Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Περί του τυχαίου: Μια ερωτική ιστορία της δεκαετίας του '80



Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα και κείμενοΤο διηγηματάκι αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό "Ακροβασία στο Χαλάνδρι το καλοκαίρι του 1988.

Κάπου το 1990 το διάβασε ο Ηλίας Φραγκάκης και μαζί το μετατρέψαμε με αρκετές αλλαγές σε σενάριο ταινίας μικρού μήκους.
Το υποβάλαμε στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, εισπράττοντας πολλά θετικά σχόλια.

Μετά ήρθε η ...Ντόρα (Μπακογιάννη) κατάργησε το Κέντρο και όλα ματαιώθηκαν...

Εδώ το διήγημα στην αρχική του μορφή χωρίς καμία παρέμβαση -παρά τις αδυναμίες του





Περί του τυχαίου

Ο Παύλος ήταν ασκούμενος δικηγόρος. Μια λαμπρή καριέρα ανοιγόταν μπροστά του, όπως τον διαβεβαίωνε ο θείος του κύριος Χριστόδουλος Παραράς -δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω- στο γραφείο του οποίου εργαζόταν έναντι ελάχιστης αμοιβής. Θα έπρεπε βεβαίως να είναι ευχαριστημένος αφού άλλοι συνάδελφοι του δεν πληρώνονταν καθόλου και ταυτοχρόνως σκοτώνονταν στη δουλειά ενώ ο Παύλος συχνά- πυκνά λιαζόταν στο Πάρκο της Σχολής Ευελπίδων, μασουλώντας υπερμεγέθη σάντουιτς και πίνοντας παγωμένη μπύρα με τις δικογραφίες να αναπαύονται πλάι του, παρέα με τα υπόλοιπα έγγραφα.

Η Κλαίρη δούλευε σε ένα μπαρ των Εξαρχείων, τελευταία πολύ της μόδας στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και όχι μόνον αυτής, πράγμα που της ταίριαζε απολύτως αφού ήταν γνωστή ως συνδικαλίστρια των αριστερών φοιτητικών συσπειρώσεων. Πολλοί γνωστοί περνούσαν για μια βόλτα το βράδυ και για να πουν δυο κουβέντες μαζί της. Καθώς λοιπόν ήταν ιδιαιτέρως δημοφιλής το αφεντικό είχε ενθουσιαστεί μαζί της για τους πελάτες που έφερνε και για τις άφθονες ποσότητες οινοπνευματωδών τα οποία κατανάλωναν, καταστρέφοντας και δημιουργώντας καινούργιους κόσμους. Βλέπετε το Τείχος δεν είχε ακόμη σωριαστεί και οι ελπίδες παρέμεναν ζωντανές τον έβδομο χρόνο της "σοσιαλιστικής" διακυβέρνησης της χώρας.

Ο Παύλος και η Κλαίρη ήταν αδέλφια:
-Σταμάτα να λες μαλακίες
-Εσύ να σταματήσεις.
-Δεν άρχισα εγώ.
-Τι; Μήπως εγώ έβρισα το Βαγγέλη σου;
-Δεν είναι Βαγγέλης μου!
-Ο κόσμος το 'χει τούμπανο…
-Ποιος κόσμος μωρέ; Τα γραβατωμένα μικροαστικά δικηγοράκια σου;
-Όχι, οι αμφισβητίες των Εξαρχείων.
-Εσύ κάτσε σπιτάκι σου.
-Ή σπιτάκι μας ή Εξάρχεια;
-Δε μας χέζεις;

Οι σχέσεις τους -όπως καταλαβαίνετε- δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν αρμονικές. Όμως… Όμως εκείνο το μοιραίο απριλιάτικο βράδυ ο Παύλος έχοντας φορέσει το πλέον γοητευτικό του χαμόγελο, κρατώντας το "Μπροστά στον πόλεμο" του Καστοριάδη στο χέρι, κατέφθασε στο μπαρ όπου εργαζόταν η αδελφή του με τη σαφή πρόθεση συμφιλίωσης μετά τον τελευταίο τους τσακωμό. Την ασπάσθηκε δις στα μάγουλα, της ζήτησε συγγνώμη και της πρόσφερε το βιβλίο που την ενθουσίασε και τη συγκίνησε.

Αιτία για όλη αυτή την ασυνήθιστη συμπεριφορά του ήταν μια ωραία αρχιτεκτόνισσα, μέλος της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση (Ο.Σ.Ε.) που κάποτε ο Παύλος την μπέρδευε με τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδος (επίσης Ο.Σ.Ε.). Ήταν περαστικός από τα Προπύλαια, όπου γινόταν μια συγκέντρωση εναντίον της καταστολής, όταν την είδε. Πουλούσε ένα περιοδικό, τη "Μαμή" (η βία είναι η μαμή της Επανάστασης) και είχε ένα όμορφο μελαγχολικό βλέμμα. Την πλησίασε και της ζήτησε να αγοράσει το περιοδικό. Έπιασαν τη κουβέντα, αλλά δεν κατάφερε να μάθει τίποτε περισσότερο από τις απόψεις της οργάνωσης της, το μικρό της όνομα και το επάγγελμα της. Την έλεγαν Ελένη. Λίγο πιο ψηλή από το μέτριο, καστανή, με σπαστά μαλλιά και μεγάλα μάτια που σε ξεγελούσαν για την ηλικία της που οπωσδήποτε ήταν κάτω από τα τριάντα. Αυτή φαινόταν Σα να είχε μόλις τελειώσει το λύκειο.

Ο Παύλος έκανε θραύση στον γυναικείο πληθυσμό του κύκλου που κινιόταν στις παρυφές της Ελληνικής Αριστεράς (ΕΑΡ) -ακόμη τότε ο Συνασπισμός δεν υπήρχε- εδώ όμως τα πράγματα δυσκόλευαν. Η συνηθισμένη του αυτοπεποίθηση έγινε αμηχανία. Εδώ δεν μπορούσε να "καθαρίσει" με Προυστ ή Ουμπέρτο Έκο, ούτε καν με στίχους από τη Μαρία Νεφέλη -το πράγμα ήταν φανερό. Αλλά ήταν και κάτι άλλο: σ' αυτή την περίπτωση ένιωσε ότι δεν είχε να κάνει με κάτι απλό και φευγαλέο. Αν δεν ήταν εγωιστής θα παραδεχόταν ότι ήταν απλούστατα ερωτευμένος. Ανακάλυπτε λυρισμό ακόμη και στα άρθρα της "Μαμής", προσπαθώντας να μαντέψει αν κάποιο από αυτά ήταν της Ελένης. Κάποια παλιά τετράδια ανασύρθηκαν από τα βάθη της ντουλάπας και γενικώς ο Παύλος με τη σκέψη, τα διαβάσματα και τη μουσική, μεγέθυνε το αίσθημα του, κάνοντας το ανυπόφορο και βεβαίως βαθύτερο.

Τώρα που κολλάει η Κλαίρη σ' αυτά;

Ως μέλος των "Συσπειρώσεων" αλλά και ως τρομερά κοινωνικό άτομο, αποκλειόταν σχεδόν να μη γνωρίζει την Ελένη. Πράγματι ο Παύλος κατάφερε να διαπιστώσει ότι δεν είχε πέσει έξω, πράγμα που κατάφερε φέρνοντας τεχνηέντως την κουβέντα στην ΟΣΕ και λέγοντας ότι γνώρισε μια κοπέλα -Ελένη νομίζει την έλεγαν, με κατσαρά- μάλλον σπαστά καστανά μαλλιά, που φορούσε φαρδύ πουλόβερ, ινδική φούστα μονόχρωμη και μποτάκια. "Α! Θα λες την Ελένη τη Δροσινού. Είχαμε παει διακοπές κάποτε μαζί στη Σέριφο. Πρόπερσι. Ξέρεις με το Νικήτα και τους άλλους".
Ο Παύλος προσπάθησε μάταια να σταματήσει το κοκκίνισμα που το 'νιωθε να ανεβαίνει στα μάγουλα του, αλλά και να ρεγουλάρει τους σφυγμούς του που χόρευαν σε επικίνδυνους ρυθμούς φόβου και ευφορίας.

-Τι είναι αυτό που ακούγεται;
-Κιμ Κάρνες.

Η Κλαίρη δεν ξεγελάστηκε από την παρέκβαση του. Τον κοιτούσε ήδη με εκείνο το λίγο ειρωνικό της χαμόγελο που από μικρό παιδί τον εκνεύριζε. Έπρεπε όμως να συγκρατηθεί. Η μεγάλη του αδελφή κρατούσε τα κλειδιά του παραδείσου ή επί το ρεαλιστικότερο τη διεύθυνση, το τηλέφωνο αλλά και τη δυνατότητα μιας συνάντησης με τη γλυκύτατη αριστερίστρια. Χωρίς να το καλοσκεφθεί της μίλησε ευθέως:   

-Ξέρεις, μ΄αρέσει…
-Η Κιμ Κάρνες;
-Όχι, η Ελένη Δροσινού.
-Α!

"Αξ και ξερός" σκέφθηκε ο Παύλος

-Μπορείς να κάνεις τίποτα; είπε φωνακτά τη στιγμή που σταματούσε το τραγούδι, με αποτέλεσμα να γυρίσουν όλοι οι θαμώνες να τον κοιτάξουν, επιστρέφοντας γρήγορα στα ποτά τους, όταν είδαν ότι δεν συνέβαινε τίποτα το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει τους μύδρους της κοινωνικής τους κριτικής.
-Θέλεις να κάνω την προξενήτρα δηλαδή;
-Όπως θέλεις πες το.

Και η αδελφή του, δίνοντας του ένα από τα σπάνια δείγματα αδελφικής αγάπης, του είπε ΄΄ότι θα έλεγε στην Ελένη να περάσει από το μπαρ για να συζητήσουν και θα τον ειδοποιούσε κι αυτόν να περάσει -"τυχαία".

-Από εκεί και πέρα είναι δική σου δουλειά.
 
Η ποθητή νύκτα έφθασε. Η νευρικότητα που τον κυρίευσε από το προηγούμενο απόγευμα, όταν η Κλαίρη πιστή στην υπόσχεση της, του τηλεφωνούσε για να του πει ότι όλα κανονίστηκαν, είχε καταπέσει προς μεγάλη του ανακούφιση, ακριβώς την ώρα που θα 'πρεπε, χάρις σε ένα ζεστό μπάνιο με αφρόλουτρο.

Ντύθηκε απλά, αλλά με γούστο, έβαλε διακριτικά λίγη κολόνια και γύρω στις δέκα ξεκίνησε για τα Εξάρχεια. Όλα πήγαιναν καλά. Ακόμη και το λεωφορείο ήλθε αμέσως.
Στην είσοδο του μπαρ γινόταν επιλογή πελατών, αλλά πέρασε χωρίς πρόβλημα. Την ίδια στιγμή η αδρεναλίνη ξεχύθηκε στον οργανισμό του Σα φουσκωμένο ποτάμι, καθώς αντίκρισε την πλάτη της Ελένης που συνομιλούσε με την Κλαίρη. Κάποιος είχε γυρίσει τον διακόπτη: η μουσική είχε σταματήσει, ο κόσμος εξαφανίσθηκε -απόμεναν μονάχα οι δυο κοπελιές, εκατέρωθεν του πάγκου του μπαρ. Η Κλαίρη τον χαιρέτησε κι η Ελένη γύρισε να τον κοιτάξει. Έκαναν ο ένας στον άλλο το νεύμα της αναγνώρισης. Ο Παύλος τις πλησίασε μέσα στη σιωπή…

-Γεια χαρά, είπε κομπιάζοντας. Η Ελένη δεν ήταν η Ελένη! Ή μάλλον η ωραία αρχιτεκτόνισσα δεν ήταν η Ελένη Δροσινού. Η Κλαίρη είχε καταλάβει λάθος. Αυτή την Ελένη από την ΟΣΕ την ήξερε!

Παράγγειλε ένα διπλό ουίσκι και η αδελφή του, τους άφησε με τρόπο μονάχους, βυθισμένη στην πλάνη της, ενώ ο Παύλος ξεπερνώντας το σοκ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ΟΣΕ είχε ωραίες γυναίκες. Διότι κι αυτή η Ελένη του άρεσε!

Έφυγαν μαζί από το μπαρ. Εκείνη η νύκτα στάθηκε η απαρχή μιας θυελλώδους σχέσης που κράτησε δυο χρόνια και επτά μήνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου