και ένα ξυλόγλυπτο ενθύμιο σας ανήκει»!
                        Τελικά, όλη η ιστορία είχε «σκηνοθετηθεί» από την υπεύθυνη του μουσείου και τη δασκάλα μας. Αυτή ήταν η πιο περιπετειώδης εκδρομή και θα μου μείνει αξέχαστη!


Με τον Δούκα στο Μουσείο Ουφίτσι της Φλωρεντίας
Ερατώ Άννα Σμπόνια


΄Ήταν μια κανονική μέρα όπως όλες οι άλλες. Καθόμουνα ήρεμα στον πίνακά μου, κατσουφιασμένος όπως πάντα, δεν φταίω εγώ αν ο ζωγράφος με σχεδίασε έτσι. Είχα το ωραίο κόκκινο καπελάκι Δούκα σταθερό στο κεφάλι μου, οι επισκέπτες του μουσείου περπάταγαν ανάμεσα στους πίνακες, ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα. Αχ, συγνώμη, ξεχάστηκα να συστηθώ. Είμαι ο Δούκας του Μοντεφέλτρο. Το πορτρέτο μου είναι τοποθετημένο δίπλα στον πίνακα της Δούκισσας του Ουρμπίνο. Δεν ξέρω πώς του ήρθε του Μουσείου να βάλει ένα τσακωμένο  ζευγάρι τον ένα δίπλα στην άλλη να κοιτάζονται αιώνια. Ναι, καλά καταλάβατε, τελευταία δεν τα πάω πολύ καλά με τη σύζυγό μου. Πολλές φορές το βράδυ, όταν δεν κοιτάει κανένας, πηγαίνω καμιά βολτίτσα στους άλλους πίνακες να δω τους φίλους μου.
To ίδιο έγινε και εκείνη την δήθεν συνηθισμένη μέρα, που η δούκισσα είχε ξεπεράσει τα όρια. Αποφάσισα οργισμένος να πάω να κάνω μία βόλτα, όσο οι τουρίστες ήταν ακόμα λίγοι. Γύρισα την πλάτη μου στη σύζυγό μου και πήγα να βρω την φίλη μου θεά Αφροδίτη στον πίνακα της ‘Ανοιξης του Μποτιτσέλι. Για κάποιο παράξενο λόγο δεν μπορούσα να την βρω πουθενά. Κοίταξα γύρω, όλα ήταν πολύ παράξενα. Δεν είχα ξαναδεί τόσο ρεαλιστική ζωγραφιά. Aλλά μόλις όλοι άρχισαν να με κοιτάνε παράξενα κατάλαβα ότι είχα πάρει λάθος δρόμο και είχα καταλήξει στον κόσμο των ανθρώπων. Άρχισα να περπατάω πανικόβλητος ψάχνοντας την Άνοιξη.
 Ξαφνικά είδα ένα πλήθος ανθρώπων μαζεμένους γύρω από έναν πίνακα. Πλησίασα και είδα ότι παρατηρούσαν με ενθουσιασμό το αριστούργημα του Μικελάντζελο, τη  Μαντόνα Ντόνι. Δεν είχα ποτέ παρατηρήσει αυτή την τόσο όμορφη ζωγραφιά, ήταν λες και την έβλεπα για πρώτη φορά. Απεικονίζει την Αγία Οικογένεια και τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Λένε ότι αυτός ο πίνακας είναι το μοναδικό ζωγραφικό έργο του γλύπτη Μικελάντζελο.
Γύρισα απότομα το κεφάλι μου και είδα στο τέλος του διαδρόμου την Αφροδίτη να με κοιτάει. Έτρεξα προς το μέρος της και κάθισα να κοιτάζω τον πίνακα με το στόμα ανοιχτό. Τι ομορφιά! Τι χρώματα! Τα μάτια μου σχεδόν βγήκαν από την θέση τους. Η Αφροδίτη, όπως πάντα όμορφη στην μέση της ζωγραφιάς, με κοίταζε απορημένη. Ο άνεμος στην άλλη άκρη, με ένα θυμωμένο ύφος, κυνηγούσε την τρομαγμένη Φλώρα, την θεά των φυτών. Και πάνω από την θεά πετούσε ο φιλαράκος μου ο Έρως. Με κοίταξε καλά και μου είπε ψιθυριστά ‘τρέχα, πήγαινε στον Δάντη, μόνο αυτός μπορεί να σε βοηθήσει’.
Μόλις με είδε ο Δάντης με κοίταξε με ένα βλέμμα λες και μου έλεγε ‘Τι βλακεία έκανες πάλι;’. Τον κοίταξα καλά. Φορούσε μια μακριά σκούρα κόκκινη ρόμπα και στο αριστερό του χέρι κράταγε το βιβλίο του. Είχε ένα ειρηνικό, σοφό ύφος και με το δεξί χέρι σηκωμένο κοιτούσε προς τα δεξιά, λες και μου έδειχνε κάτι. Κοίταξα προς εκείνη την κατεύθυνση και είδα με μεγάλη χαρά την κορνίζα του πίνακά μου. Έριξα μια ματιά δεξιά και αριστερά για να σιγουρευτώ ότι κανείς δεν κοιτούσε και πήδηξα στην θέση μου. Τι να κάνω, αυτό είναι το πεπρωμένο μου. Καταδικασμένος ισόβια να κοιτάζω την συμβία μου.       




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου