Ένα ακόμη παραμύθι που έχει ως πηγή έμπνευσης Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής του Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης, το "Παραμυθογράφοντας"
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
“Οι ραδιουργίες του
υπηρέτη”
της Αθηνάς Πουρσαϊτίδου
Καλοκαίρι του
718 μ.Χ. Ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ ο Ίσαυρος, μετά από αρκετές συνωμοσίες, καταφέρνει να εκθρονίσει τον Θεοδόσιο
Γ’ και αναλαμβάνει την πολυπόθητη εξουσία στη Βασιλεύουσα. Παρόλα αυτά, τα
προβλήματα στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας δε λείπουν, ενώ ο κίνδυνος μιας
ξένης εισβολής συνεχώς ελλοχεύει...
Οι μέρες
κυλούν σχετικά ήρεμα για τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Ο γιος του
Λέοντα, ο Κωνσταντίνος, έχει την εποπτεία του βυζαντινού στρατού, ενώ οι δυο
κόρες του αυτοκράτορα, η Ειρήνη και η Άννα, περνούν τις περισσότερες ώρες της
ημέρας με τη μητέρα τους, τη Μαρία, στο Μεγάλο Παλάτι. Κάθε πρωί, αφού πάρουν όλοι
μαζί το πρωινό τους, η μητέρα με τις κόρες της, πηγαίνουν στις Θέρμες του
Ζευξίππου, οι οποίες είναι διακοσμημένες με υπέροχα ψηφιδωτά και αγάλματα.
Εκεί, κάνουν το καθιερωμένο τους λουτρό και στη συνέχεια η Ειρήνη και η Μαρία
μελετούν στη βιβλιοθήκη του παλατιού.
Οι υπηρέτες
ασκούν τα καθήκοντά τους με υπακοή και αφοσίωση απέναντι στην αυτοκρατορική
οικογένεια. Τα φαινόμενα, όμως, απατούν... Ο Στάικος, ένας από τους υπηρέτες
του αυτοκράτορα δεν τρέφει τελικά και τόσο αγνά συναισθήματα. Για την ακρίβεια,
προσπαθεί κρυφά απ’ όλους να αποσπάσει ένα μέρος του αυτοκρατορικού θησαυρού.
Θέλει να φύγει μακριά από την αυτοκρατορία και να ζήσει κι αυτός πλουσιοπάροχα.
Ο θησαυρός του Λέοντα αποτελείται από
300 χρυσά και 100 ασημένια νομίσματα, καθώς και κοσμήματα αμύθητης αξίας. Βέβαια,
αυτό δεν θα είναι και τόσο εύκολο... Οι δυο έμπιστοι υπηρέτες του αυτοκράτορα,
ο Σέβος κι ο Ρηγίνος, φυλούν ολημερίς κι οληνυχτίς το θησαυρό στο υπόγειο του
παλατιού.
Τις
τελευταίες ημέρες υπάρχει, όμως, μια έντονη ανησυχία στο παλάτι. Ένα βράδυ,
λοιπόν, ο Λέων ετοιμάζεται να δειπνίσει με την οικογένειά του στην τραπεζαρία. Αμέσως,
οι υπηρέτες στρώνουν το χρυσοκέντητο τραπεζομάντηλο και φέρνουν τα εφυαλωμένα
πιάτα, τα ποτήρια και τα ασημένα κοχλιάρια. Ένας δίσκος με ψάρια και θαλασσινά,
σάλτσα γάρου, ρόκα, ραδίκια και για επιδόρπιο λαλάγγια με μέλι τοποθετούνται
στο τραπέζι. Ο Στάικος κοντοστέκεται στην πόρτα. Παρατηρεί κάθε τους κίνηση
γελώντας πονηρά...
«Μμμμ... Το φαγητό είναι
πεντανόστιμο!», είπε
ο Λέων κι ήπιε άλλη μια γουλιά κρασί.
«Πράγματι, ήταν όλα υπέροχα. Θερμά συγχαρητήρια στη μαγείρισσα του παλατιού!», αναφώνησε με τη σειρά της η Μαρία. Ο Στάικος έφυγε από το παλάτι πριν το δείπνο τελειώσει και συναντήθηκε κρυφά με έναν πληροφοριοδότη του. «Οι Σαρακηνοί πειρατές πέρασαν τα Στενά του Ελλησπόντου και κατευθύνονται προς το Πάριον της Προποντίδας. Σε λίγοτερο από τρεις ώρες θα φτάσουν στο λιμάνι», είπε στον Στάικο. «Μάλιστα! Οι Σαρακηνοί βρίσκονται προ των πυλών... Η πληροφορία αυτή θα μείνει φυσικά μεταξύ μας», απάντησε ο Στάικος και έβγαλε από την τσέπη του ένα χρυσό νόμισμα. «Πάρ’το και φύγε γρήγορα. Εμείς δε βρεθήκαμε ποτέ...», του είπε.
«Εμένα να μου επιτρέψετε παιδιά μου,
αλλά η ώρα πέρασε. Πηγαίνω να ξεκουραστώ σιγά-σιγά...», είπε ο Λέων κι αποχώρησε με τη
σύζυγό του στην κάμαρά τους. Ο Κωνσταντίνος άρχισε να χασμουριέται κι αυτός. «Αδερφές μου, θα αποχωρήσω κι εγώ. Είμαι
πολύ κουρασμένος σήμερα...», είπε και κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιό του. Οι
δυο αδερφές περπατούν στους διαδρόμους του παλατιού και συζητούν, για να
χαλαρώσουν. Η Άννα κοντοστέκεται και κοιτάει για λίγο έξω από το παράθυρο, ενώ
η Ειρήνη προχωράει μόνη της.
«Δεν το πιστεύω!», φώναξε με τρομαγμένη
φωνή. «Τι συμβαίνει Άννα; Τι έπαθες;», απάντησε η Ειρήνη κι έτρεξε
αμέσως δίπλα της. «Κοίτα στο βάθος πέρα
στο λιμάνι... Αυτά τα πλοία που έρχονται δεν είναι βυζαντινά...». «Έχεις δίκαιο, Άννα. Αυτά τα πλοία πρέπει να
είναι των Σαρακηνών... Ετοιμάζονται να μας επιτεθούν...», απάντησε η Ειρήνη
κι άρχισε να φωνάζει. Ξύπνησαν γρήγορα όλοι. Οι σάλπιγγες άρχισαν να ηχούν. Ο
Λέων κι η Μαρία ξυπνούν έντρομοι από τις φωνές και τα σαλπίσματα. Ο Λέων
διατάζει τον στρατό και το στόλο να πάρουν αμέσως τις θέσεις τους. Ο Στάικος
προσπαθεί να επωφεληθεί από την αναστάτωση και να θέσει το σχέδιό του σε
εφαρμογή.
Στις
επάλξεις βρίσκονται, όπως πάντα, κι οι Ακρίτες, οι άγρυπνοι φρουροί των συνόρων
της αυτοκρατορίας. Είναι έτοιμοι να πολεμήσουν τους Σαρακηνούς, ώστε να
διατηρηθεί η ακεραιότητά της. Στο λιμάνι φτάνουν 2.500 πλοία με πλήρωμα πάνω
από 400 πειρατές. Αμέσως, οι Σαρακηνοί αποβιβάζονται χωρίς δυσκολία στο λιμάνι
με επικεφαλής τον στρατηγό Μασλαμά ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ και επιτίθενται στους
βυζαντινούς στρατιώτες, που καταφθάνουν πρώτοι. Η μάχη ξεκινά...
Στη μάχη
επιστρατεύονται κι ορισμένοι Ακρίτες, προκειμένου να ενισχύσουν το στρατό της
αυτοκρατορίας. Ο Ακρίτας Φιλάρετος από την επαρχία της Βιθυνίας ήταν ένας από
τους πιο γενναίους πολεμιστές του Βυζαντίου. Ψηλός, ευθυτενής, αποφασιστικός
καβάλα στο άσπρο του άτι, τον Γκόλφη με την πλούσια χαίτη του, φτάνει στην
Κωνσταντινούπολη και εντάσσεται κατόπιν διαταγής του Λέοντα στην προσωπική του
φρουρά.
Στο παλάτι
επικρατεί μεγάλη αναταραχή... Η Μαρία με τις κόρες της, την Ειρήνη και την
Άννα, είναι έγκλειστες στο παλάτι και περιφρουρούνται διαρκώς , ενώ ο γιος της
οικογένειας, ο Κωνσταντίνος, μάχεται δυναμικά στο πλευρό των στρατιωτών. Όμως,
ο Στάικος προσπαθεί να στήσει παγίδα στους φύλακες του θησαυροφυλακείου, για να
αποσπάσει χρήματα. Ετοιμάζεται, λοιπόν, να ρίξει υπνωτικό στα φλασκιά με το
νερό, που δίνει καθημερινά στους φύλακες, ώστε να δράσει ανενόχλητος και να το
σκάσει από τις υπόγειες στοές του παλατιού.
Την επομένη,
κι ενώ η μάχη με τους Σαρακηνούς συνεχίζεται για 30η ημέρα, ο Στάικος θέτει σε
εφαρμογή το σχέδιο του. Ο Λέων Γ’ πηγαίνει στο στρατηγείο που βρίσκεται εντός
των τειχών της πόλης για την καθημερινή του ενημέρωση. Η αυτοκράτειρα Μαρία κι
η κόρη της Ειρήνη, παρακολουθούν με αγωνία από το παράθυρο τις συγκρούσεις με
τους Σαρακηνούς. Η Άννα, όμως, η μικρότερη κόρη του αυτοκράτορα νιώθει ότι κάτι
παράξενο συμβαίνει στο παλάτι και προσπαθεί να το ανακαλύψει. Υποπτεύται τον
Στάικο, ο οποίος τις τελευταίες τρεις μέρες είναι εξαφανισμένος...
Η Άννα
κατεβαίνει τις σκάλες στις μύτες των ποδιών της και κατευθύνεται προς το κελάρι
με τα κρασιά. Ξαφνικά, ακούει το θόρυβο της βαριάς, ξύλινης πόρτας και βλέπει
τον Στάικο να μπαίνει μέσα. Η Άννα τρέχει γρήγορα πριν κλείσει η πόρτα και κοιτάζει από
τη χαραμάδα. Ο Στάικος ρίχνει μια κίτρινη σκόνη στα φλασκιά και αναδεύει το
νερό με ένα κοχλιάριο. Αμέσως, η Άννα καταλαβαίνει πως ο Στάικος ετοιμάζεται να
παρανομήσει. Ο Στάικος βγαίνει από το κελάρι και κατεβαίνει στο υπόγειο. Ευτυχώς,
η Άννα πρόλαβε να κρυφτεί πίσω από τις σκάλες χωρίς να γίνει αντιληπτή κι έτσι
τρέχει αμέσως πίσω του.
«Ορίστε! Σας φέρνω δροσερό νερό... Θα είμαι πάνω στο κελάρι. Μπορείτε να με φωνάξετε για ό,τι χρειαστείτε», λέει ο Στάικος στους φύλακες.
«Ευχαριστούμε... Σήμερα, η ζέστη είναι ανυπόφορη, οπότε το έχουμε ανάγκη. Ας πιω μια γουλιά... Στην υγειά σου Στάικε...», λέει ο Ρηγίνος.
«Όχιιιιι.... Μην πιεις Ρηγίνε! Είναι παγίδα...», φωνάζει η Άννα και τρέχει προς το μέρος του.
«Καταραμένη, τι κάνεις εσύ εδώ;», απάντησε ο Στάικος. Αμέσως, τραβάει το σπαθί του Ρηγίνου και την αρπάζει με βία.
«Μην τολμήσετε να πλησιάσετε, γιατί
θα την σκοτώσω...»,
λέει ο Στάικος. Της κλείνει το στόμα και την τραβάει πάνω στο κελάρι. «Μην τολμήσεις να βγάλεις άχνα....», την
απειλεί με το σπαθί στο λαιμό. «Σε
παρακαλώ... Μην μου κάνεις κακό... Λυπήσου με....», λέει η Άννα κλαίγοντας.
Οι φύλακες τρέχουν γρήγορα επάνω και φωνάζουν τον Φιλάρετο. «Τι συμβαίνει;», ρωτάει με έκπληξη τους
φύλακες. «Έλάτε γρήγορα στο κελάρι... Ο
Στάικος κρατάει την μικρή κόρη του αυτοκράτορα και απειλεί να την σκοτώσει... Προσπάθησε
να μας παγιδεύσει, για να αρπάξει το θησαυρό. Η ζωή της Άννας βρίσκεται σε
κίνδυνο!».
Ο Φιλάρετος
τρέχει γρήγορα κάτω στο κελάρι. Σπρώχνει την πόρτα με όλη του τη δύναμη, αλλά είναι
αδύνατο να την ανοίξει. Ξαφνικά, διακρίνει κάτω από τις σκάλες μια μυστική
καταπακτή. Ανοίγει και μπαίνει μέσα... Ο Ακρίτας φτάνει στο κελάρι από την πίσω
πλευρά χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον Στάικο. Μόλις βρίσκει την κατάλληλη
στιγμή, επιτίθεται στον υπηρέτη χτυπώντας τον στο κεφάλι. Ο Στάικος πέφτει στο
πάτωμα αναίσθητος κι η Άννα τρομαγμένη αρχίζει να φωνάζει.... «Βοήθειααα....Βοήθειααα....».
«Μη φοβάσαι. Εγώ είμαι εδώ. Τώρα είσαι ασφαλής», λέει ο Φιλάρετος στην Άννα κι αυτή τρέχει στην αγκαλιά του.
Ο Στάικος
συλλαμβάνεται από τη φρουρά και φυλακίζεται. Ο Φιλάρετος επιβραβεύεται για τον
ηρωισμό του από τον αυτοκράτορα. Λίγες μέρες μετά, στις 15 Αυγούστου, η
πολιορκία της Κωνσταντινούπολης φτάνει στο τέλος της . Οι Άραβες εγκαταλείπουν
το Βυζάντιο κι η ισλαμική επέκταση προς την Ευρώπη ανακόπτεται. Ένα μήνα μετά,
ο αυτοκράτορας Λέων ανακοινώνει στους υπηκόους του το γάμο της μικρής του
θυγατέρας με το γενναίο πολεμιστή Φιλάρετο.
Ο αυτοκράτορας έδωσε την ευχή του στους δυο νέους, που ερωτεύτηκαν με
την πρώτη ματιά, κι άρχισαν οι προετοιμασίες του γάμου.
Κοινή ζωή
τους περιμένει κι οι δυο νέοι θα μείνουνε για πάντα αγαπημένοι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου