Με αφορμή μια σημερινή συζήτηση, αλλά και τις εκπλήξεις που ετοιμάζουμε για το καλοκαίρι με την Ομάδα Παραμυθανθός, μοιράζομαι μαζί σας έναν μύθο που γεννήθηκε στη φαντασία μου όταν έγραφα την "Κούπα του Πτολεμαίου":
Η Ραφτοπούλα
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Στοφόρου «Η κούπα του
Πτολεμαίου -Περιπέτεια στο Πόρτο Ράφτη» (εκδόσεις Ιπτάμενο Κάστρο)
"Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε εκεί που βρίσκεται σήμερα η
Αγία Μαρίνα μια πολύ όμορφη κοπέλα, η Πανώρια. Οι γονείς της είχαν ένα καλυβάκι
κοντά στη θάλασσα και ζούσαν από το ψάρεμα. Καλλιεργούσαν κι ένα περιβολάκι
στις Πρασιές και ποτέ δεν έλειπε το φαγητό από το τραπέζι τους. Φρέσκα ψαράκια
κάθε είδους, σάλπες, γόπες, σαρδέλες, κέφαλοι, κανένα χταποδάκι πού και πού.
Κάθε εποχή συνόδευαν το φαγητό με τα λαχανικά τους. Η αγάπη περίσσευε στο φτωχό
σπιτάκι τους.
Ζούσαν ευτυχισμένοι, μέχρι που μια μέρα, ένας πλούσιος
Ράφτης από τη Ντρίβλια την είδε στο γιαλό και “γυάλισε το μάτι του”.
Ο Ράφτης
αυτός, έραβε τότε όλους τους άρχοντες, ακόμη και τον ίδιο το Βασιλιά. Τα
ψαλίδια, οι βελόνες, οι δαχτυλήθρες του ήταν από ατόφιο χρυσάφι. Το μόνο του
πρόβλημα ήταν η ασχήμια του. Κανείς δεν άντεχε να τον βλέπει. Σωστός
κατσίβελος…
Από τη μέρα που είδε την Πανώρια, δεν μπορούσε να τη βγάλει
στιγμή από το μυαλό του. Έτσι, έστειλε προξενήτρες στο φτωχικό καλυβάκι. Ο
ψαράς και η γυναίκα του ήθελαν να πουν το «ναι», αλλά η Πανώρια ούτε ν’ ακούσει
για τον Ράφτη και τα πλούτη του. Έτσι οι προξενήτρες γύρισαν πίσω άπραγες. Ο
Ράφτης άφρισε από το θυμό του μόλις άκουσε αυτά που του είπαν οι προξενήτρες
και άρχισε να σπάζει ό,τι έβρισκε μπροστά του.
“Άμα εκείνη δεν με θέλει, θα την πάρω με το ζόρι”, αποφάσισε
στο τέλος.
Έμαθε από τους ανθρώπους του πως τα πρωινά η Πανώρια πήγαινε
στην Πούντα με ένα καλαθάκι να πουλήσει τα ψάρια που έπιανε ο πατέρας της και
πήρε την απόφαση να της στήσει καρτέρι.
Έτσι, ένα μεσημέρι που εκείνη γυρνούσε από την Πούντα
κρατώντας το άδειο της καλάθι, την περίμενε πίσω από μια στροφή του δρόμου πλάι
στη θάλασσα και εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά της. Η Πανώρια τα ‘χασε κι ο Ράφτης
όρμησε να την πιάσει. Η κακομοίρα δεν ήξερε τι να κάνει κι έπεσε στη θάλασσα.
Βούτηξε κι αυτός πίσω της.
Τότε οι άνθρωποι δεν ήξεραν να κολυμπούν, όμως ο Ράφτης και
η Πανώρια κολυμπούσαν σα δελφίνια. Αλλά ο Ράφτης πήγαινε πολύ πιο γρήγορα.
Κόντευε να τη φτάσει. Τότε η Πανώρια προσευχήθηκε στην Αγία Μαρίνα να τη σώσει.
Ο ουρανός άστραψε και μια γυναίκα σε μια βάρκα πρόβαλε
ξαφνικά ανάμεσά τους, εμποδίζοντας το Ράφτη να πιάσει την Πανώρια. Η γυναίκα
–που δεν ήταν άλλη από την Αγία Μαρίνα– είπε κάτι μαγικά λόγια και με μιας
πέτρωσαν κι οι δυο τους. Και ο Ράφτης και η Πανώρια. Έγιναν τα δυο νησάκια που
ονομάζουμε σήμερα Ράφτη και Ραφτοπούλα.
Η μάνα κι ο πατέρας της Πανώριας, έφτιαξαν δίπλα στο
καλυβάκι τους ένα εκκλησάκι για την Αγία Μαρίνα και κάθονταν εκεί κοιτάζοντας
την πετρωμένη τους κόρη. Της μιλούσαν κάθε απόγευμα, σα να την είχαν κοντά
τους…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου