Η Ναόμι Κλάιν, η γνωστή Καναδή δημοσιογράφος, συγγραφέας και ακτιβίστρια, γνωστή από το "Δόγμα του σοκ" παρεμβαίνει με ένα πολύ σημαντικό κείμενο στα όσα συμβαίνουν με αφορμή την πανδημία. Τίτλος του "Οι κολοσσοί της Σίλικον Βάλεϊ χρωματίζουν τον ανταγωνισμό ΗΠΑ -Κίνας". Στα ελληνικά δημοσιεύτηκε στον "Δρόμο της Αριστεράς" και θίγει καίρια ζητήματα.
Οι επιχειρήσεις που είδαν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται βρήκαν την ευκαιρία να διεισδύσουν παντού και αν προχωρήσουν στον έλεγχο της κοινωνίας σε επίπεδα που μόνο σε δυστοπίες έχουμε δει.
Εδώ δημοσιεύω ένα απόσπασμα που αφορά στην εκπαίδευση. Ο Έρικ Σμιντ -στον οποίο αναφέρεται- πρώην CEO της Google είναι μεταξύ άλλων πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας για την Τεχνητή Νοημοσύνη...
"...Και, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δυνατότητα τηλεδιάσκεψης στάθηκε σανίδα σωτηρίας στην περίοδο της καραντίνας, χρειάζεται να γίνουν σοβαρές συζητήσεις σχετικά με το κατά πόσον οι τρόποι προστασίας μας με τη μεγαλύτερη σταθερότητα και αντοχή στον χρόνο είναι σαφώς πιο ανθρώπινοι. Ας πάρουμε την εκπαίδευση, για παράδειγμα. Ο Σμιντ έχει δίκιο όταν λέει ότι οι παραφορτωμένες με μαθητές σχολικές αίθουσες συνιστούν κίνδυνο για την υγεία, τουλάχιστον μέχρι να βρούμε εμβόλιο. Μήπως, λοιπόν, να προσλαμβάναμε άλλους τόσους εκπαιδευτικούς, να διπλασιάζαμε τον αριθμό τους, κατεβάζοντας το μέγεθος της τάξης στο μισό; Μήπως να εξασφαλίζαμε ότι κάθε σχολείο έχει νοσοκόμο; Αυτά θα δημιουργούσαν θέσεις εργασίας, που τόσο πολύ χρειάζονται σε μια κρίση ανεργίας επιπέδων βαθιάς οικονομικής ύφεσης, και θα πρόσφεραν περισσότερο χώρο για όλους μέσα στο μαθησιακό περιβάλλον. Εφόσον τα κτήρια παραείναι γεμάτα, μήπως να χωριζόταν η μέρα ανά βάρδιες και να πλήθαινε η εκπαίδευση σε εξωτερικούς χώρους, στη βάση συμπερασμάτων τόσων και τόσων ερευνών, που δείχνουν ότι, όταν τα παιδιά περνούν χρόνο στη φύση, βελτιώνεται η ικανότητά τους για μάθηση;
Η εισαγωγή τέτοιου είδους αλλαγών θα ήταν δύσκολη, αναμφίβολα. Όμως δεν είναι ούτε κατά διάνοια τόσο επικίνδυνη όσο η εγκατάλειψη της πιο δοκιμασμένης από όλες τις τεχνολογίες: της διδασκαλίας ανθρώπων από μεγαλύτερούς τους, εκπαιδευμένους ανθρώπους, πρόσωπο με πρόσωπο, ανά ομάδες όπου μαθαίνουν να σχετίζονται μεταξύ τους, πρώτα απ’ όλα.
Με το που έγινε γνωστή η νέα συνεργασία της πολιτείας της Νέας Υόρκης με το Ίδρυμα Γκέιτς, η αντίδραση του Άντι Παλότα, προέδρου του Σωματείου Εκπαιδευτικών της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, υπήρξε άμεση: «Αν θέλουμε να αναπροσδιορίσουμε την εκπαίδευση, ας ξεκινήσουμε θέτοντας επί τάπητος την ανάγκη για κοινωνικούς λειτουργούς, συμβούλους ψυχικής υγείας, σχολικούς νοσοκόμους, εμπλουτισμό των καλλιτεχνικών μαθημάτων, βελτιωμένες παραδόσεις μαθημάτων και μικρότερες σχολικές τάξεις στις σχολικές περιοχές ολόκληρης της πολιτείας» είπε. Ένας συνασπισμός ομάδων γονέων, πάλι, επεσήμανε ότι, αν όντως ζούσαν ένα «πείραμα στην εξ αποστάσεως μάθηση» (όπως το έθεσε ο Σμιντ), τότε τα αποτελέσματά του ήταν βαθιά ανησυχητικά: «Δεδομένου ότι τα σχολεία έχουν κλείσει από τα μέσα Μαρτίου, η αντίληψή μας πως είναι τεράστιες οι ανεπάρκειες της παράδοσης μαθημάτων από οθόνες έχει ενισχυθεί ακόμα περισσότερο».
Εκτός από τις προφανείς ταξικές και έμφυλες πλευρές της μεροληπτικότητας σε βάρος παιδιών που δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο και σε οικιακούς υπολογιστές (προβλήματα που οι εταιρείες τεχνολογίας είναι πρόθυμες να λύσουν, επί πληρωμή, δηλαδή με μαζικές πωλήσεις δικών τους προϊόντων τεχνολογίας), προκύπτουν μεγάλα ερωτήματα σχετικά με το αν η εξ αποστάσεως διδασκαλία μπορεί να εξυπηρετήσει πολλά παιδιά με αναπηρίες, όπως διά νόμου απαιτείται. Και, επιπλέον, δεν υπάρχει τεχνολογική λύση στο πρόβλημα της μάθησης μέσα σε ένα οικιακό περιβάλλον με πάρα πολλά μέλη και/ή κακοποιητικό. Το ζήτημα δεν είναι αν πρέπει να αλλάξουν τα σχολεία ενώπιον ενός εξαιρετικά μεταδοτικού ιού, για τον οποίο ούτε θεραπεία, ούτε εμβολιασμό διαθέτουμε. Όπως κάθε ίδρυμα που συγκεντρώνει ανθρώπους ομαδικά, τα σχολεία θα αλλάξουν. Το πρόβλημα, όπως πάντα σε τέτοιες στιγμές συλλογικού σοκ, είναι η απουσία δημόσιου διαλόγου σχετικά με το είδος και την κατεύθυνση των αλλαγών αυτών, όπως και σχετικά με το ποιοι πρέπει να είναι οι ωφελούμενοι. Οι ιδιωτικές εταιρείες τεχνολογίας ή οι μαθητές;
Τα ίδια ερωτήματα πρέπει να τεθούν και για την υγεία. Η αποφυγή ιατρείων και νοσοκομείων είναι κάτι που έχει νόημα, όσο διαρκεί μια πανδημία. Όμως, είναι πολλά που δεν μπορεί να εντοπιστούν με την τηλε-υγεία, πολλά που της διαφεύγουν. Επομένως, χρειαζόμαστε μια συζήτηση τεκμηριωμένη, βασισμένη σε στοιχεία, γύρω από τα υπέρ και τα κατά της δαπάνης των περιορισμένων δημόσιων πόρων στην τηλε-υγεία – συγκριτικά με τις δαπάνες για περισσότερους νοσηλευτές, που θα είναι εξοπλισμένοι με όλον τον απαραίτητο προστατευτικό εξοπλισμό και σε θέση να πραγματοποιούν επισκέψεις για τη διάγνωση και τη φροντίδα ασθενών στα σπίτια τους. Και, ίσως, το πιο επείγον: πρέπει να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στις εφαρμογές εντοπισμού κρουσμάτων του ιού (που, με τα κατάλληλα πρωτόκολλα προστασίας του απορρήτου, έχουν να παίξουν κάποιον ρόλο), και στα αιτήματα για ένα Κοινοτικό Σώμα Υγείας [Community Health Crops] που θα έδινε δουλειές σε εκατομμύρια Αμερικανούς – όχι μόνο στο κομμάτι του εντοπισμού κρουσμάτων, αλλά και στο κομμάτι της διασφάλισης ότι θα έχουν όλοι τους υλικούς πόρους και την υποστήριξη που χρειάζονται για να μπαίνουν με ασφάλεια σε καραντίνα.
Σε κάθε περίπτωση, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια σειρά επιλογών υπαρκτών και δύσκολων, που καταλήγουν στο εξής: Θα επιλέξουμε επενδύσεις σε ανθρώπους ή επενδύσεις σε τεχνολογία; Γιατί η σκληρή αλήθεια είναι ότι, όπως έχουν τα πράγματα, είναι πολύ απίθανο να κάνουμε και τα δύο..."
(Οι υπογραμμίσεις δικές μου)
Διαβάστε όλο το κείμενο στην ιστοσελίδα του Δρόμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου