Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Καλό μήνα με ένα μικρό παραμύθι και δυο εμβληματικά ποιήματα για τον Απρίλη



Το παραμυθάκι:

Απρίλης

Μια φορά κι έναν καιρό ένα ψεύτικο φεγγάρι, που γεννήθηκε την πρώτη του Απρίλη, σκέπασε την  πόλη. 
Κι όλοι ήταν ευτυχισμένοι. 
Μέχρι που ήρθε η επόμενη μέρα. 
Κι αποφάσισαν να ζουν με την αλήθεια. 
Τη τρίτη μέρα την έδεσαν στο λαιμό τους και έπεσαν στη θάλασσα. 
Δεν τους ξαναείδαμε ποτέ. 
Γελάμε από τότε, πίνοντας κόκκινο κρασί κάτω από το ψεύτικο φεγγάρι της καρδιάς μας.


Από το "Ημερολόγιο για να θυμάσαι ή να ξεχνάς" με εικονογράφηση της Στεφανίας Βελδεμίρη και κείμενα δικά μου, που κυκλοφόρησε ...κάποτε από το περιοδικό Εξώστης στη Θεσσαλονίκη...




Οι στίχοι





Από τους "Ελεύθερος Πολιορκημένους" του Διονύσιου Σολωμού

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ  Γ΄,  αποσπάσματα  6
Έστησ’  ο  Έρωτας  χορό  με  τον  ξανθόν  Απρίλη,
Κι  η  φύσις  ηύρε  την  καλή  και  τη  γλυκιά  της  ώρα,
Και  μες  στη  σκιά  που  φούντωσε  και  κλει  δροσιές  και  μόσχους
Ανάκουστος  κιλαϊδισμός  και  λιποθυμισμένος.
Νερά  καθάρια  και  γλυκά,  νερά  χαριτωμένα,
Χύνονται  μες  την  άβυσσο  τη  μοσχοβολισμένη,
Και  πέρνουνε  το  μόσχο  της,  κι  αφήνουν  τη  δροσιά  τους,
Κι  ούλα  στον  ήλιο  δείχνοντας  τα  πλούτια  της  πηγής  τους,
Τρέχουν  εδώ,  τρέχουν  εκεί,  και  κάνουν  σαν  αηδόνια.
Εξ’  αναβρύζει  κι  η  ζωή  σ’  γη,  σ’  ουρανό  σε  κύμα.
Αλλά  στης  λίμνης  το  νερό,  π’  ακίνητό  ‘ναι  κι  άσπρο,
Ακίνητ’  όπου  κι  αν  ιδείς,  και  κάτασπρ’  ως  τον  πάτο,
Με  μικρόν  ίσκιον  άγνωρον  έπαιξ’  η  πεταλούδα,
Που  ‘χ’  ευωδίσει  τς  ύπνους  της  μέσα  στον  άγριο  κρίνο.
Αλαφροίσκιωτε  καλέ,  για  πες  απόψε  τι  ‘δες`
Νύχτα  γιομάτη  θαύματα,  νύχτα  σπαρμένη  μάγια!
Χωρίς  ποσώς  γης,  ουρανός  και  θάλασσα  να  πνένε,
Ούδ’  όσο  καν’  η  μέλισσα  κοντά  στο  λουλουδάκι,
Γύρου  σε  κάτι  ατάραχο   π’  ασπρίζει  μες  στη  λίμνη,
Μονάχο  ανακατώθηκε  το  στρογγυλό  φεγγάρι,
Κι  όμορφη  βγαίνει  κορασιά  ντυμένη  μες  το  φως  του.

Ο Τ.Σ. Έλιοτ και η «Έρημη Χώρα» του – Ιστορία-Τέχνες-Πολιτισμός

Τ.Σ.Έλιοτ, Έρημη Χώρα (μετάφραση Γιώργου Σεφέρη)/ Απόσπασμα
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ' την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
Λίγη ζωή μ' απόξερους βολβούς.
Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω απ’ το Σταρνμπέργκερζε
Με μια μπόρα· σταματήσαμε στις κολόνες,
Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χόφγκαρτεν,
Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα.
Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutsch. 
Και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέρφου μου, με πήρε με το έλκηθρο,
Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία,
Μαρία, κρατήσου δυνατά. Και πήραμε την κατηφόρα.
Εκεί νιώθεις ελευθερία, στα βουνά.
Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το χειμώνα στο νότο.
Ποιες ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιέ του Ανθρώπου,
Να πεις, ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιος,
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο γρύλος ανακούφιση,
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου