Αφού δεν μπορούμε να είμαστε εκεί φέτος...
Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο μου "Η πέμπτη πόλη των Δωριέων" για την Κυριακή του Πάσχα στο χωριό. Όσοι είναι από τα Καστέλλια θα αναγνωρίσουν πρόσωπα και ..πραγματικά περιστατικά
«…τα παιδιά αποφάσισαν να πάνε στο λάκκο όπου ψήνονταν τ’
αρνιά, κοντά στο σπίτι του θείου της Αντιγόνης και του Δημήτρη, του Λάμπρου.
Είχαν περιέργεια να δουν πόσα θα ήταν εκείνη τη χρονιά, και κυρίως τι πίτες και
μεζέδες θα τους κερνούσαν οι νοικοκυρές – όπως είναι το έθιμο.
Με το που έφτασαν, ο Περικλής τους έβαλε να γυρίζουν το αρνί
και επανέλαβε για εκατοστή φορά το ανέκδοτο:
«Γιατί το αρνί δεν πάει στην Ανάσταση; Δε θέλει να
ξενυχτήσει, γιατί την Κυριακή το πρωί έχει γύρισμα!»
Η Αντιγόνη δεν πρόλαβε να σχολιάσει το χιούμορ του πατέρα
της. Εκείνη την ώρα σερβιρίστηκαν ζεστή ζεστή η μακαρονόπιτα της κυρίας
Παναγιώτας και οι γαρδούμπες της θείας Ζέτας. Ταυτόχρονα, ο Ταξιάρχης έβγαλε
από τη φωτιά το κοκορέτσι και άρχισε να κόβει μεζεδάκια.
«Είναι πιο νόστιμο κι από το κότσι στο «Κάρα κου Μπέρε»,
σχολίασε με γεμάτο το στόμα η Ζωή.
«Τι λέει πάλι;» αναρωτήθηκε ο Γιάννης.
«Λέει για ένα εστιατόριο στο Βουκουρέστι, το αγαπημένο της.
Είναι πραγματικά καταπληκτικό», απάντησε η Κατερίνα. «Άμα έρθετε», είπε
κοιτάζοντας το Σάββα στα μάτια, «θα πάμε οπωσδήποτε. Να φάτε και μιτιτέι. Είναι
κάτι σαν σουτζουκάκι».
Οι μεζέδες κατέφταναν ασταμάτητα, ενώ οι μεγάλοι έπιναν
κρασί από κανάτες που έμοιαζε να γεμίζουν συνεχώς. Ήταν να απορεί κανείς αν θα
μπορούσαν να φάνε το μεσημέρι έπειτα από αυτό το όργιο. Όταν ξεροψήθηκαν και οι
πέτσες, έγινε το έλα να δεις. Το αρνί κατέληξε το μεσημέρι στο τραπέζι
πραγματικά ξεπετσιασμένο.
Ωστόσο, μετά το φαγητό ξεκίνησε μια μάχη που
επεκτάθηκε σε όλη τη γειτονιά. Μια μικρή αψιμαχία και ένα ποτήρι νερό που
περιέλουσε το Δημήτρη ήταν η αρχή.
Κάποιος πήρε κανάτα, άλλος λάστιχο και έγιναν όλοι λούτσα.
Οι αυτόπτες μάρτυρες ισχυρίστηκαν πως τη συνέχεια έδωσε ο ίδιος ο Περικλής –
σοβαρός δικηγόρος, κατά τ’ άλλα – και ο νεροπόλεμος έγινε γιαουρτοπόλεμος. Θύμα
ήταν και ο Νικόλας, που του παρήγγειλαν μερικούς κεσέδες γιαούρτι. Ανυποψίαστος
έφερε την παραγγελία από το μαγαζί, όταν είδε να του ορμάνε, να του παίρνουν
τους κεσέδες από τα χέρια και να τον περιλούζουν και αυτόν με το διάσημο
πρόβειο προϊόν της περιοχής. Άρχισαν να κυνηγιούνται στους δρόμους και… το κακό
εξαπλώθηκε παντού. Όταν η μάχη κόπασε, ήταν σαν να είχε πέσει χιόνι.
Ο παππούς Λευτέρης θυμήθηκε που κάποτε είχε συμβεί μια
παρόμοια «λευκή μάχη» στη Λέρο, με πρωτεργάτη το μεγάλο του γιο, τον πατέρα της
Κατερίνας και της Ζωής. Μόνο που τότε ήταν καλοκαίρι κι όλοι είχαν βουτήξει στη
θάλασσα.
Πήραν όλοι σειρά στο μπάνιο, αλλά η μυρωδιά δεν έλεγε να
φύγει. Ο Σάββας και ο Ιάσονας έφυγαν για τη Γραβιά όπου θα άλλαζαν ρούχα
οικογενειακώς. Θα επέστρεφαν το απόγευμα για να πάνε με τους υπόλοιπους στη
λειτουργία της Αγάπης, όπου θα έδιναν στην εκκλησία τις λαμπάδες τους. Έπειτα
θα παρακολουθούσαν το χορευτικό πρόγραμμα που είχε ετοιμάσει ο πολιτιστικός
σύλλογος του χωριού….»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου