Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Έρωτες της δεκαετίας του '80: Μια καλοκαιρινή περιπέτεια

Φώτο Σπύρος Σταβέρης (από δημοσίευμα της Lifo)


Το διήγημα αυτό δεν πρόλαβε να δημοσιευτεί στο περιοδικό "Ακροβασία στο Χαλάνδρι" κι έμεινε αδημοσίευτο. 

Το ξετρύπωσα κι αυτό...

Θα σας θυμίσει παλιά ταξίδια με καράβια στα νησιά...

Είχαν τα χάλια, αλλά και τη γοητεία τους...

Ένας καλοκαιρινός έρωτας

Το πλοίο είχε καθυστέρηση. Τι το παράξενο θα μου πείτε… Να όμως που καμιά φορά τα προβλήματα της ελληνικής ναυσιπλοίας, ιδίως κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, μπορεί να οδηγήσουν σε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες καταστάσεις.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Βρίσκομαι στον Πειραιά, απολύτως εκνευρισμένος και αδημονών, πίνοντας τον άθλιο καφέ του οχηματαγωγού Ι…, που ταξίδευε τότε στα Δωδεκάνησα, και καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο.
Θα έπρεπε να έχουμε ξεκινήσει το μεσημέρι και ήταν ήδη απόγευμα. Και μάλιστα όχι απλώς ζεστό, αλλά καυτό. Οι επιβάτες ήταν σίγουρα υπεράριθμοι και με δυσκολία είχα βρει μια συμπαθητική γωνία, όπου είχα απλώσει και το σλίπινγκ μπαγκ μου. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στην ανάγνωση του βιβλίου μου, να βυθιστώ στην ιστορία και να ξεχάσω που βρισκόμουν.

Στην πραγματικότητα ο εκνευρισμός μου, παρά την καθυστέρηση, δεν ήταν απολύτως δικαιολογημένος. Μπροστά μου απλωνόταν ένας μήνας διακοπών, η αγαπημένη μου με περίμενε με ανοικτές τις αγκάλες και το νησί ήταν απολύτως της επιλογής μου.
Εκεί είχα περάσει μια μάλλον συναρπαστική στρατιωτική θητεία, είχα δημιουργήσει φιλίες που άντεξαν στο χρόνο και πριν από ένα χρόνο ακριβώς είχα αγοράσει ένα μικρό σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. Ένα σπιτάκι που πάντοτε με γοήτευε. Ήταν κάτι σαν πραγματοποιημένο όνειρο…

Προς τι λοιπόν η κακοκεφιά; Δεν είχα βλέπετε ακόμη τότε διαβάσει βιβλία που μας αποτρέπουν από την ενασχόληση με μικροπράγματα, δεν είχα γνωρίσει αρκετούς ψυχολόγους και δεν είχα γράψει ακόμη άρθρα του στυλ "τα εννιά συστατικά της ευτυχίας" ή "το δικαίωμα στη βραδύτητα". Έτσι αφηνόμουν στα ανεξήγητα νεύρα μου και στην πικρή γεύση των τσιγάρων…

Που και που χαλάρωνα είναι η αλήθεια. Πότε ήταν το πρόσωπο της αγαπημένης μου που ερχόταν παρηγορητικά, τα τελευταία γλυκά της λόγια στο τηλέφωνο, ο τρόπος που είπε "μου λείπεις"… Πότε ο άσπρος ανεμόμυλος στη θάλασσα, στο τέλος της παραλίας που απλωνόταν μπροστά στο σπίτι… Πότε εικόνες από ανοιξιάτικους περιπάτους στο νησί με τις μαργαρίτες κίτρινο χαλί, να βυθίζονται σχεδόν στο γαλάζιο…

Εκείνες οι τρελές μας νύχτες… Όπως τότε που ξυπνήσαμε και βρισκόμασταν στις ξαπλώστρες της πιο πολυσύχναστης παραλίας και ο κόσμος γύρω ήδη έκανε το πρωινό του μπάνιο… Ή όταν ανάβαμε όλα τα κεριά και τα καντήλια στο μικρό ξωκλήσι στη σπηλιά, χωρίς ίχνος θρησκευτικού δέους… Κι όλα εκείνα τα φιλιά και τ' αγκαλιάσματα χωρίς αύριο και οι μισοτελειωμένες ιστορίες που πάντα θα αναρωτιόμαστε για την έκβαση που θα μπορούσαν να είχαν αν…

Ονειροπολούσα. Έτσι συχνά ξεφεύγω. Αλλά κι έτσι καταφέρνω να κοιμηθώ τα βράδια όταν ο ύπνος γίνεται ένας δύσκολος επισκέπτης. Με αυτόν τον τρόπο κύλησε κι ο χρόνος στο καράβι. Όταν κοίταξα και πάλι γύρω μου, τα κτίρια του Πειραιά είχαν αρχίσει να κουνιούνται. Κι αφού δεν βρισκόμουν στη ζώνη του λυκόφωτος, ήταν μάλλον σίγουρο σημάδι ότι το πλοίο είχε πλέον ξεκινήσει!  

Το πλοίο φεύγει/ ο άντρας με τις χίλιες γυναίκες έρχεται!                                                        
    
Να ξεκαθαρίσω πως, όπως κι ο γνωστός Γαλάτης ήρωας, δεν είχα κανένα πρόβλημα με τους ξένους: Όμως αυτοί οι ξένοι δεν ήταν από εδώ! Όλες οι φυλές του Ισραήλ είχαν συγκεντρωθεί στο κατάστρωμα.

Επικεφαλής μάλλον μαυριδεροί και μυώδεις συμπατριώτες μας, που κατευθύνονταν πρωτίστως προς Ρόδο και δευτερευόντως προς Κω, με αποκλειστικό στόχο το ξελόγιασμα αλλοδαπών καλλονών του Βορρά. Έχοντας "στήσει αυτί" είχα παρακολουθήσει την συνομιλία δυο εξ αυτών, ενός ευτραφούς πλην ευσταλούς 35αρη και ενός νεαρού, που τολμώ να πω -αν και γενικώς δεν πιστεύω σε τέτοιου είδους αξιολογήσεις- πως ο δείκτης νοημοσύνης του δεν θα μπορούσε να μας κάνει υπερήφανους ως Έθνος. Πάντως γνώριζε πως η Ρόδος είναι νησί.

Ο ευτραφής απεδείχθη και ο πλέον έμπειρος ως προς τον ερωτικό χάρτη της πρωτεύουσας του νησιωτικού συμπλέγματος, αλλά και ως προς τις προτιμήσεις των σκανδιναβών γυναικών. Άλλωστε σύμφωνα με δηλώσεις του προς το νεώτερο που τον κοιτούσε με ανοικτό το στόμα, είχε "συνευρεθεί ερωτικώς" (δεν το είπε ακριβώς έτσι!) με αριθμό βορείων γυναικών, που άγγιζε τις δέκα εκατοντάδες.

Ομολογώ πως έμεινα κι εγώ με ανοικτό το στόμα. Αισθανόμουν δέος μπροστά στο απίστευτο ρεκόρ. Και κυρίως ένιωθα απολύτως μειονεκτικά. Συνέβαινε κάτι φοβερό. Καθώς παρατηρούσα τον "Έλληνα Επιβήτορα", αναζητώντας πάνω του ψεγάδια και ανακαλύπτοντας ουκ ολίγα, αντί να τον κοιτάξω αφ υψηλού, γινόμουν σιγά- σιγά ένα μυρμήγκι μπροστά του.

Όσο κι αν σκεφτόμουν πως σημασία δεν έχει η ποσότητα, αλλά η ποιότητα των σχέσεων. Όσο κι αν έλεγα μέσα μου πως αν του έλεγα το όνομα Προυστ, θα πίστευε ότι τον βρίζω. Όσο κι αν τον κατηγορούσα -πάλι μέσα μου- πως μεταχειρίζεται τις γυναίκες σαν σκεύος ηδονής, πως αν τον έβλεπε η Σιμόν ντε Μποβουάρ θα ανατρίχιαζε (ή μήπως- θεέ μου- θα της άρεσε;). Για να μη σας κουράζω, όσα επιχειρήματα κι αν επιστράτευα, ο αριθμός "1000", αναβόσβηνε ως φωτεινή ταμπέλα μέσα στο τρικυμισμένο μου μυαλό. Μήπως ζήλευα;

Φαίνεται πως κοιτούσα τόσο έντονα προς το μέρος τους, που το παρατήρησαν κι αυτοί. Ο 35αρης, γύρισε και με κοίταξε με ένα καθόλου φιλικό βλέμμα, κι εγώ με τη σειρά μου, στράφηκα προς τη θάλασσα. Συνέχιζα όμως ν' ακούω…

"Μην ανησυχείς καθόλου", έλεγε στο νεαρό. "Θα συνευρεθείς σίγουρα ερωτικά στη Ρόδο"(όπως καταλαβαίνετε, δεν το είπε ακριβώς έτσι). Κι εγώ έκανα διαιρέσεις: Αν η ερωτική του ζωή άρχισε στα 15 και τώρα ήταν 35, τότε 1000 δια 20= 50 γυναίκες το χρόνο!

"Κάνουν σα λυσσασμένες", συνέχισε. "Δεν έχεις ακούσει για εκείνη τη Σουηδέζα που όταν της είπαν πως δεν θα φύγει το πλοίο από τον Πειραιά για τη Ρόδο, βούτηξε στη θάλασσα να παει κολυμπώντας;"

Οι παλιές καλές εποχές… Βλέπετε εκείνο τον καιρό το AIDS δεν είχε μπει ακόμη στην ημερήσια διάταξη της ζωής μας…

Τέλος πάντων. Τότε δεν μπορούσαν να μας απασχολούν τέτοιες σκέψεις, ούτε μπορούσαμε να φαντασθούμε τι θα γίνει. Αν δεν κάνω λάθος, ήταν το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας.

Δεν μπορούσα λοιπόν να φανταστώ το μακρινό μέλλον, αλλά ούτε τι μου επεφύλασσε η επόμενη στιγμή ή μάλλον οι επόμενες ώρες. Θα είχα την τύχη να δω εν δράσει τον "Έλληνα Επιβήτορα", αλλά να πάρω και εν μέρει την εκδίκηση μου. Ας μην προτρέχουμε όμως…

Το «θήραμα» στο δόκανο;

Το "θήραμα" φάνηκε στο κατάστρωμα. Μια γοητευτική βόρεια γύρω στα σαράντα, που κρατούσε από το χέρι ένα κοριτσάκι νηπιακής ηλικίας. Ήταν μόνες τους. Ο 35αρης οσμίστηκε τον αέρα σαν κυνηγόσκυλο και την κάρφωσε με ένα εύγλωττο βλέμμα, που εκείνη δεν κατάλαβε καθότι έψαχνε απεγνωσμένα να βρει μια γωνιά για να καθίσει και να ακουμπήσει το -προφανώς βαρύ- σακίδιο της.

Ιπποτικός και φιλόξενος ως γνήσιος εκπρόσωπος της φυλής μας, ο "φίλος" μας σηκώθηκε, αφού πρώτα κάτι ψιθύρισε στο νεαρό συνοδό του, την πλησίασε και της έδειξε με νοήματα το παγκάκι στο οποίο προηγουμένως είχε απλωθεί εμποδίζοντας την προσέγγιση άλλων επιβατών. Αυτή του χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη και τον ακολούθησε.

Να λοιπόν που θα είχα την τύχη να δω εν δράσει τον Έλληνα εραστή και ίσως να διδαχθώ πολλά. Παρά το γεγονός, ότι κατ' αυτόν τον τρόπο η μόρφωση μου θα βάθαινε και οι ορίζοντες μου θα πλάταιναν, ομολογώ πως δεν ένιωθα και ιδιαιτέρως ευτυχής. Η όμορφη σαραντάρα -αν μου επιτρέπεται η ρατσιστικής χροιάς επισήμανση- θα ταίριαζε περισσότερο σε κάποιον σαν εμένα: Έμοιαζε βλέπετε κάπως διανοούμενη. Θα μπορούσαμε να είμαστε μια ευχάριστη παρέα, ίσως να φλερτάραμε και λιγάκι… Άλλωστε υπήρχε λίγος χώρος δίπλα μου κι αν δεν παρενέβαινε τόσο δυναμικά ο 35αρης, προφανώς θα καθόμασταν εμείς πλάι- πλάι.

Σύντομα ωστόσο κατανόησα πως το μάθημα ερωτικής προσέγγισης δεν απευθυνόταν σε μένα. Ο "άντρας με τις χίλιες γυναίκες" δεν σκόπευε να τις αυξήσει κατά μία με τη συγκεκριμένη βόρεια. Την προόριζε για τον άβγαλτο συνοδό του. Αν και τότε δεν είχε βγει ακόμη το σουξέ "μια σαραντάρα= δύο εικοσάρες", η αντρική μυθολογία ήθελε την γυναίκα αυτής της ηλικίας ως την καλύτερη δασκάλα περί τα ερωτικά. Αρκετές κινηματογραφικές επιτυχίες, όπως η "σαραντάρα και ο πρωτάρης" υπεράσπιζαν αποτελεσματικά αυτή την άποψη.

Επιπλέον η γυναίκα αυτή είχε μαζί της κι ένα παιδί, ενώ ο πατέρας απουσίαζε. Δεδομένης της συγκυρίας, θα μπορούσε κανείς ευλόγως να υποθέσει πως ήταν ένα είδος "ζωντοχήρας". Αν προσθέσουμε και το γεγονός πως -και λόγω της κοινωνικής πρόνοιας για τις ανύπαντρες μητέρες στις σκανδιναβικές χώρες- οι γυναίκες που μεγάλωναν τα παιδιά τους μόνες τους ήταν ευάριθμες, τότε ήταν σοβαρές οι πιθανότητες να είναι μόνη και άρα να ζητά τον φιλόξενο ώμο ενός πραγματικού άντρα για να ακουμπήσει. Και φυσικά η πείρα μιας χωρισμένης για έναν άβγαλτο νεαρό ήταν σημαντικότατο προσόν για τη σωστή εκπαίδευση του.

Αρκετά χρόνια αργότερα, κάνοντας μια έρευνα γύρω από τις αντρικές φαντασιώσεις θα πρόσθετα κι έναν ακόμη λόγο: Όπως μου είπε ο ψυχολόγος με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί, μια γυναίκα που βρίσκεται περίπου στην ηλικία της μητέρας μας, μπαίνει στις φαντασιώσεις μας ως εκδήλωση του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Επειδή η μαμά είναι ταμπού μεταθέτουμε σε ένα πρόσωπο που έχει κατά κάποιον τρόπο τα χαρακτηριστικά της τα ερωτικά μας ενδιαφέροντα…

Τέλος πάντων, σας ζάλισα! Καθώς διάφορες μαύρες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου, έχασα προφανώς κάποιες φάσεις. Διότι όταν έστρεψα το βλέμμα μου για αν παρακολουθήσω τη συνέχεια, ο 35άρης έλειπε. Ο νεαρός, αμήχανος, καθόταν δίπλα στη γυναίκα που δεν έμοιαζε να του δίνει καμία σημασία και ασχολιόταν αποκλειστικά με το κοριτσάκι, που έπαιζε κρατώντας στα χέρια του έναν Μίκυ και μια Μίνι.

Η περιγραφή του αγώνα / αν η Εμμανουέλα ήταν άντρας!

Greek Kamaki: Σεξ, Φλερτ και οι Ιστορίες μιας Ανέμελης Εποχής - VICE

Εκείνη τη στιγμή ήρθε και η έκπληξη. Ποιος νομίζετε ότι ήρθε να καθίσει δίπλα μου; Ακριβώς αυτός που φαντάζεστε! Ο Μιχάλης -όπως μου συστήθηκε- που αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στο νεαρό, ήρθε να τον παρακολουθήσει από τη στρατηγική μου θέση. Ήμασταν σαν παλιόφιλοι που παρακολουθούσαν ματς στην τηλεόραση. Μας έλειπαν μόνο οι πίτσες και οι μπύρες. Όσο για τον ρόλο του σπίκερ τον ανέλαβε ο Μιχάλης.
Πρώτα μου "έδωσε" τις συνθέσεις των δυο ομάδων. Από τη μια ο νεαρός Αργύρης, που κατέβαινε στο γήπεδο με μοναδικό εφόδιο τα είκοσι του χρόνια. Από την άλλη η Δανέζα Κάρεν με τη γοητεία, την πείρα της και ισχυρή άμυνα από το κοριτσάκι της.
Κατόπιν προχώρησε στην περιγραφή του αγώνα που φαινόταν αν οδηγείται σε τραγωδία για τα ελληνικά χρώματα… Περιγράφοντας μου έδινε στοιχεία για τον εαυτό του και τις ερωτικές επιτυχίες του, χωρίς να χάνει από τα μάτια του το νεαρό Αργύρη και ως έμπειρος σπορτ κάστερ, ως νέος Διακογιάννης, επεσήμαινε με οξυδέρκεια τις λανθασμένες ενέργειες του προστατευόμενού του.

Ο Μιχάλης εργαζόταν ως νοσηλευτής σε μεγάλο νοσοκομείο των Αθηνών, ήταν ανύπαντρος και κάθε καλοκαίρι μοίραζε την άδεια του μεταξύ Κω και Ρόδου, ανάλογα με τι του προέκυπτε. Με κοίταξε κουνώντας λυπημένα το κεφάλι του, όταν του είπα ότι πάω να συναντήσω την αγαπημένη μου, με την οποία μετρούσαμε ήδη αρκετά χρόνια δεσμού. Στα μάτια του ήμουνα ένας κατάδικος που εξέτιε την ποινή του, χωρίς μάλιστα να το γνωρίζει!  Ένιωθα πραγματικό σκουπίδι κάτω από το θριαμβευτικό βλέμμα του και τις ζουμερές αφηγήσεις του, που θα ζήλευαν ακόμη και οι σεναριογράφοι τολμηρών ερωτικών κινηματογραφικών έργων. Αν η Εμμανουέλλα ήταν άντρας, θα ήταν σίγουρα ο Μιχάλης.

Η αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθηση μου βρίσκονταν στον πάτο. Προσπαθούσα κοκκινίζοντας να του μιλήσω για "βάθος σχέσεων", για "πραγματικό έρωτα" κι αυτός ανέτρεπε τα πάντα με μια ακόμη ιστορία για τη δίμετρη Μάϊρα, για τη Γεωργία από τα Τρίκαλα που ήταν ζευγάρι με μια Σενεγαλέζα και τις πήρε και τις δύο κατ' εξακολούθησιν, για τη Φρόσω που του εξασφάλισε δωρεάν διακοπές στο "Ρόδος Παλάς", για την Άνικα τη Νορβηγίδα που παράτησε για το χατίρι του σύξυλο τον άντρα της …

Το βασανιστήριό μου τελείωσε όταν αποφάσισε πως έπρεπε να πάρει την κατάσταση της Κάρεν στα χέρια του. "Ο μικρός δεν τραβάει", δήλωσε, και σηκώθηκε προκειμένου να επιστρέψει στη θέση του και να συνεχίσει τα ιδιαίτερα μαθήματα. Το μυαλό μου σκοτείνιαζε από την προοπτική της ερωτικής συνεύρεσης Μιχάλη - Κάρεν επί του οχηματαγωγού Ι… Μήπως θα ζητούσε και τη βοήθεια μου, να αναλάβω μπέιμπι σίτερ της κόρης όσο αυτός θα αποκάλυπτε τα μυστικά του ελληνικού ανδρισμού στη γοητευτική δανέζα μητέρα;

Προσπάθησα να τους αγνοήσω και να συγκεντρωθώ και πάλι στο βιβλίο μου, όμως κάθε τόσο έριχνα κλεφτές ματιές. Διάβαζα ξανά και ξανά την ίδια σελίδα σα να έγραφε κινέζικα ο συγγραφέας. Προφανώς έφταιγε ο τη θάλασσα. Οι δείκτες του ρολογιού ξαφνικά είχαν σκαλώσει…  

Μην τα βάζεις με τσατισμένο διανοούμενο!

Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Κι εγώ, σφόδρα ζηλόφθονος, είχα ξαφνικά τη φαεινή ιδέα, που την ονόμασα διαίσθηση: Κι αν ο Μιχάλης προκαλούσε απέχθεια στην Κάρεν; Κι αν γινόταν πιεστικός; Κι αν αυτή προσέτρεχε στην προστασία μου για να γλιτώσει; 

Βλέπετε μου φάνηκε πως διέκρινα κάποιον εκνευρισμό στη στάση της. Και όχι μόνον αυτό. Θα ορκιζόμουνα πως μου έριχνε κλεφτές ματιές απελπισίας! Μήπως όμως μετέτρεπα την επιθυμία μου σε πραγματικότητα; Μήπως η διαίσθηση μου δεν ήταν τίποτε άλλο από μια φούσκα;

Τι είχα να αντιπαραθέσω εγώ απέναντι στις κατακτήσεις του Μιχάλη; Ούτε στιβαρά μπράτσα διέθετα, ούτε τριχωτό στήθος. Η μορφή μου απείχε παρασάγγες από αυτή του Λατίνου εραστή…

Απελπισμένος σαν τον Οδυσσέα στο κατάρτι, προσπαθούσα να μιλήσω στον εαυτό μου με τη φωνή της λογικής: Τι δουλειά είχα εγώ με τους έρωτες ενός "καμακιού" με μια ώριμη βορειοευρωπαία; Γιατί να ζηλεύω τις εφήμερες κι επιφανειακές σχέσεις ενός νοσηλευτή; Είχα μια καλή σχέση, ήμουνα ερωτευμένος, οι διακοπές των ονείρων μου μόλις ξεκινούσαν. Και στο κάτω- κάτω ποτέ δεν με συγκινούσαν οι ξανθές…
Το φως της λογικής, όπως γνωρίζετε, έχει την ιδιότητα να εξαφανίζει τα σκοτάδια του νου. Άρχισα να συνέρχομαι, να γίνομαι και πάλι ο εαυτός μου, όταν ακούστηκε από τα μεγάφωνα η φωνή της μοίρας:

"Πληροφορούμε όσους εκ των κυρίων επιβατών επιθυμούν να δειπνήσουν ότι η τραπεζαρία θα παραμείνει ανοικτή από τις 19:30 έως τις 21:30…"
Δεν πεινούσα καθόλου. Είχα άλλωστε φροντίσει να φτιάξω δυο- τρία σάντουιτς για το ταξίδι. Το φαγητό στο καράβι δεν ήταν καθόλου του γούστου μου. Όπως κατάλαβα δεν συνέβαινε το ίδιο με τον Μιχάλη και τον Αργύρη.

Μετά την αναγγελία ο νεαρός μαθητής ενεφανίσθη ενώπιον του δασκάλου και προφανώς τον παρακίνησε να μεταφερθούν στην τραπεζαρία. Κατόπιν και οι δυο μαζί προσπάθησαν να πείσουν την Κάρεν να τους ακολουθήσει. Απέτυχαν.

Στο ερώτημα περί του πλέον ισχυρού ενστίκτου, οι δυο ήρωες μας απάντησαν θετικά υπέρ αυτού της επιβίωσης έναντι εκείνου της αναπαραγωγής. Μεταφράζοντας τη ρήση ο έρωτας περνά από το στομάχι, θεώρησαν πως χορτάτοι θα βελτίωναν τις επιδόσεις τους και στον ερωτικό τομέα. Η πολύωρη πολιορκία θα απέδιδε τους καρπούς της.

Ο Μιχάλης ήρθε και σε μένα και με προσκάλεσε για καμιά μπύρα στην τραπεζαρία, αλλά αρνήθηκα ευγενικά. Υποκρινόμουνα φυσικά και λύσσαγα που αυτός έδειχνε απέναντι μου ένα είδος ανωτερότητας. Εγώ δεν θα είχα ούτε κατά διάνοια τη λεπτότητα να τον καλέσω για "καμιά μπύρα"… Αντιθέτως, στο υπολογιστικό, διανοούμενο κρανίο μου, ετοίμαζα σατανικά σχέδια για να καταστρέψω τα δικά του.

Ημερολόγιο καταστρώματος

Ο κόσμος αραίωσε αισθητά στο κατάστρωμα. Κάτι η τραπεζαρία, κάτι η δροσιά της νύχτας και η αναζήτηση κάποιας γωνιάς για ύπνο στο εσωτερικό του πλοίου, απομείναμε λίγοι οι πιστοί του θαλασσινού αέρα.

Τώρα ανάμεσα σε μένα και την Κάρεν, μεσολαβούσε το κενό. Σκεφτόμουνα πως θα την πλησίαζα, πως θα της μιλούσα, ώστε να την απομάκρυνα από τα δίκτυα του Μιχάλη, αλλά να περνούσα κι ένα ευχάριστο βράδυ με κουβεντούλα και φλερτ με μια γοητευτική γυναίκα. Ως εκεί έφθαναν τα σχέδια μου…

Το έφερνα από εδώ, το ζύγιζα από εκεί και η ώρα περνούσε, χωρίς να κάνω το παραμικρό. Δεν ήθελα να με θεωρήσει ένα ακόμη καμάκι. Δεν ήμουνα άλλωστε. Και τότε φάνηκε πως θα χάνονταν όλα. Την είδα να σηκώνεται, να φωνάζει κοντά της την κόρη της, να μαζεύει τα πράγματα της, να παίρνει το σακίδιο της και αν ετοιμάζεται να φύγει. Ήθελα να φωνάξω, αλλά τι να έλεγα; Είχα καταπιεί τη φωνή μου. Ετοιμαζόταν να περάσει δίπλα μου… Δεν μου είχαν μείνει παρά δευτερόλεπτα… Και πάλι δεν είπα τίποτα. Όμως…

…Όμως μου είπε αυτή! Με ρώτησε αν μπορεί αν καθίσει δίπλα μου!! Κι αν μπορεί να απλώσει το σλίπινγκ μπαγκ της μικρής μπροστά στο παγκάκι. Το πιστεύετε ότι και πάλι δεν μίλησα; Μόνο κατάφερα να κουνήσω καταφατικά το κεφάλι μου.

Ναι. Η Κάρεν καθόταν δίπλα μου. Μου συστήθηκε κι εγώ έκανα πως ακούω για πρώτη φορά το όνομα της. Το κοριτσάκι το έλεγαν Ντανιέλα. Απόρησα με το ιταλικής χροιάς όνομα κι αυτή μου εξήγησε πρόθυμα πως ο -πρώην- σύζυγος της ήταν Ιταλός.
Μετά το πρώτο κόμπιασμα η κουβέντα μας άρχισε να κυλάει αβίαστα και ύστερα από λίγο μου εξομολογήθηκε πως με είχε προσέξει, πως της φαινόμουνα άτομο εμπιστοσύνης και ήρθε κοντά μου για να γλιτώσει από τους φορτικούς συμπατριώτες μου. Δεν είχε καταφέρει να βρει καμπίνα στο πλοίο κι ένιωθε λίγο ανασφαλής που ταξίδευε μόνη με το παιδί. Κι αυτοί οι δυο τύποι δεν της άρεσαν καθόλου.

Πήγαινε στην Κω για να βρει τον φίλο της που την περίμενε εκεί με την παρέα και το σκάφος του. Θα ταξίδευαν στα Δωδεκάνησα κι είχαν σκοπό να τα εξερευνήσουν. Της μίλησα για τους Λειψούς, για τον Αρχάγγελο, για την Ψέριμο, για τον Κρυφό στη Λέρο, για την Τέλενδο…

Δεν είχα καταλάβει πως πέρασε η ώρα όταν ένιωσα ένα ενοχλητικό συναίσθημα. Κάποιος με κοιτούσε επίμονα. Γύρισα το βλέμμα μου και είδα τον Μιχάλη. Καυγάς προβλεπόταν. Είχα μπει βάναυσα στα χωράφια του. Όμως, ω της εκπλήξεως. Σήκωσε το κουτάκι με τη μπύρα υπό μορφήν προπόσεως και μου έκλεισε το μάτι!

Κάποια στιγμή αργότερα, όταν η Κάρεν με τη μικρή έλειψαν για λίγο, έσπευσε να μου δώσει κι από κοντά τις ευλογίες του. Κάτι είπε για "σιγανά ποταμάκια", και παραδέχθηκε την μεγάλη μαεστρία μου. Εγώ πάλι δεν θέλησα να τον διαψεύσω. Ο άντρας με τις χίλιες γυναίκες υποκλινόταν μπροστά μου. Ίσως αν ακολουθούσα την καριέρα του να είχα διαπρέψει! Δεν τον έβγαλα από την πλάνη του… Που να ήξερε κιόλας ότι δεν είχα κουνήσει ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι. Που να ήξερε ότι κανένα "καμάκι" δεν γινόταν εδώ.

Αποχώρησε διακριτικά όταν είδε την Κάρεν να επιστρέφει…

Λίγο αργότερα ο Αργύρης κι ο Μιχάλης έφυγαν από το κατάστρωμα, αναζητώντας αλλού την τύχη τους. Είχαν ήδη εντοπίσει κάτι Αγγλίδες που κατευθύνονταν μισομεθυσμένες προς τη "ντίσκο" του πλοίου.

Το κατάστρωμα βυθιζόταν στη σιωπή… Ακόμη κι η μικρή Ντανιέλα αποκοιμήθηκε…
Σηκωθήκαμε για λίγο και ακουμπισμένοι στα κάγκελα χαζεύαμε τη θάλασσα που την χρύσιζε ελαφρά μια λεπτή ημισέληνος. Οι κουβέντες έγιναν πιο προσωπικές… Της πρόσφερα τσιγάρο κι αυτή το πήρε, αν και μου είπε πως σπανίως κάπνιζε. Με τη σειρά της έφερε δυο πλαστικά ποτηράκια κι ένα μικρό μπουκάλι βότκα, να με κεράσει κάτι κι αυτή. Στη Δανία κανείς δεν προσφέρει έτσι ένα τσιγάρο…

Η βότκα άρχισε να παίζει τον ίδιο ρόλο που είχαν παίξει οι λωτοί για τους λωτοφάγους. Οι ποταπές μου σκέψεις για το Μιχάλη εξαφανίζονταν, συμπαρασύροντας όμως μαζί τους και όλα τα υπόλοιπα. Δεν υπήρχε πριν, δεν υπήρχε προορισμός. Υπήρχε μονάχα το τώρα. Αυτό το κατάστρωμα σκεπασμένο από τη νύχτα, το μικρό φεγγάρι, η ήρεμη θάλασσα και η Κάρεν που φυσούσε τον καπνό…

Την ακούμπησα τυχαία και με τίναξε στατικός ηλεκτρισμός. Γελάσαμε. Ήμουνα πλήρως γοητευμένος. Της έδωσα κι άλλο τσιγάρο για να δω στη λάμψη της φλόγας του αναπτήρα τα μάτια της, για αν τη δω να φυσάει και πάλι τον καπνό στη νύχτα.
Ο χρόνος που νωρίτερα έμοιαζε να έχει σταματήσει, τώρα κάλπαζε. Τα μεσάνυχτα είχαν περάσει προ πολλού. Σε μια- δυο ώρες θα πιάναμε το πρώτο λιμάνι. Από εκεί, σε μιάμιση ώρα, το δικό μου ταξίδι θα είχε τελειώσει.   

Το τέλος του ταξιδιού

Αποφασίσαμε να ξαπλώσουμε. Απλώσαμε τα σλίπινγκ μπαγκ. Εγώ διακριτικά, πήγα το δικό μου λίγο πιο πέρα από τη μικρή, υποθέτοντας πως η Κάρεν θα κοιμόταν από την άλλη μεριά κι έτσι θα είχαμε την απόσταση που προστάζουν τα ήθη. Ήμουν άλλωστε προστάτης και όχι "καμάκι". Έτσι δεν είχαμε συμφωνήσει;

Ένα ακόμη "όμως" ήρθε να προστεθεί σ' αυτό το ταξίδι. Η Κάρεν έστρωσε ακριβώς δίπλα μου. Με κοίταξε και είπε πως ήταν πραγματικά κουρασμένη. Χώθηκε μέσα και την μιμήθηκα. Τότε ήρθε και κόλλησε πάνω μου…

Ξέρω, ετοιμάζεστε για τη σκηνή του παράφορου σεξ, σε πλήρη περιγραφή. Θα σας απογοητεύσω! Κοιμήθηκε στην αγκαλιά μου, στέλνοντας μου ένα τελευταίο βλέμμα, που κυριολεκτικά με έκανε να λιώσω. Δεν ξέρω πόσες φορές θα δει κανείς να τον κοιτάζουν έτσι στη ζωή του.

Μου είχε πει τα πάντα χωρίς λέξη… Φυσικά και δεν με πήρε ο ύπνος. Είχα τα μάτια της μπροστά μου και το σώμα της, μέσα στον ύπνο να κολλάει πάνω μου ολοένα και περισσότερο.

Ξημέρωνε και το ταξίδι έφτανε στο τέλος του. Σηκώθηκα απαλά και έφτιαξα καφέ. Το νησί φαινόταν πέρα στο βάθος του ορίζοντα. Καθόμουνα και πάλι ακουμπώντας στο κάγκελο της χθεσινής νύχτας, όταν ένιωσα ένα χέρι να με ακουμπάει στον ώμο. Χωρίς λέξη με φίλησε ελαφρά στο μάγουλο. Μοιραστήκαμε τον καφέ μου σιωπηλοί. Μου ζήτησε μόνη της τσιγάρο…

Το πλοίο πλησίαζε στο λιμάνι. Εμένα με περίμεναν εδώ, εκείνη στη Κω. 

Κρατιόμασταν από το χέρι πάντα σιωπηλοί. Σφίγγαμε ο ένας τον άλλο όλο και πιο πολύ. Η αναγγελία της μοίρας ακούστηκε για μια ακόμη φορά από τα μεγάφωνα:
"Οι επιβάτες με προορισμό τη …παρακαλούνται να είναι έτοιμοι προς αποβίβαση, το πλοίο θα αναχωρήσει αμέσως…"

Δεν ανταλλάξαμε υποσχέσεις, τηλέφωνα και διευθύνσεις. Δεν έμαθα ποτέ το επίθετο ή το όνομα της πόλης που ζούσε. Δεν είπαμε τίποτα. Μόνο αγκαλιαστήκαμε. Φιληθήκαμε απαλά. Τα μάτια μου, τα μάτια της ήταν υγρά.

Για μια στιγμή καλούσαμε ο ένας τον άλλο, σιωπηλά, να εγκαταλείψουμε τα σχέδια μας. Να τα αφήσουμε όλα πίσω και να συνεχίσουμε το ταξίδι μας μαζί. Ο ένας περίμενε να το πει ο άλλος. Κανείς δεν το έκανε…

Κοιταζόμασταν, κοιταζόμασταν. Δεν άντεξα. Γύρισα την πλάτη μου και έφυγα.

Δεν την ξαναείδα ποτέ.   




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου