Στο βιβλίο μου "Ο χαμένος μύθος του Αισώπου" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας, οι ήρωές μου αναζητούν τον πραγματικό μύθο του Αισώπου -την -υποτίθεται- αληθινή εκδοχή του Τζίτζικα και του Μέρμηγκα.
Δεν θα σας πω τι τελικά καταφέρνουν, όμως μπορώ να πω ότι σχεδιάζοντας μια παρουσίαση πριν από τρία χρόνια, σκέφτηκα να κάνουμε ένα κυνήγι θησαυρού όπου τα παιδιά θα έψαχναν να βρουν τον χαμένο μύθο που υποτίθεται από τη Σάμο, όπου τον είχε κρύψει κάποτε ο Λυκούργος Λογοθέτης, βρέθηκε στη Λέρο!
Όμως τι θα έβρισκαν τα παιδιά;
Αποφάσισα να γράψω εγώ τον μύθο, μια δική μου εκδοχή...
Σήμερα με όσα συμβαίνουν με τον Πολιτισμό, ο οποίος έχει πληγεί ιδιαιτέρως από την πανδημία, σκέφτηκα πως η ιστορία μου έχει μια δική της επικαιρότητα κι έτσι τη μοιράζομαι μαζί σας:
Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας
Κάποτε ήταν ένα τζιτζίκι και ένα μυρμήγκι. Το τζιτζίκι είχε φτιάξει τη φωλιά του στα κλαδιά ενός δέντρου ενώ το μυρμήγκι στις ρίζες του.
Ήταν καλοκαίρι και μόλις ανέτειλε ο ήλιος, το μυρμήγκι ξεκινούσε την εργασία του. Έβγαινε από τη φωλιά του και έψαχνε να βρει διάφορους σπόρους. Όταν έβρισκε κάποιον, τον φορτωνόταν στην πλάτη και τον μετάφερε στην φωλιά του όπου τον αποθήκευε. Μερικές φορές οι σπόροι ήταν τόσο μεγάλοι που έπρεπε να τους κομματιάσει πριν τους μεταφέρει και αυτό σήμαινε διπλάσιο κόπο για το μυρμήγκι. Ο εργατικός μας φίλος εργαζόταν από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου.
Το τζιτζίκι ξυπνούσε λίγο αργότερα. Έβγαινε από τη φωλιά του και αφού έτρωγε κάτι πρόχειρα, έπιανε το τραγούδι που μερικές φορές το συνέχιζε ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα. Εκτός από το να τραγουδάει δεν έκανε τίποτα άλλο όλη μέρα. Κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο. Στο τέλος κλείνει η φωνή σου. Πολλές φορές ξεχνούσε ακόμη και να φάει ο τζίτζικας τραγουδιστής μας.
Όμως το τραγούδι και η μουσική του βοηθούσαν το μυρμήγκι να αντέχει πιο εύκολα τη σκληρή δουλειά. Άλλωστε ποιος είπε ότι ένας άνθρωπος που όλη μέρα ασκεί την τέχνη του είναι τεμπέλης;
Ο μουσικός τα τραγούδια του, ο κεραμοποιός τα κεραμικά του, ο γλύπτης τα γλυπτά του, ο συγγραφέας τους μύθους του…
Έτσι περνούσαν οι μέρες η μία μετά την άλλη και ήρθε ο καιρός που έφυγε το καλοκαίρι και έδωσε την θέση του στο φθινόπωρο. Ο ουρανός συννέφιασε, ψιλή βροχή άρχισε να πέφτει και τα φύλλα των δέντρων ένα ένα ξεράθηκαν και έπεσαν στην γη.
Το μυρμήγκι, έχοντας αρκετές προμήθειες για να περάσει μέχρι την άνοιξη, καθόταν και απολάμβανε τον ήχο που έκαναν οι σταγόνες της βροχής καθώς έπεφταν πάνω στα ξερά φύλλα.
Όμως δεν ζει κανείς μόνο με το φαγητό. Όλη μέρα κλεισμένο στο σπίτι το μυρμήγκι θα πέθαινε από την πλήξη αν δεν είχε τον φίλο του τον τζίτζικα. Μόλις λοιπόν ο καιρό κρύωνε τον καλούσε στο σπίτι και του παραχωρούσε έναν χώρο να δουλεύει τα τραγούδια που θα έλεγε το καλοκαίρι. Κι ο τζίτζικας για αντάλλαγμα του τραγουδούσε κάθε βράδυ ή του διάβαζε τους στίχους του.
Έτσι τζίτζικας και μέρμηγκας αλληλοσυμπηρώνοταν. Μάλιστα ύστερα από λίγο καιρό το μυρμήγκι άρχισε μαθήματα τραγουδιού κι έδειξε στον τζίτζικα πως μαζεύει και συντηρεί τις τροφές για τον χειμώνα.
Το επόμενο καλοκαίρι μπορούσε κανείς να δει το πιο παράξενο θέαμα. Ένα μυρμήγκι να δίνει συναυλία σε σταροχώραφο κι ένας τζίτζικας να μεταφέρει πετώντας τροφές στη φωλιά του φίλου του.
Άλλες φορές πάλι έκαναν ντουέτο στο τραγούδι και συνεργάζονταν αρμονικά στο μάζεμα της τροφής.
Πάντως ο καθένας από τους δυο έκανε κυρίως αυτό στο οποίο ήταν καλύτερος. Το μυρμήγκι στη συγκέντρωση τροφής κι ο τζίτζικας στο τραγούδι.
Άλλωστε «Ούκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με το ψωμί. Χρειάζεται και το τραγούδι.
Ψάχνοντας τον χαμένο μύθο στη Λέρο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου